Στην πολιτική, πάντα υπάρχει το διπλό παιγνίδι και οι κανόνες της επικοινωνίας για την παραγωγή πολιτικού λόγου.
Από τη μια ο πολιτικός λόγος που προϋποθέτει την παιδεία, την επίπονη επιμονή και την προσπάθεια για να παραχθεί. Από την άλλη ο πρόχειρος και χρησιμοθηρικός λόγος, που παράγεται και διατίθεται με τη μέθοδο του φανατισμού, την προπαγάνδα.
Ο πρώτος χρησιμοποιεί την πειθώ, τον επιστημονικό λόγο, το αίτιο και αποτέλεσμα, τα λογικά επιχειρήματα, ενεργοποιεί την κριτική σκέψη του πολίτη.
Αντιθέτως, η προπαγάνδα, με τα συνθήματά της, απευθύνεται στο θυμικό του πολίτη, τα συναισθήματα, την εννοιολογική στρέβλωση των λέξεων, με σκοπό να εξάψει τον φανατισμό του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνεται, αφού έχει αχρηστέψει την κριτική σκέψη του.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια είμαστε μάρτυρες από κείμενα, έντυπα και ηλεκτρονικά, προφορικού και γραπτού λόγου, που παράγονται υπό συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στη συνεργασία συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, αντιθετικών μεταξύ τους.
Πρόκειται για κείμενα, ιδίως ηλεκτρονικά (TV, Η/Υ και ραδιοφώνου) που έχουν σκοπό να χειραγωγήσουν τους πολίτες, να κατασκευάσουν και να διατηρήσουν ψηφοφόρους, εις βάρος των πολιτικών τους αντιπάλων.
Δηλαδή, συμβαίνει αυτό που λέει ο Θουκυδίδης στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου: «Την καθιερωμένη σημασία των λέξεων την ανταλλάξαμε με ό,τι θεωρούνταν ότι συνέφερε».
Είναι μία φράση που διαγράφει τη μέθοδο της πολιτικής εξαπάτησης και στην εποχή μας. Ενώ, δηλαδή, οι λέξεις έχουν μία καθιερωμένη έννοια, συγχρόνως, όμως, χρησιμοποιούνται στην πολιτική με διπλή έννοια, αφού η σκοπιμότητά τους δικαιολογεί μία δεύτερη σημασία, όχι την κατά φύσιν, αλλά την παρά φύσιν. Μπορεί, συνεπώς, με ευκολία «η αλήθεια» να αποκληθεί «μετά-αλήθεια» και το «όχι» να μετατραπεί σε «ναι», με μεγάλη ευκολία.
Στην κοινωνία υπάρχει, ευτυχώς, μια μειονότητα που γνωρίζει την πρωταρχική έννοια των λέξεων, στη φυσική έννοιά τους. Υπάρχουν, όμως, και άλλοι που μπορούν να τους δώσουν διαφορετική έννοια για λόγους σκοπιμότητας, μετατρέποντάς τις σε προπαγανδιστικό μήνυμα στη χρήση τους.
Οι λέξεις, παραδείγματος χάριν, Ελευθερία και Δημοκρατία, με την ίδια ευκολία και άνεση χρησιμοποιούνται «αορίστως πως» και από την προπαγάνδα και τα αυταρχικά καθεστώτα.
Χρειάζεται, λοιπόν, προσοχή και γνώση, για να μπορέσει ο πολίτης να ξεχωρίσει σ’ ένα μήνυμα, ηλεκτρονικό ή έντυπο, την πραγματική σημασία των λέξεων, του μηνύματος, από την προπαγανδιστική έννοια που τους προσδίδεται πλέον και από επαγγελματίες των Μ.Μ.Ε. σήμερα, ιδίως στα κοινωνικά δίκτυα.
Λέγεται, επί παραδείγματι, από πολιτικά χείλη και επαναλαμβάνουν τα «παπαγαλάκια» αντί του «οι συντάξεις θα κοπούν», το ότι «θα αφαιρεθεί ένα μέρος από τις συντάξεις».
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα για το πώς μπορεί να ξεχωρίσει ο πολίτης την πραγματική σημασία των λέξεων, σε αντίθεση με τη σκοπιμότητα, την πλάνη, την προπαγάνδα που υποτάσσει και υποδουλώνει τα πλήθη.
Για να επιτευχθεί αυτό, είναι απαραίτητο να γνωρίζει το τι είναι η προπαγάνδα. Κι αυτή είναι μία σκόπιμη προσπάθεια, για συγκεκριμένο σκοπό, να επηρεασθεί η γλώσσα των αντιπάλων με παραπλανητικά ερμηνευτικά γλωσσικά σχήματα, όπως είναι οι μεταφορές, σε μία γλώσσα που φαίνεται αντικειμενική και αμερόληπτη, ως δήθεν αποδεκτή γενικά ορολογία.
Χρησιμοποιεί, δηλαδή, η προπαγάνδα αφηρημένες έννοιες, όπως «δίκαιη ανάπτυξη», «ισοδύναμα μέτρα», με μια αοριστία και προβολή σημασίας που μπορεί να γίνει αποδεκτή χωρίς κριτική, λόγω της ασάφειας που περιέχει.
Η προπαγάνδα έχει, δηλαδή, μια δική της γλώσσα, ένα ιδιόλεκτο και χρησιμοποιείται από πολιτικά κόμματα, ενίοτε θρησκευτικές ομάδες, όπως τους τζιχαντιστές, ή φράξιες ταξικές.
Έτσι, παρατηρούμε να προβάλλονται στερεότυπα και ξεχωριστοί γλωσσικοί κώδικες επικοινωνίας, ένα σπάσιμο της γλώσσας σε γλώσσα προπαγάνδας που διαστρεβλώνει και καταστρέφει τη γλώσσα, τη συμπεφωνημένη και καθομιλουμένη.
Γι’ αυτό παρατηρούμε ότι ο πολιτικός λόγος που χρησιμοποιεί την πειθώ, ο επιστημονικός, ο συμπεφωνημένος, αδυνατεί να αντιπαρατεθεί στον λόγο του λαϊκισμού και της προπαγάνδας.
Γιατί ο λαϊκισμός χρησιμοποιεί διαφορετικό, ιδιόλεκτο γλωσσικό κώδικα, διαρκώς μεταβαλλόμενο.
Ο λόγος της πειθούς είναι «μετά-λόγος», λογικός, της προπαγάνδας και του λαϊκισμού, είναι «ά-λογος» και παράλογος, που αποσκοπεί στην έξαψη του φανατισμού και τον διχασμό των πολιτών.
Ο λόγος της πειθούς είναι επαρκής και αυτάρκης, ο άλλος της προπαγάνδας χρησιμοποιεί, επιπροσθέτως, τις ύβρεις, το ψεύδος και επιχαίρει, εξευτελίζοντας τους πολιτικούς αντιπάλους, με συνθήματα που διχάζουν, με παροχολογίες και υποσχέσεις του «μετά», δηλαδή του δήθεν μελλοντικού, ουτοπικού «παραδείσου», που όλο έρχεται.
Έτσι, ο οπαδός πελαγοδρομεί μέσα στον φανατισμό και πολιτικά καταλήγει να είναι έρμαιο και δούλος στην εξουσία του λαϊκισμού και της προπαγάνδας.
* Ο Αντώνης Σανουδάκης- Σανούδος είναι καθηγητής Ιστορίας της Π.Α.Ε.Α.Κ-συγγραφέας.