Αιμίλιος Ψαθάς
Του Αιμιλίου Ψαθά

Ο Νέστορας, ένας γεροδεμένος εβδομηντάρης, είναι σχετικά καινούργιος πελάτης στο καφενείο. Μετακόμισε από τον Άγιο Νικόλαο τελευταία και εγκαταστάθηκε οριστικώς στον Μασταμπά.

Προχθές στο καφενείο ήρθε στην παρέα μας, που μιλούσαμε για τα πολιτικά: επικείμενες εκλογές, μυστικές παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, επεισόδια με τους Ρομά…

Φαινόταν στενοχωρημένος. Τον ρωτήσαμε τι έχει και είναι έτσι κατσουφιασμένος. Αρχικώς δεν ήθελε να μας απαντήσει.

-Μάλωσε με την γυναίκα του, είπε αστειευόμενος ο Χρίστος.

-Όχι, όχι! Αφήστε ήσυχη την Μέλπω, μας απάντησε. Ίσα ίσα αυτή με παρηγορεί.

-Μα τι σου συμβαίνει; Μήπως πρόκειται για θάνατο – Θεός φυλάξοι – κανενός συγγενούς σου;

-Όχι… απάντησε πάλι. Πρόκειται για τον εαυτό μου…

-Τι; Καρκίνος; ρώτησε ξανά διακριτικά ο Χρίστος.

-Όχι. Έχω γλαύκωμα. Μια κακή αρρώστια των ματιών.

-Και γι’ αυτό στενοχωριέσαι; συνέχισε ο Χρίστος. Σήμερα η οφθαλμολογία κάνει θαύματα. Όλα θεραπεύονται…

-Όχι, δεν είναι ακριβώς έτσι, απάντησε ο Νέστορας. Το γλαύκωμα είναι μια ασθένεια σχεδόν αθεράπευτη.

Έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη του, το ξεδίπλωσε και άρχισε να διαβάζει.

-«Υψηλή ενδοφθάλμια πίεση. Γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας…»  Εγώ το κατάλαβα, όταν τελευταία άρχισα να βλέπω ένα φωτοστέφανο γύρω από τα φώτα. Και έχω συνεχώς έναν ελαφρό κεφαλόπονο. «Δυσίατη ασθένεια…» Κουφός πάει κι έρχεται. Να μείνεις όμως τυφλός είναι σχεδόν θάνατος. Ζεις μέσα στο σκοτάδι και την μαυρίλα. Ο οφθαλμίατρος πάντως μου είπε ότι κάτι μπορεί να γίνει, γιατί μάλλον είμαι ακόμη στην αρχή. Να δούμε. Πρόσθεσε στενοχωρημένος.

-Οι στενοχώριες για την υγεία ποτέ δεν λείπουν. Ή οι ίδιοι αρρωσταίνομε ή κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο έχει κάποιο πρόβλημα… παρατήρησε ο Κυριάκος, το καλοντυμένο γεροντοπαλίκαρο, φιλοσοφώντας. Και συνέχισε.

-Πρέπει να προσέχομε την υγεία μας και να προλαμβάνομε. Ποτέ να μη δείχνομε αμέλεια. Και να αποφεύγουμε το κάπνισμα.

Αυτό το τελευταίο επίτηδες το είπε ο Κυριάκος, στραβοκοιτάζοντας  τον Σήφη. Γιατί ο Σήφης, παρά τις συστάσεις του καφετζή, εξακολουθούσε να καπνίζει μέσα στο καφενείο. Δεν λογάριαζε την ενόχληση των άλλων. Δεν μπορεί, λέει, να το κόψει. Στραβοκοίταξε κι ο Σήφης τον Κυριάκο.

-Εμένα τσούξανε τα μάτια μου, είπε ο Νέστορας. Από τον καπνό…

Την στιγμή όμως εκείνη ο καφετζής έβαλε στην πρίζα το καλώδιο του χριστουγεννιάτικου δέντρου, και τα πολύχρωμα φωτάκια άρχισαν να αναβοσβήνουν χαρούμενα.

-Χρόνια πολλά, κύριοι! Έρχονται Χριστούγεννα!

Κι όλοι χειροκροτούσανε. Χειροκροτούσε και ο Νέστορας.

Ο Σήφης όμως ήταν θυμωμένος.