Κάθε φορά που βιώνουμε τις μεγάλες γιορτές, ακόμα και οι μη θερμοί περί την πίστη, δημιουργείται η ψυχική ευφορία και ανάταση για τη νίκη του Καλού έναντι του Κακού.

Η αίσθηση αυτή είναι προϊόν του παραδοσιακού χριστιανικού ουμανισμού, αλλά και του αρχέγονου δυτικο-ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Και οι δυο θεωρούν ότι το Κακό προέρχεται απλώς από ένα άσχημο ψυχισμό, που προσβάλλει στιγμιαία και θολώνει το νου και τη βούληση του ανθρώπου. Είναι, δηλαδή, παρέκβαση του Καλού, το οποίο όμως διαθέτει αιώνια αξία και φωτισμό.

Ο χριστιανικός ουμανισμός, εν πολλοίς, δηλαδή,  αρκείται στην ευδαίμονα ουράνια πόλη, παραθεωρώντας τα της γης, περιοριζόμενος στο: “ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν” (Προς Εβραίους, 13-14), αγνοώντας ότι οι αποστολικές επιστολές είχαν παραμυθητικό, παρηγορητικό λόγο στους πιστούς, εξαιτίας των διωγμών.

Από την άλλη, ο ουμανισμός του Διαφωτισμού, χωρίς μεταφυσικές αξιολογήσεις των πράξεων, μια και εναπόκειται στην ατομική ελευθερία και βούληση, αρκείται και αυτός  στη δυνατότητα κάθε ανθρώπου να απολαύσει τα αγαθά της επίγειας ζωής. Είναι, δηλαδή, ένας δρόμος που οδηγεί στον υπερκαταναλωτισμό του καλβινικού καπιταλισμού.

Με τις αντιλήψεις αυτές, στον μεν χριστιανικό ουμανισμό ξεχνιέται ότι “η βασιλεία του Θεού αρχίζει από τη γη και ολοκληρώνεται στον ουρανό”, κατά τον αγωνιστή παπα-Γιώργη Πυρουνάκη και τη Θεολογία της Επανάστασης. Δηλαδή, από την άποψη του Ι. Αυγουστίνου “de civitate dei”, την Πολιτεία του Θεού, που έχει ιδρυθεί επί γης και που θα ολοκληρωθεί κατά τη θεία βούλησή Του.

Τοιουτοτρόπως, λοιπόν, ξεχνιέται και το επί γης και αρκείται μόνο στην μεταθανάτια απόδοση δικαιοσύνης, που οδηγεί στην ουράνια ευδαιμονία. Με τον σύγχρονο, επίσης, “Διαφωτισμό”, δημιουργείται η ψευδεπίγραφος άποψη ότι η υλική απόλαυση, η συσσώρευση αγαθών, ο υπερ-καταναλωτισμός, ο πανσεξουαλισμός φέρνουν την ευτυχία στο άτομο, που θα το απαλλάξει ή θα το προφυλάξει, δήθεν, από τη μοναξιά, τη μελαγχολία και την κατάθλιψη, θα του προσφέρει, με άλλα λόγια, την επί γης ευτυχία.

Κάτι αντίστοιχο υπόσχεται και ο υλιστικός ευδαιμονισμός, προϊόν και αυτός του Διαφωτισμού, ότι, δηλαδή, η “δίκαιη” κατανομή και απόλαυση των επίγειων αγαθών θα  προσφέρει την “ευδαιμονία”, την υλική ευτυχία.

Αναφέρουμε, επίσης,  και τους διάφορους περιφερόμενους “γκουρού” της Ανατολής, που, με την αυθαιρεσία της “έκστασης”, οδηγούν το άτομο σε έναν απράγμονα πραγματισμό της ζωής, με τις υποσχόμενες “επίγειες” προσωπικές “Νιρβάνες”.

Θα καταλήγαμε, έτσι, απλώς, ότι όλα τα παραπάνω είναι εκδοχές μιας δήθεν ευδαιμονίας που έχει απομακρυνθεί από τις αρχές του αγωνιστικού πνεύματος του Χριστιανισμού και την ανθρωπιστική ιδεολογία της εποχής του Διαφωτισμού.

Έχει, όμως, λησμονηθεί, για τα επίγεια, η κλασική αρχαιοελληνική επιταγή από τον Επιτάφιο του Περικλή, ότι “το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον” (μτφρ: ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι).

Ότι, δηλαδή, τα δύο στοιχεία, “το ελεύθερον” και “το εύψυχον”, μπορούν να εξασφαλίσουν την ευδαιμονία επί γης, συνεπικουρούμενα, αυτεξουσίως και εκουσίως, και με τις αξίες της μεταφυσικής ή του Διαφωτισμού.

Στον παραδοσιακό ουμανισμό που γνωρίσαμε, ο προσωπικός αγώνας, βεβαίως, έχει σημασία και αξία, αλλά δεν είναι όμως αρκετός. Γιατί, την ευδαιμονία, όχι  μόνο του ατόμου ή  του προσώπου αλλά και του συνόλου, ως οργανωμένης κοινωνίας που αποτελείται από άτομα, την προσφέρει ή δύναται να την προσφέρει η κοινωνική δράση, το οργανωμένο κοινωνικό σύνολο, παραλλήλως με την ανάπτυξη του συναισθήματος, τον Ανθρωπισμό, την ενσυναίσθηση του προσώπου, την καλλιέργεια του έσω κόσμου, της ψυχής, διαμέσου της Τέχνης. Επίσης, με την αγάπη και τον σεβασμό προς τον “πλησίον”, στοιχεία που οδηγούν στην προσωπική και κοινωνική ελευθερία και ευδαιμονία.

Με “το εύδαιμον” και “το ελεύθερον” τονίζεται η αξία της κοινωνικής δράσης, γιατί σήμερα έχουμε την ψευδαίσθηση ότι εκείνοι που ‘’πράξαν” ή “που πράττουν το κακό’’ ή το πολιτικό έγκλημα, όποιας λογής, είναι παράσιτα ή ανώριμα όντα, δυστυχισμένα, που “ουκ οίδασι τι ποιούσι”, είναι μειοψηφίες που  έχουν, απλώς,  αρνηθεί και δεν πιστεύουν την αξία του αιώνιου Καλού, θρησκευτικού ή πολιτικού. Ως δυτική κοινωνία νομίζουμε λαθεμένα ότι οι κακοποιοί, κοινοί ή πολιτικοί εγκληματίες και μπαχαλάκηδες (δεν αναφερόμαστε στον πλανηθέντα και μετανοήσαντα), επειδή  δεν γνωρίζουν μεταφυσικές ή ανθρωπιστικές αξίες, γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορούν να δεχθούν το αιώνιο Καλό και το Αγαθό.

Μας διαφεύγει, όμως, ότι η άγνοια ή  προσωπική επιλογή τους, που τους οδηγεί στη διάπραξη του Κακού και την αδικία εις βάρος “του Άλλου”, τους οδηγούν, κατά την άποψή τους, στην ευδαιμονία, στην απόλαυση των επίγειων αγαθών, “ελαφρά τη καρδία”.

Γι’ αυτούς, εν επιγνώσει τους, ισχύει “ο θάνατός σου η ζωή μου”, πράγμα που αποτελεί τη στρατηγική τής προσωπικής τους “ελευθερίας”, για τη συσσώρευση και απόλαυση των υλικών αγαθών, εις βάρος των συνανθρώπων τους.

Αρνούνται, μ’ άλλα λόγια, να δουν τη ζωή με μεταφυσικές αξίες ή με τις αρχές του ουμανιστικού Διαφωτισμού, της Αδελφοσύνης, Ισότητας, Ελευθερίας, διαπράττοντας προσωπικά εγκλήματα ή πολέμους.

Χωρίς, λοιπόν, την κοινωνική δράση, το “ελεύθερον” και “εύψυχον” και την καλλιέργεια του ατόμου που σέβεται “το πρόσωπο του Άλλου”, χωρίς την ελευθερία, τον σεβασμό στον “πλησίον”, δημιουργούνται θύματα και, συνακόλουθα, η δήθεν “ηδονή” του σύγχρονου υπερ-καταναλωτισμού, το έγκλημα, η πολιτική ανελευθερία και οι πόλεμοι. Στερούν, δηλαδή, από τους ανθρώπους, από την κοινωνία , την οργανωμένη “Πολιτεία” ή την “Πόλιν του Θεού”, κατά τον Ιερό Αυγουστίνο, την πραγματική χαρά της ζωής.

*Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι επίτ. καθηγητής Ιστορίας  της ΠΑΕΑΚ- συγγραφέας