Εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα, ο ορίζοντας της κρητικής αμφιλύκης όπως αποκαλυπτόταν στην κάθοδο του πρωινού αεροπλάνου της Aegean προς το αεροδρόμιο «Νίκος Καζαντζάκης» ήταν μοναδικός. Λες και τούτος κανακιζόταν στα χρώματα μιας αλλιώτικης πυρόξανθης μέρας που έβλεπες να φωτοξεπουλιάζει από τα ανατολικά ακρόπρωρα του νησιού.
Η Κρήτη, η μακρόστενη γη στη Μεσόγειο, αποταυριζόταν κι εκείνη και ξετσιμπλιαζόταν στο πρωινό αντιφέγγισμα της μέρας. Μόνο κάποιες συστάδες από νέφη στεφάνωναν τις ψηλές της μαδάρες. Το μάτι έπεσε απ’ αυτό το ύψος στην παλιά μπεντενογυρισμένη πόλη του Μεγάλου Κάστρου.
Κι εκείνο ακόμη μέσα στο ροχαλητό και τη γλυκιά νάρκη των πρωινών φευγαλέων ονείρων. Τα νυχτερινά φώτα δεν είχαν παραδοθεί ακόμη στη μέρα που ολοένα και ξεχύνονταν από τ’ ανατολικά.
-«Βλέπεις τον προμαχώνα του Μαρτινένγκο; Διαγράφεται ξεκάθαρα»! Μου λέει ο καλός φίλος που επιστρέφαμε από κοινό επαγγελματικό ταξίδι… «Ο κύβος ερρίφθη» μου λέει επιτακτικά και με στόμφο. «Αντί να πάμε για καφέ και μπογάτσα στου Κιρκόρ στα Λιοντάρια, θα πάμε στον τάφο του Καζαντζάκη! Πες ‘το …πρωινή κουζουλάδα»!
-«Μου αρέσουν τούτες οι πρωινές ψυχωφελείς κουζουλάδες», του αποκρίθηκα συμφωνώντας.
Έτσι σε λίγη ώρα με ευκολία παρκάραμε το αυτοκίνητο στην πολύπαθη Νικ. Πλαστήρα και πήραμε ν’ ανεβαίνουμε την οδό Χρυσούλας Τζομπανάκη (ευτυχώς σωστό οδωνύμιο, στο σωστό τόπο…) και τα σκαλιά για ν’ ανέβουμε στον τάφο του Δασκάλου! Η μέρα φώτιζε όλο και πιο πολύ, και τα κοκόρια του Μεγάλου Κάστρου δίνανε το ένα τ’ αλλονού σύνθημα. Καλούσανε τους Καστρινούς ν’ αφήσουνε τα ζεστά στρωσίδια τους και να πάνε στο σκληρό μεροκάματο του πληκτρολογίου.
-«Περίεργο, αλλά είναι η πρώτη φορά που σε κάνουν να νοιώθεις ότι αυτά τα σκαλιά σε ανεβάζουν στον ουρανό, δινοντάς σου μια απότομη σπρωξιά από τη γη», μου σχολίασε ο φίλος.
Γέλασα δίχως να αποκριθώ, μα η έκπληξη ήταν αλλού. Μόλις πατάγαμε στο γκαζόν και ήμασταν κατά πρόσωπο με το λιτό τάφο, κάτι σαν ένα φάντασμα, σαν ένα αερικό που διέγραφε μια ανθρώπινη φιγούρα παλιού γενειοφόρου πολεμιστή, έστεκε κατακούτελα μπροστά στον τάφο. Ακριβώς απέναντι από τον ξύλινο σταυρό. Ήταν απίστευτο! Έβλεπες ξεκάθαρα ότι ήταν η σκιά του τελευταίου Αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου!
Όλα ήταν μια ασπρόμαυρη ψηλαφητή οπτασία που διαγραφόταν ολοφάνερα, ένα σκηνικό που δεν έβγαινε από όνειρο, αλλά από το ξύπνιο σου. Μπορούσες να δεις και το κοφτερό σπαθί του που το κράδαινε ενώπιον του ξύλινου Σταυρού, αλλά πιο πολύ ενώπιον του Μεγάλου Κάστρου! Κι ακούγονταν σαν αποκαλυπτικοί οι διάλογοι… Κι εμείς άφωνοι και φοβισμένοι, κρυφτήκαμε γρήγορα πίσω από τους μεγάλους φοίνικες για να μην φαινόμαστε και να ακούμε τους ομιλητές…
– «Λοιπόν Βασιλιά μου, έμαθα ότι οι πρωτοκεφαλάδες του Μεγάλου Κάστρου, Κλήρος και Λαός, σου στήνουν ανδριάντα για να κρατάς τα γκέμια των Καιρών!
Μα ως φαίνεται, φοβούνται την κόψη της σπάθας σου και το ξανασκέφτηκαν! Πάνε πάνω από δυόμισι χρόνους που το πρωτόπανε οι Άγιοι Πατέρες. Κι έκτοτε τσιμουδιά… Και κρυφογελώ καμιά φορά που το σκέφτομαι! Μα δεν το καταλαβαίνω, γιατί σε μένα τώρα τελευταία, τούτοι ξεκίνησαν τις γονυκλισίες! Ας είναι! Κοιτάζω τη βασιλική κορώνα σου ύστερα από τόσους αιώνες, και τούτη εξακολουθεί να μου μοιάζει πιότερο με ακάνθινο στεφάνι. Μα αν το καλοσκεφτείς, το αληθινό στεφάνι του κάθε ανθρώπου ακάνθινο δεν είναι Βασιλιά μου;».
– «Ώρα καλή μας Δάσκαλε. Καλή είναι η παρέα μας κάθε τόσο που ροζονάρουμε από εδώ ψηλά. Κι οι δυο μας ταχθήκαμε για να φυλάμε σκοπιά σε προμαχώνες και μπεντένια. Εγώ στην Πόλη, εσύ στο Μεγάλο Κάστρο κι όλη την Οικουμένη. Μα να που τα τείχη της ψυχής είναι πιο επικίνδυνα, πιο αψηλά… Πεντάρφανος και μοναχός είσαι του λόγου σου μαθές, γιατί με τις γονυκλισίες που σου κάνουνε τελευταία, θέλουνε να στρογγυλέψουνε τη λεπίδα της πένας και του Λόγου σου… Να μην την εξηγούνε τόσο κοφτερή, να σε βάλουνε λαστιχένια καρικατούρα σε χωμάτινα κελάρια…
Θυμούμαι τότε πέρα στο Μυστρά, που οι Δεσποτάδες μέσ’ στου Γενάρη τη βροχή και την κατάχνια, με στεφανώναν Αυτοκράτορα. Κι εσύ Δάσκαλε με ρώτησες: «Τόσο βαριά χλωμός γιατί ‘σαι και θλιμμένος Κωνσταντίνε;» Κι εγώ πικρά χαμογελώντας σου αποκρίθηκα: «Εγώ την Πόλη δεν παντρεύομαι και Γάμος δεν είν’ τούτος Καζαντζάκη και στεφάνωμα, αλλά σε ξόδι ανέλπιστο με κάλεσεν η Μοίρα». Τ’ αναλογιέμαι τούτο το πρωινό Δάσκαλε και τρέμω…».
– «Μείναμε τώρα πια μονάχοι Βασιλιά μου» έβγαινε βραχνή κι αδύναμη η φωνή του Καζαντζάκη μέσα από τους αρμούς από τις γωνιασμένες μαύρες σιδερόπετρες του τάφου του. «Σωπάσανε οι μεγαλομάτες Κυρές, οι ψυχές μας, αφού οι πόλεις μας κι οι δυο άδειασαν μέσα μας. Κι η Πόλη και ο Χάνδακας γκρεμίστηκαν! Κι αυτός ο Καπετάνιος, ο Μηνάς ο κακομοίρης, τι να πρωτοπρολάβει; Την πόλη του βλέπω να γκρεμίζεται κι αυτός πέρα το χέρι του τραβά να την κρατήσει όρθια απ’ την άβυσσο.
Σαν τη δική Σου Δέσποινα, που σώπασε, κι απόστρεψε το πρόσωπό Της απ’ το Βόσπορο. Τα λέγαμε και με το Καπετάνιο το Μηνά του Κάστρου εψές. Κι εκείνος πια να σώσει δεν μπορεί την πόλη του. Κι εκείνος δίνει μια σπιρουνιά στο άτι του και καλπάζει για να μη βλέπει… Παίρνει και το βούρδουλα μαζί γιατί δεν ξέρει αν τον αφήσει από πού ν’ αρχίσει Βασιλιά μου»!
– «Και τώρα μες στην άκρα απελπισιά τι μας απέμεινε Δάσκαλε, λες, να κάνουμε»;
– «Την περηφάνια, την τιμή και την αξιοπρέπεια τ’ Ανθρώπου να κρατήσουμε! Γλάστρες μη γίνουμε στη φτήνια και την παρακμή Δραγάση Κωνσταντίνε Αυτοκράτορα»!
Κείνη τη στιγμή ακούστηκαν οι πρωινές καμπάνες του Όρθρου πέρα κατά τον Άγιο Μηνά. Ένα σμήνος από φοβισμένα περιστέρια ξεχύνονταν από τον τρούλο του και ερχόντουσαν κοπάδι ίσια κατά το Μαρτινένγκο. Τα ‘στελνε ο Καπετάνιος του Μεγάλου Κάστρου που υπόγραφε κι εκείνος και μηνούσε με τον τρόπο του, τους πρωινούς διαλόγους στον προμαχώνα. Η φτήνια και η παρακμή, θέλουν δύναμη να τις αντέξεις…