Σε υψηλούς τόνους συνεχίζεται η αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας, καθότι το ήδη βαρύ κλίμα επιβαρύνθηκε περαιτέρω, μετά την έναρξη των γεωτρήσεων στην κυπριακή ΑΟΖ, που έχει προκαλέσει  την οργίλη αντίδραση της Άγκυρας, καθώς διαπιστώνει την απομόνωσή της από τη διεθνή κοινότητα, ιδιαίτερα στον νευραλγικό τομέα της ενέργειας.

Οι προκλητικές δηλώσεις του Ερντογάν  ξεπέρασαν  κάθε προηγούμενο, μιλώντας για “ριψοκίνδυνη συμπεριφορά της Ελλάδας”, όσον αφορά τις έρευνες για τους υδρογονάνθρακες, κατονομάζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία “Νότια Κύπρο” και αναφερόμενος στο Διεθνές Δίκαιο, όπως βέβαια το ερμηνεύει, αυθαίρετα, τονίζοντας ότι η Τουρκία θα διεκδικήσει μέχρι τέλους τα δικαιώματά της.

Τα όλο σκηνικό, βέβαια, δεν είναι καινούργιο. Το 2013, σε επίσκεψή του  στην Αθήνα, ο Τούρκος υπουργός Επικρατείας,  Εγκεμεν Μπαγίς, επικεφαλής των διαπραγματεύσεων Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης,  πρότεινε στην Ελληνική πλευρά: “Να γίνουμε συνέταιροι στο Αιγαίο”, “να φτιάξουμε πλατφόρμες πετρελαίου και αυτές να γίνουν πλατφόρμες ειρηνικής επίλυσης των διαφορών μας”.

Δεν χρειάζεται, μετά από αυτή την απροκάλυπτη πρόταση των Τούρκων προς την Ελλάδα για συνεκμετάλλευση των πετρελαίων του Αιγαίου, πολλή σκέψη για να συμπεράνει κάποιος  ότι οι  απειλές  του Ερντογάν, οι συνεχείς παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας από τούρκικα μαχητικά αεροπλάνα κ.λπ. έχουν οικονομικά κυρίως κίνητρα και συνιστούν ωμό εκβιασμό. Η ελληνική πλευρά, βέβαια, διαχρονικά απορρίπτει σθεναρά τις  προτάσεις αυτές της Τουρκίας.

Είναι φανερό ότι οι γείτονές μας εκμεταλλεύονται τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας μας, που στενάζει μέσα στη “θηλιά” του Δ.Ν.Τ., θεωρώντας ότι θα υποκύψουμε στις “σειρήνες”  της συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου, από την αδήριτη ανάγκη κάλυψης του δημόσιου χρέους  και ελλείμματος από τα έσοδα εμπορίας του υπό εξόρυξη πετρελαίου… Η πρόταση αυτή φαντάζει οικονομικά μεν δελεαστική, μέσα στη δυσμενή οικονομική συγκυρία, σαν μοναδικός τρόπος ουσιαστικής εξόδου από την κρίση, αλλά από εθνική άποψη, σε περίπτωση άκριτης και  επιπόλαιας  αποδοχής της, μπορεί να λάβει διαστάσεις εθνικής μειοδοσίας…

Η “προϊστορία” των ερευνών για  εξεύρεση πετρελαίου στον ελλαδικό χώρο πηγαίνει πολύ πίσω στον χρόνο. Το 1969 αρχίζουν οι έρευνες στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο με άδειες που δόθηκαν σε εταιρείες, όπως η Texaco, η Chevron, η ADA Oil κ.ά. Το 1970 η αμερικανική Oceanic εξασφαλίζει άδεια για έρευνα στο Θρακικό Πέλαγος σε έκταση 8.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Στα τέλη του 1973, η εταιρεία ανακαλύπτει τα πρώτα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα δυτικά της Θάσου, που είναι γνωστά ως τα κοιτάσματα του Πρίνου και της Νότιας Καβάλας, με έκταση 141 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Σε μία ευρύτερη περιοχή έκτασης 1.559 τετραγωνικών χιλιομέτρων, οι έρευνες πάγωσαν, αφού βρίσκεται εντός της αμφισβητούμενης από την Άγκυρα ζώνης.

Τότε  ιδρύθηκε  η Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου, με σκοπό την ανάπτυξη της βιομηχανίας πετρελαίου στην Ελλάδα, ενώ συστήνεται η κοινοπραξία NAPC (Northern Aegean Petroleum Company), με σκοπό τη συνέχιση των ερευνών. Η εταιρεία, μετά από 18 γεωτρήσεις, το 1999 αποχωρεί από το Β. Αιγαίο και η περιοχή παραχωρείται από το ελληνικό Υπουργείο Ανάπτυξης στην κοινοπραξία Kavala Oil (67% ευρωτεχνική και 33% ο συνεταιρισμός των εργαζομένων).

Σε ό,τι αφορά τα ΕΛΠΕ από την ίδρυσή τους το 1975 (ως Δ.Ε.Π. – Δημόσια Εταιρεία Πετρελαίου) έχουν πραγματοποιήσει πάνω από 70 γεωτρήσεις. Από το 1981, που άρχισε συστηματικά η εξόρυξη αργού πετρελαίου στον Πρίνο, το κοίτασμα έχει «δώσει» 120 εκ. βαρέλια πετρελαίου, με αποκορύφωμα την τριετία 1983-85, που παρήγαγε 26-30.000 βαρέλια ημερησίως και κάλυπτε σχεδόν το 13% της κατανάλωσης στην Ελλάδα (τότε η χώρα κατανάλωνε 200.000 βαρέλια ημερησίως).

Σήμερα ο Πρίνος δίνει μικρές ποσότητες πετρελαίου χαμηλής ποιότητας και τιμής, λόγω υψηλής περιεκτικότητας σε θείο, ενώ όλοι συμφωνούν ότι το κοίτασμα εξαντλείται. Στο Αιγαίο, έπειτα από έρευνες, ειδικά σε δύο περιοχές, υπάρχει πετρέλαιο,  το οποίο μπορεί να καλύψει ακόμη και το σύνολο των αναγκών της χώρας.

Είναι γνωστό ότι το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας παραμένει το σημαντικότερο ελληνοτουρκικό πρόβλημα και η μόνη νομικής φύσεως διαφορά που επισήμως δέχεται η ελληνική πλευρά. Η Τουρκία θεωρεί ότι έχει δικαιώματα υφαλοκρηπίδας δυτικά των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.

Αν κάτι τέτοιο ίσχυε, τα νησιά θα εγκλωβίζονταν σε μία ζώνη τουρκικής δικαιοδοσίας. Η Ελλάδα αναγνωρίζει τη νομική φύση του ζητήματος, αντίθετα με την Άγκυρα, που επιδιώκει να το αναγάγει σε πολιτικό πρόβλημα. Η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου δημιουργήθηκε λίγο μετά την ανακάλυψη εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων πετρελαίου στον Πρίνο.

Όπως σαφώς προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τη σχετική νομολογία (Σύμβαση της Γενεύης 1958, Σύμβαση 1982 Ην. Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, Απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας 1969), τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους νομικά ισχυρισμούς της Τουρκίας.

Το πρόβλημα παραλίγο να οδηγήσει σε ένοπλη σύρραξη Ελλάδος – Τουρκίας το 1987, όταν το τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος «Σισμίκ», συνοδεία πολεμικών πλοίων, προσπάθησε να διεξαγάγει έρευνες σε μικρή απόσταση από την αιγιαλίτιδα ζώνη των ελληνικών νησιών, που αποσοβήθηκε, λόγω της σθεναρής στάσης της ελληνικής κυβέρνησης.

Με την τιμή του «μαύρου χρυσού» να έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα, είναι φυσικό οι πολυεθνικοί κολοσσοί του πετρελαίου να αναζητούν λύσεις. Κοιτάσματα, των οποίων η άντληση μέχρι σήμερα θεωρούνταν ασύμφορη, επανεξετάζονται από τις εταιρείες και οι έρευνες εντείνονται. Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου έχει αναβαθμίσει τα κοιτάσματα που ενδεχομένως υπάρχουν στην Ελλάδα. Ειδικοί συμπεραίνουν ότι ορισμένες περιοχές, των οποίων η Άγκυρα αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία, πρέπει να έχουν και τις περισσότερες πιθανότητες να διαθέτουν αξιοποιήσιμα κοιτάσματα πετρελαίου.

Απαιτείται, λοιπόν, ιδιαίτερη προσοχή, εθνική ομοψυχία και επαγρύπνηση, καθώς και συναίνεση του πολιτικού κόσμου, ώστε ελεύθερα να επιλεγεί τελικά η πλέον συμφέρουσα για τη χώρα μας και ειρηνική, κατά το δυνατόν, επίλυση των όποιων διαφορών μας με τη γείτονα.