Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο ορεινό χωριό ο καφετζής ο κυρ Σπύρος προσπαθούσε να διορθώσει το ένα από τα δύο κλιματιστικά που είχε στο καφενείο του. Μόνος του. Δεν κάλεσε ηλεκτρολόγο. Όμως τον χτύπησε το ρεύμα και παραλίγο να πέσει από την καρέκλα, στην οποία είχε ανεβεί.
-Ευτυχώς! μουρμούρισε τρομαγμένος. Τελικώς αποφάσισε για την Πρωτοχρονιά να χρησιμοποιήσει το παλιό του τζάκι, χρόνια τώρα παραμελημένο. Ξύλα είχε μπόλικα στην αυλή. Έτσι ο κύριος Κυριάκος, το γεροντοπαλίκαρο, που την Πρωτοχρονιά επισκέφθηκε το καφενείο του χωριού, βρήκε κάποιους χωριανούς, μαζεμένους σε ημικύκλιο γύρω από το τζάκι, να απλώνουν προς την φωτιά τις παλάμες τους, να τις τρίβουν ευχαριστημένοι και να συζητούν μεταξύ τους πόσο ωραία αισθάνονταν.
-Εγώ την ζεστασιά, αν δεν απλώσω τα χέρια μου στην φλόγα ζωντανής φωτιάς, δεν την ευχαριστιέμαι, έλεγε ο φαρμακοποιός του χωριού. Ο κύριος Κυριάκος μπαίνοντας τους είδε έτσι μαζεμένους και τους χαιρέτησε.
-Καλημέρα. Χρόνια πολλά. Τι ωραία!
-Χρόνια πολλά! Καλή χρονιά! του εύχονταν όλοι. Τον ήξεραν από παλιά. Και τώρα μάλωναν ποιος θα κεράσει το τσάι που συνήθιζε να πίνει.
-Ησυχία, βρε παιδιά! τους μάλωσε.
-Το τσάι κερασμένο από εμένα! Σιωπή! είπε ο καφετζής. Και άρχισε συζήτηση για το πατροπαράδοτο τζάκι και την ζεστασιά του.
-Τα κλιματιστικά σήμερα είναι κρύο πράμα. Κρυάδα αντί για ζεστασιά. Αν δε βλέπεις φλόγα φωτιάς, ευχάριστη ζεστασιά δεν αισθάνεσαι. Παίζει τον ρόλο της και η όραση… είπε κάποιος.
-Έχεις απόλυτο δίκιο, απάντησε ο κύριος Κυριάκος. Στην χώρα μας από τα πανάρχαια χρόνια καθισμένοι γύρω από την φλόγα της φωτιάς στην μέση του δωματίου – στην εστία, όπως την έλεγαν τότε – έβρισκαν ζεστασιά και παρηγοριά η οικογένεια και οι τυχόν φιλοξενούμενοί της. Διότι οι Έλληνες τους ξένους δεν τους εχθρεύονταν, αλλά ευχαρίστως τους φιλοξενούσαν, για να μάθουν κάτι καινούργιο από αυτούς, που οι ίδιοι ίσως δεν το γνώριζαν.
Ήταν λαός φιλόξενος, όπως και τώρα. Η ζεστασιά, η θέα της φλόγας, η ελαφρά μυρωδιά από τον καπνό των καιόμενων ξύλων… ζέσταιναν, παρηγορούσαν και διασκέδαζαν την οικογένεια και τους φιλοξενούμενούς της. Αίθω στα αρχαία σημαίνει καίω, μαυρίζω με κάπνα. Αίθουσα – μετοχή του αίθω – σημαίνει μαυρισμένη… δηλαδή μαυρισμένο από καπνό δωμάτιο.
Αιθάλη είναι η καπνίλα στην ατμόσφαιρα ή επάνω στους τοίχους. Αιθίοπες είναι οι μαύροι άνθρωποι, που έχουν μαύρη όψη… Αίθουσα λοιπόν ήταν το θερμαινόμενο δωμάτιο με τους καπνισμένους τοίχους, στο οποίο περνούσαν τους χειμώνες τους οι πρόγονοί μας, απλώνοντας τα χέρια τους για ζεστασιά, όπως εμείς τώρα εδώ, οι γνήσιοι απόγονοί τους, που μετά από τόσα χρόνια ζούμε με τον ίδιο τρόπο, μιλάμε την ίδια γλώσσα, ελληνικά…
Και συνέχιζε ο κύριος Κυριάκος. Και οι θαμώνες τον θαύμαζαν για τις γνώσεις και για τον θερμό τρόπο ομιλίας του, που τους ζέσταινε κι αυτός. Και όταν σηκώθηκε πια να φύγει, τον ευχαριστούσαν και αυτοί με ενθουσιασμό.
Στο τέλος τον χειροκρότησαν κιόλας!
-Μα εγώ πολιτικός δεν είμαι! τους είπε γελώντας.
-Να μας ξανάρθεις, φώναζαν ενθουσιασμένοι.
Τι συγκίνηση! Ο κύριος Κυριάκος κόντεψε να κλάψει.