(Νίκου Κατσαράκη Απομνημονεύματα. Επιμέλεια Άννας Μανουκάκη – Μεταξάκη, σελίδα 136 – 140, Ηράκλειο 2020)
Με το παρακάτω κείμενο (από τα Απομνημονεύματα του Ν.Κ.) θα έχομε την ευκαιρία να ξαναζήσομε το ζωογόνο ιστορικό παρελθόν που μας υπενθυμίζει πάντοτε τη μεγάλη δύναμη, την οποία μας δίνουν οι αρχές και οι αξίες μας, που δυστυχώς κινδυνεύουν να χαθούν.
Τα γεγονότα εξελίσσονται στις 31-12-1942 και την Πρωτοχρονιά του 1943 στο εξωκκλήσι Αγία Κερά της Βιάννου, όπου συναντώνται ο αρχηγός του αντάρτικου της Δίκτης Μανώλης Μπαντουβάς και διαλεχτοί του αντάρτες με τον αγνό πατριώτη Απόστολο Ψαρολογάκη που συνοδεύει τον υπομοίραρχο της Χωροφυλακής Γεώργιο Χριστακόπουλο, διοικητή της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής Βιάννου και αρραβωνιαστικό της Βιαννίτισσας οδοντιάτρου Ελένης Καμπάνη, ανηψιάς του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου. Εκεί, στην Αγία Κερά, ο Γ. Χριστακόπουλος μετά από μακρά συζήτηση για τις ανάγκες της Αντίστασης, υπέγραψε δήλωση συμμετοχής μαζί με τους άνδρες του στον αγώνα της πατρίδας, όποτε και όπως χρειαστεί.
Η επιλογή του κειμένου γίνεται, για να φανεί μέσα από τις πηγές ο πατριωτικός ρόλος μεγάλου μέρους της Χωροφυλακής, κυρίως στην αρχή της Αντίστασης. Αλλά και για να αναλογιστούμε, μέσα από την άρρηκτη σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης του αρχηγού του ενωμένου αντάρτικου Μανώλη Μπαντουβά με τον υπασπιστή του Γιάννη Ποδιά, την τραγική εξέλιξη των πραγμάτων κατά την περίοδο 1945 – 49 στην Ελλάδα.
Ο Μανώλης Μπαντουβάς και οι έμπιστοί του αντάρτες, μετά τη συνάντηση στην Αγία Κερά φιλοξενούνται την νύχτα της Πρωτοχρονιάς του ΄43 στο σπίτι του πατριώτη Γ. Πνευματικάκη στο Βαχό. Ο Μπαντουβάς και ο Ποδιάς κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, γιατί ο αρχηγός εμπιστεύεται απόλυτα το Γιάννη Ποδιά, που ήταν πάντοτε έτοιμος να δώσει και τη ζωή του, για να τον προστατεύσει. Στα απομνημονεύματά του Μ. Μπαντουβάς τον αναφέρει εξάλλου σε 54 σημεία.
Όμως 4,5 χρόνια μετά, η σχέση αυτή ακολουθώντας τη μοίρα της Ελλάδας τελειώνει τραγικά στη Μάχη του Ψηλορείτη (αρχή Ιουλίου 1947) και στη διαπόμπευση της κεφαλής και του χεριού του Γιάννη Ποδιά στο Ηράκλειο.
Κάθε πόλεμος είναι φριχτός. Η πιο φριχτή μορφή του όμως είναι ο εμφύλιος, τον οποίο η χώρα μας πλήρωσε ακριβά και πληρώνει ως και σήμερα με τα ανεξίτηλα στερεότυπα που επιδρούν στη σκέψη και στη ζωή μας, 77 χρόνια μετά.
Το κείμενο
«… Και μετά από σχετικάς συζητήσεις ο Χριστακόπουλος υπέγραψε δήλωσιν συμμετοχής με τους άνδρες του, είτε αμέσως τότε, είτε οπόταν και όταν ο αρχηγός ή η Οργάνωσις Αντιστάσεως τον ειδοποιούσαν δια μια τοιαύτην ενέργειαν.
Ύστερα η πρότασίς μου έγινε δεκτή και έτσι χωρίς Παπά και Ζαμπετοχρήστο, που πήγαν με τον Πλαντζουνάκη, όλοι οι άλλοι Μπαντουβάς, Ποδιάς, Κατσαράκης, Χαραλ. Ραπτάκης, Νίκος Λουλάκης και Μιχαήλ Ηλιάκης (ή «Μπριάμ») από Αμιρά, πήγαμε εις την μεμονωμένην εις λόφον Άνω Βαχού, οικίαν του Γ. Πνευματικάκη ώρα 11,5 με 12ην νυκτερινήν. Δυστυχώς οι σπιτονοικοκύρηδες με τα παιιδά τους απουσίαζαν και κατόπιν λακτίσματος της πόρτας υπεχώρησε η πόρτα και μπήκαμε μέσα στο σπίτι. Στο δωμάτιο βρήκαμε μια πετρολεκανίδα γεμάτη λουκουμάδες και μια άλλη με ξεροτήγανα. Παρακάλεσα τον Ηλιάκη και ειδοποίησε τον τότε Πρόεδρον της Κοινότητος αξέχαστον Ηρακλήν Πνευματικάκη, ήλθεν αμέσως σχεδόν μεσάνυχτα, του σύστησα τον Μπαντουβά και εγέμισε από συγκίνηση και ενθουσιασμό κι ανέλαβε να ειδοποιήσει τους ιδιοκτήτες του σπιτιού που απουσίαζαν εις το φούρνον Γεωργ. Πετράκη όπου εφούρνιζαν «καλοχεργιάτικα». Επίσης ο Πρόεδρος ανέλαβεν να ειδοποιήσει τον πενθερόν μου Γεωργ. Αγγελάκη, την αδελφή του Γιάννη και τον Σταύρον Λουλάκη.
Όλοι έσπευσαν κι ήλθαν κι ήταν ο ενθουσιασμός τους και οι εκπλήξεις τους κι οι απορίες τους μεγάλες γιατί ήξεραν τον Καπετάν Μανώλη Μπαντουβά στη «Μέση Ανατολή». Τώρα τον έβλεπαν, σαν να έβλεπαν τον Μεσίαν.
Εκείνη τη νύκτα κότες έσφαξε ο σπιτονοικοκύρης. Από ένα αρνί που έφερε ο θείος Γιάννης Αγγελάκης, από μια κουρούπα μυζήθρα που έφερεν ο πενθερός μου και από ωραίο άφθονο κρασί που έφερεν ο Σταύρος Λουλάκης κι από διάφορα άλλα φαγητά που έφερε ο Πρόεδρος της Κοινότητος, άρχισε το φαγοπότι τα μεσάνυκτα της 31ης Δεκεμβρίου 1942 έως τις 3 μ. μεσον. της 1ης Ιανουαρίου 1943.
Εκείνο το βράδυ μετά από το φαγοπότι ο Μπαντουβάς κοιμήθηκε αγκαλιά με το Γιάννη Ποδιά στο κρεββάτι του σπιτονοικοκύρη. Εγώ με τον θείο Νικολ. Λουλάκη και Χαρ. Ραπτάκη σε μια ψάθα μέσα σε ολοκαίνουργια ρούχα.
Ξυπνήσαμε την 8ην πρωινήν της 1ης Ιανουαρίου 1943, ενώ οι λόφοι του Βαχού όλη την νύκτα είχαν καταληφθεί από άγρυπνους φρουρούς του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Μάλιστα, επειδή ο γιατρός Γρηγόριος Ζερβουδάκης ήταν ασθενής από δυνατές ισχιαλγίες κατάκοιτος, ο Μπαντουβάς με συνοδεία της γυναίκας μου και του Προέδρου της Κοινότητος από τον Επάνω Βαχό μέσα από λιόφυτα και περβόλια πήγαν εις τον Κάτω Βαχό. Την ώρα εκείνη περνούσε γερμανικό απόσπασμα 12 ανδρών από Άρβην εις Βιάννον.
Είχεν έλθει και από την Βιάννο εις Βαχόν ο Απόστολος Ψαρολογάκης και αφού έλαβε κι αυτός μέρος εις το πλούσιον συμπόσιον, μετά την λήξιν του συμποσίου, ώραν 2αν απογευματινήν της 1ης Ιανουρίου 1943 ανέλαβε και πήρε τον Ποδιά και Μπαντουβά από Χόνδρον, Κάτω Βιάννον και τον Παπά και τον Ζαμπετοχρήστο και τους πήγε εις το Σχοινιά εις του Ανδρέα Γαλανάκη την οικίαν.
Και αυτός την ίδια μέρα μετά τα μεσάνυκτα γύρισε στο σπίτι του, χωρίς να γνωρίζει κανείς εκ των φίλων και οικείων του πού είχε πάει…».