Ανήμερα του Πάσχα, κατά τις δέκα η ώρα το πρωί, είχα ένα παράξενο τηλεφώνημα. Ήταν από τον Βαγγελάκο, παλιό μου γειτονόπουλο στην Θεσσαλονίκη. Μου τηλεφωνούσε πότε πότε. Έλεγε ότι μου έχει μεγάλη εμπιστοσύνη.

Παλιά οι οικογένειές μας είχαν φιλικές σχέσεις και αντάλλασσαν επισκέψεις. Όταν εγώ έφυγα από εκεί, ο Βαγγελάκος πήγαινε ακόμη στο δημοτικό σχολείο. Στο τηλέφωνο μου έλεγε ότι βρισκόταν στο Ηράκλειο και μου έδωσε το όνομα του ξενοδοχείου όπου έμενε. Με παρακάλεσε να πάω να τον δω κατά τις τέσσερις το απόγευμα. Παραξενεύτηκα, γιατί οι επαφές μας ήταν, ως τώρα, κάποια αραιά τηλεφωνήματα.

Τέσσερις παρά τέταρτο ήμουν εκεί. Με περίμενε στο σαλόνι.

-Γεια σου, Βαγγελάκο! Πώς και με θυμήθηκες; Μόνος είσαι εδώ;

-Άφησε το «Βαγγελάκο», μου απάντησε. Δεν είμαι πια μωρό. Βαγγέλη να με λες. Εγώ μαθαίνω τα νέα σου. Διαβάζω και άρθρα σου στον υπολογιστή.

Και ύστερα, αφού καθίσαμε, παρήγγειλε τσάι για τους δυο μας και άρχισε να μου διηγείται.

-Όπως ξέρεις, παντρεύτηκα πολύ μικρός παρά τις αντιρρήσεις των γονιών μου. Όμως πέρασαν δύο χρόνια και παιδί δεν μπορούσαμε να κάνουμε. Οι γιατροί μού έλεγαν ότι αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι το σπέρμα μου είναι αδύνατο. Τέλος πάντων συμφωνήσαμε, εγώ και η Άσπα, η γυναίκα μου, να αποκτήσουμε παιδί με δανεικό σπέρμα.

Σταμάτησε και άρχισε να πίνει τσάι. Σαν να ντρεπόταν. Σαν να δίσταζε. Και ξαφνικά, χαμηλώνοντας το βλέμμα του, μου είπε.

-Ξέρεις, εσένα σ’ έχω πιο κοντά και από συγγενή μου.

Με συγκίνησε ο λόγος του. Και του είπα.

-Προχώρα! Μη διστάζεις… Στις μέρες μας γίνονται κάτι τέτοια. Εξάλλου αυτό είναι καλύτερο από το να υιοθετήσεις ένα εντελώς ξένο παιδί.

-Λοιπόν. Η γυναίκα μου έχει μια παιδική φίλη. Δεν την ξέρεις εσύ. Είναι η Ισμήνη. Αυτή είναι πολύτεκνη. Έχει τέσσερα παιδιά. Συμφωνήσαμε και πήραμε σπέρμα από τον άντρα της…Και έτσι γεννήθηκε ο Λάμπρος, το δικό μας παιδί…

Ίδρωσε ο Βαγγελάκος στην προσπάθειά του να μου τα διηγηθεί. Πρώτη φορά μου τα άκουγα. Φαίνεται, το κρατούσε μυστικό από όλους.

-Λάμπρος… Γιορτάζει σήμερα! Χρόνια του πολλά. Και τι έγινε; Ποιο είναι το κακό;

-Πριν από ένα μήνα, η νονά του η Ισμήνη – αυτή τελικά βάφτισε τον Λάμπρο, το είχε ζητήσει η ίδια – εκμυστηρεύτηκε στο παιδί, δεν ξέρω πώς της ξέφυγε – ότι πραγματικός του πατέρας είναι ο δικός της άντρας, ο Στέριος… Το είχαν συζητήσει κάπως παλαιότερα με την γυναίκα μου, ότι ίσως κάποτε πρέπει να του το πουν, μην τυχόν το μάθει από άλλον…

-Σταμάτησε την διήγηση ο Βαγγελάκος. Τα μπέρδεψε, τα έχασε…

-Αυτό βέβαια ήταν κακό, του είπα. Ίσως το παιδί έπρεπε να μάθει την αλήθεια. Όμως όχι έτσι… Ίσως με άλλον τρόπο…

Τα είχα χάσει κι εγώ. Δεν ήξερα τι να πω.

-Και τι έγινε; συνέχισα. Πόσων χρονών είναι ο Λάμπρος;

-Είναι δεκαεφτά χρονών. Μετά από αυτό έφυγε και μένει, έντεκα μέρες τώρα, με έναν μεγαλύτερό του, φίλο του. Αυτός είναι πρωτοετής φοιτητής της ιατρικής. Οι γονείς του μένουν στα Γιαννιτσά, αλλά έχουν σπίτι και στην Θεσσαλονίκη. Τον επισκέφτηκε η νονά του. Του μίλησε. Του ζήτησε συγγνώμη. Συγγνώμη για τι; Εγώ δεν καταλαβαίνω, μετά από την ανοησία που έχει κάνει. Όμως ο Λάμπρος προς το παρόν μένει αμετάπειστος. Αναγνωρίζει, λέει, την μητέρα του, που τον γέννησε. Όμως για εμένα, για τον πατέρα του, δεν ήθελε να πει τίποτα.

-Από ό,τι διαβάζω, οι ειδικοί λένε ότι καλό είναι, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το παιδί να μαθαίνει τελικώς την αλήθεια από τους ίδιους τους γονείς του, μη τυχόν και την μάθει άγαρμπα από άλλους… Διαφωνούν όμως σε ποια ηλικία… Ίσως στα εφτά του χρόνια…

Τα είχα χαμένα κι εγώ. Δεν ήξερα τι να πω.

-Η Ισμήνη, η νονά του, δεν είναι κακός άνθρωπος. Παρασύρθηκε και αυτή. Δεν ήθελε να κάνει κακό… είπε ο Βαγγελάκος και έκλαψε. Σκούπισε τα δάκρυά του και ήπιε μια γουλιά τσάι.

-Κρύωσε, είπε. Δεν πίνεται… Και ύστερα  πρόσθεσε: Με συγχωρείς…

-Σε παρακαλώ, Βαγγελάκο! Μίλα ελεύθερα. Πες μου ό,τι άλλο θες. Να απαλύνεις τον πόνο σου. Εγώ νομίζω ότι με τον καιρό ο Λάμπρος θα το χωνέψει και θα αποδεχτεί τα δεδομένα…

Εκείνη την στιγμή φώναξαν από την ρεσεψιόν ότι κάποιος τον ζητά στο τηλέφωνο. Όταν επέστρεψε από το τηλεφώνημα, ήταν αλλαγμένος, σαν σαστισμένος.

-Ποιος ήταν; τον ρώτησα.

-Η Άσπα, η γυναίκα μου. Λέει ότι ο Λάμπρος γύρισε στο σπίτι και ρωτά πού είναι ο μπαμπάς. Φαίνεται, λέει, ήρεμος.

-Εμπρός λοιπόν! Τηλεφώνησε για εισιτήριο… Να πας…

-Αυτό μάλλον πρέπει να κάνω, απάντησε και έψαχνε στην τσέπη του για το κινητό του. Αχ, το ξέχασα επάνω, στο δωμάτιο. Γι’ αυτό η Άσπα με πήρε στο σταθερό του ξενοδοχείου…