Τα πρώτα ερεθίσματα ανανέωσης του ελληνικού ενδιαφέροντος για το «Μακεδονικό» προήλθαν από καταγγελίες των άλλοτε συστημικών κομμάτων, πως η παρούσα κυβέρνηση ασκεί μυστική διπλωματία κάνοντας συζητήσεις χωρίς να ξέρουν αν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων. Δύο άλλες πρόσφατες εξελίξεις στο ίδιο ζήτημα με εμπλοκή άμεσων γειτόνων μας τα άφησε ασυγκίνητα. Αναφέρομαι σε αποφάσεις των κυβερνήσεων Σερβίας και Βουλγαρίας.
Η μεν πρώτη ακύρωσε προηγούμενη αναγνώριση του κράτους ως «Μακεδονία», ενώ η Βουλγαρία που επίσης την έχει αναγνωρίσει επί των ημερών τους, δήλωσε τώρα ότι ως προεδρεύουσα της ΕΕ δεν θα κάνει χρήση του όρου «Δημοκρατία της Μακεδονίας» κατά τη θητεία της στην προεδρία.
Αυτή η μεταστροφή ήταν το μόνο δείγμα σεβασμού προς την Ελλάδα κατά τη διάρκεια χειρισμού του «Μακεδονικού» ζητήματος για 25 χρόνια από τα συστημικά κόμματα, που προκάλεσαν περιφρόνηση των εθνικών μας επιλογών και αναγνώριση του γειτονικού κράτους, όχι με βάση τις διπλωματικές τους επιλογές, αλλά σκέτο το απαγορευτικό για εμάς συστατικό του όνομα.
Δεν το αναγνώρισαν μόνο εχθρικά διακείμενες προς την Ελλάδα χώρες, αλλά η πλειοψηφία των κρατών του ΟΗΕ με τα πιο φιλικά συμμαχικά μας κράτη στην πρωτοπορία. Η αποσιώπηση της επιτυχίας εκείνης είναι, άραγε, διότι βάζουν πάνω από το εθνικό το στενό τους κομματικό συμφέρον; Αυτό και άλλα ανάλογα ερωτήματα θα εξετασθούν στα επόμενα και θα αξιολογηθούν.
Η ουσιαστική επανεμφάνιση του «Μακεδονικού» ζητήματος κυοφορήθηκε το 2016, όταν ισχυρά κράτη του κόσμου ανταποκρίθηκαν στο κοινό αίσθημα της συντριπτικής πλειοψηφίας κατοίκων της FYROM, που αντιτάσσονταν στις επιδιώξεις της τότε εθνικιστικής ηγεσίας να υφαρπάξει με εκλογικά πραξικοπήματα τη λαϊκή ψήφο.
Ακόμη και μετά την ιστορική κοινοβουλευτική ανατροπή που έγινε στα τέλη του 2016, αρνιόταν, τότε, η εθνικιστική ανθελληνική ηγεσία να επιτρέψει εφαρμογή των συνταγματικών κανόνων που οδήγησαν τελικά στη σύσταση νέας τρικομματικής Κυβέρνησης. Η ΕΕ, που εύλογα επιδιώκει την αποτροπή τριβών και αναφλέξεων στα σύνορά της, τάχθηκε υπέρ της συνταγματικής σταθερότητας και της εξεύρεσης λύσεων ειρηνικής συνύπαρξης εντός του συγκεκριμένου κρατιδίου και με τους γείτονές του.
Πού βρίσκεται το συμφέρον της Ελλάδας στο διαμορφωμένο αυτό ευρωπαϊκό τοπίο; Εξυπηρετεί τη χώρα μας η διαιώνιση διεθνών εκκρεμοτήτων, αντί της αναζήτησης ομαλών συναλλαγών και όρων καλής γειτονίας με τη σύσφιγξη σχέσεων με την πλειοψηφία του γειτονικού λαού; Το κύριο πλαίσιο διαβούλευσης διαμορφώθηκε προ πολλού για τη χώρα μας από τα συστημικά κόμματα μέσα στα όργανα του ΟΗΕ υπό τον Νίμιτς.
Συνάδει με τα συμφέροντα της χώρας μας και την ασφάλειά της η υποδαύλιση των ακραίων εθνικιστών της FYROM από κύκλους της χώρας μας που προβάλλουν ελληνικές αλυτρωτικές βλέψεις; Σε τελική ανάλυση, δε, ποιοι συμπολίτες μας πιστεύουν ότι υπάρχει ίχνος ειλικρίνειας στις κατηγορίες για μυστική διπλωματία από τους κύκλους που χειριζόταν προηγού- μενα το θέμα; Εξ ορισμού η διπλωματία είναι μια διακρατική ανταλλαγή θέσεων και αντιλήψεων.
Αν οι κατήγοροι της διαπραγμάτευσης είναι οπαδοί των ανοιχτών διαβουλεύσεων, θα μπορούσαν να εξηγήσουν στις συζητήσεις για το Κυπριακό γιατί δεν έβαλαν ποτέ μέχρι το 2017 θέμα απομάκρυνσης των στρατευμάτων κατοχής; Μήπως θεωρεί κανείς δείγμα ορθής διπλωματίας την ανατροπή από τον Σαμαρά της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη με επίκεντρο τους χειρισμούς της στο Σκοπιανό;
Εσωτερικές ίντριγκες
Όλοι οι Έλληνες έχουμε βιώσει με σκληρές επιπτώσεις σε βάρος των συμφερόντων της χώρας ότι στον κεντρικό πυρήνα των εγχώριων αντιπαραθέσεων για το «Μακεδονικό» βρίσκονται έντονοι ανταγωνισμοί με το βλέμμα στην εξουσία της παράταξης της δεξιάς. Τέτοιος είναι ο χαρακτήρας των τριβών μεταξύ τους, ώστε αποτέλεσε το επίκεντρο ιστορικού συμβιβασμού η ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη ελέω Σαμαρά στην ηγεσία της Ν.Δ.
Επιτεύχθηκε η συμφιλίωση, ασφαλώς, σαν εκδήλωση της γνωστής τους περιφρόνησης για την «καρέκλα». Μπορεί να καθοδηγούνται από τέτοιες ανομολόγητες σκοπιμότητες το μέλλον της χώρας οι τύχες του ελληνικού λαού και η δημιουργική του παρουσία που ήδη διανοίγονται στο διεθνές πεδίο συνεργασίας και συνύπαρξης για υπέρβαση της ελληνικής κρίσης;
Στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν για τις διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο χωρών, η μεν FYROM είναι υποχρεωμένη τώρα να υποχωρήσει καθοριστικά από παλιές επιτυχίες έναντι της Ελλάδας, ενώ η χώρα μας δεν έχει άλλη προοπτική παρά να πετύχει κέρδη σε εύλογες ιστορικές αναφορές και την ασφάλειά της. Όχι μόνο η στάση της Σερβίας και της Βουλγαρίας προδικάζουν αυτές τις προοπτικές, αλλά και ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ που δημόσια ενημέρωσε τη Βουλή και την ηγεσία της γειτονικής χώρας ότι η ένταξή τους στη συμμαχία αποκλείεται δίχως συμφιλίωση με την Ελλάδα.
Η γειτονική μας χώρα βρίσκεται σε κλοιό, όχι βέβαια για να υποχωρήσει σε παράλογες απαιτήσεις και να αυτομαστιγωθεί, αλλά να ευθυγραμμισθεί με τους κανόνες της καλής γειτονίας. Οι Σκοπιανοί θα χάσουν κατά την πρόοδο των συζητήσεων την αναγνώριση που πέτυχαν από την πλειοψηφία των κρατών, όπως και κάθε παράλογη, αλυτρωτική ρητορεία που είχαν εκθρέψει από την καθημερινότητά τους ως το σύνταγμα.
Κι όμως, μ’ αυτούς τους όρους να διαγράφονται, δεν κινητοποιούνται σήμερα οι εθνικιστές στα Σκόπια, αλλά παρακινούνται οι Έλληνες από τους χουντικούς «σωτήρες» της Κύπρου και τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς άλλων παραγόντων της δεξιάς, πως δήθεν διακυβεύονται ελληνικά συμφέροντα.
Η στάση αυτή που σήμερα διαπιστώνεται επαναφέρει δυστυχώς παλιές και δοκιμασμένες πρακτικές στη χώρα, που μετατρέπονται ύψιστα ζητήματα της κρατικής μας ασφάλειας σε διαπαραταξακές και ενδοπαραταξιακές έριδες. Κανένα άλλο πολιτισμένο κράτος δε γλιστρά με τέτοια ευκολία σε παρόμοιες πεπονόφλουδες που οδήγησαν την Ελλάδα την επομένη πολεμικών νικών να βιώνει εσωτερικές καταστροφές, συρρίκνωση, όπως πρόσφατα στο Κυπριακό, και σε υποχώρηση των λαϊκών συμφερόντων.
Πόσο πειστικοί νομίζουν πως ακούγονται θεσμικοί κύκλοι που εμφανίζονται να αντιδρούν αγανακτισμένοι με όσα επί δεκαετίες είχαν αποδεχτεί και «κατάπιναν»; Σήμερα ο ελληνικός λαός έχει και τη μόρφωση και την ιστορική εμπειρία να απορρίψει παρόμοιου τύπου τερτίπια. Η χώρα μας βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μοναδική ευκαιρία να διασφαλίσει τα νώτα της απέναντι σε έναν κίνδυνο πραγματικό, ορατό και μεγάλο, που αφέθηκε να ξεφύγει από κάθε δυνατότητα διακρατικής αυτοσυγκράτησης και εξισορρόπησης ισχύος.
Είναι βέβαιο πως οι υπεύθυνοι πολίτες αυτής της χώρας θα επιδιώξουν τη θωράκιση απέναντι σ’ αυτό τον κίνδυνο λύνοντας άλλα προβλήματα εντός της Βαλκανικής που επιτέλους έχουμε τώρα την ευκαιρία να ευθυγραμμίσουμε με τις δίκαιες και λογικές απαιτήσεις που επιβάλλει η φιλική μας συνύπαρξη. Η υπονόμευση μιας τέτοιας προοπτικής αντιλαμβάνονται όλοι οι Έλληνες ότι συνιστά έγκλημα κατά του μέλλοντος της χώρας.
*Ο Νίκος Λεβεντάκης είναι μηχανικός