Η ειδησεογραφία δεν παύει να μας εκπλήσσει σε τακτά χρονικά διαστήματα, προς αμφότερες τις κατευθύνσεις, με όλα όσα έρχονται στο προσκήνιο και στη δημοσιότητα και αφορούν τις διακρατικές σχέσεις. Αυτό ισχύει περισσότερο και ειδικότερα για τον χώρο εντός της ευρωπαϊκής ένωσης, του οποίου αποτελούμε αναπόσπαστο τμήμα εδώ και δεκαετίες.
Για να εστιαστούμε, κάπως, η πλέον ενδιαφέρουσα εξέλιξη των τελευταίων εβδομάδων υπήρξε η παγκόσμιας εμβέλειας συμφωνία ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου και Αυστραλίας, η οποία μπορεί να μην αφορά αυστηρώς στα ευρωπαϊκά δρώμενα, αφού καμία χώρα δεν είναι μέλος της Ε.Ε., αλλά επηρεάζουν άμεσα τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της.
Έτσι διαφάνηκε πως η Γαλλία υπέστη μια σοβαρότατη διπλωματική ήττα πέρα από τις οικονομικές απώλειες των μεγάλων βιομηχανιών της, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο μετά την αποχώρησή του από τον σκληρό πυρήνα της γηραιάς ηπείρου κατάφερε και δρομολόγησε εν τινι μέτρω τις κρύφιες επιθυμίες του, υποβαθμίζοντας τον ρόλο της Ε.Ε. ως παγκόσμιου παίκτη, που να μπορεί δηλαδή να επηρεάσει ή να τροποποιήσει σθεναρά την υπάρχουσα και καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων.
Από αυτή την άποψη, ενδιαφέρον έχει λίγο μετά η σύναψη και υπογραφή της αμυντικής συμφωνίας μεταξύ της Γαλλίας και της Ελλάδας, μια ιστορικών διαστάσεων ενέργεια, η οποία θα σημαδέψει την αμυντική μας δομή και την εξωτερική μας πολιτική για αρκετές δεκαετίες, δίνοντας παράλληλα και έναν αέρα ψυχολογικής ανάτασης στην πόλη του φωτός μετά από το ισχυρό ράπισμα που δέχτηκε από τις τρεις αναφερόμενες χώρες.
Όμως, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ να τονίσουμε την χλιαρή έως ανεκτή αντιμετώπιση του θέματος της αμυντικής μας συμφωνίας με τη Γαλλία, από την πλευρά του Βερολίνου. Ίσως σε αυτό να συνετέλεσε η μεταβατική περίοδος που διάγει η χώρα αυτή, εν όψει της καινούργιας κυβέρνησης ή καλύτερα των κομμάτων που θα συνασπισθούν για να αποτελέσουν το κυβερνητικό επιτελείο της ισχυρότερης οικονομικά χώρας της ευρωζώνης.
Ίσως να μην ήθελαν βεβαίως να έρθουν σε ευθεία αντιπαράθεση με τους Αμερικανούς, αφού σε μεγάλο βαθμό η συμφωνία στην οποία αναφερόμαστε είχε την ευλογία της πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμης για λόγους ευνόητους. Άλλωστε το ενδιαφέρον των Αμερικανών μετατοπίστηκε τελευταία από το χώρο της Μεσογείου, πέρα μακρυά στον Ινδικό και Ειρηνικό αφήνοντας εσκεμμένα τη Γαλλία να παίξει τον δικό της ρόλο και να αναλάβει τα ηνία της Μεσογείου, σε ελεγχόμενο βέβαια βαθμό.
Έτσι ο νέος διάδοχος της Μέρκελ ο οποίος οσονούπω θα εγκατασταθεί στην καγκελαρία της Γερμανίας, θα έρθει αντιμέτωπος με σωρεία προβλημάτων που αφορούν την εξωτερική πολιτική όχι μόνον της Ε.Ε., αλλά και της ίδιας της χώρας του απέναντι στην ανερχόμενη, διπλωματικά και στρατιωτικά, χώρα της Γαλλίας. Ο λόγος προφανής.
Η Γερμανία επ’ ουδενί δεν επιθυμεί ούτε την πραγματική εμβάθυνση της Ε.Ε., ούτε την κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική της, για τους δικούς της φυσικά λόγους οι οποίοι πλέον είναι γνωστοί και οι σχετικές ενέργειές της προβλέψιμες. Το μόνο που την ενδιαφέρει, σε συνεχή βάση, είναι η δική της οικονομική αναβάθμιση και όχι όλα τ’ άλλα.
Αρνείται να συνεισφέρει οικονομικά σε όμορφες ιδέες περί κάποιας έστω μικρής δύναμης ευρωστρατού, στηριζόμενη έως τώρα κυρίως στο βορειοατλαντικό σύμφωνο. Περισσότερο ενδιαφέρεται για να διατηρήσει τις καλές σχέσεις της με τη Ρωσία, την Κίνα την Τουρκία και άλλες παραπλήσιες χώρες και σημαντικούς οικονομικούς εταίρους από τους οποίους ελπίζει σε σημαντικά κέρδη.
Έτσι μάλλον πρέπει να είμαστε αρκετά αφελείς να περιμένουμε ότι κάτι θα προχωρήσει στο θέμα της κοινής αμυντικής δομής της Ε.Ε., και στο νέο έτος το οποίο θα σημαδευτεί, πρώτον από τη νέα διακυβέρνηση της Γερμανίας και δεύτερο από την ανάληψη της προεδρίας της Ε.Ε. για το πρώτο εξάμηνο του 2022, από τη Γαλλία.
Η χώρα μας τελικά θα αποδειχτεί ότι πολύ ορθώς προχώρησε στην σύναψη αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία, η οποία σύντομα θα γίνει νόμος αμφοτέρων των κρατών, γιατί πάντα επικρέμαται ο κίνδυνος επαναφοράς της λιτότητας εντός της ευρωζώνης με δάκτυλο γερμανικό που θα φέρει σε πολύ άσχημη θέση την εξάσκηση της πολιτικής στην Ελλάδα, κάτι που θα εξακριβωθεί πολύ σύντομα με την επιλογή και ανάληψη των καθηκόντων του υπουργού των Οικονομικών στη Γερμανία.
Για την ώρα, η προσπάθεια της Αμερικής να τονίσει την αναγκαιότητα της Γαλλίας για την άμυνα της Δύσης, αναστηλώνοντας το πεσμένο της εγώ και την διπλωματική και οικονομική της ταπείνωση με την τοποθέτησή της σε ρόλο εποπτεύοντος την ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, μας ευνόησε κι αυτό είναι εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε.
Όλα τα άλλα έπονται! Κι αναφερόμαστε στην υποβόσκουσα κρίση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, στην οποία η χώρα μας θα βρεθεί αναγκαστικά πάλι στη μέση!
* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι χειρουργός, διευθυντής του χειρουργικού τομέα στο ΠΑΓΝΗ