Η καταγωγή του αμπελιού ως φυτού, είναι παλαιότερη του ανθρώπου. Από τις πολικές χώρες, προ των παγετώνων, μετατοπίσθηκαν σε περιοχές με εύκρατο κλίμα και κυρίως στον Καύκασο που θεωρείται η πατρίδα τους, στη Μεσοποταμία και στην αρχαία Αίγυπτο. Τουλάχιστον 2000 χρόνια π.Χ. ξεκίνησε η παρασκευή κρασιού. Η αρχαιότερη νομοθεσία για το κρασί γράφτηκε το 1700 π.Χ. από τον Βαβυλώνιο Βασιλιά Χαμουραμπί.
Το κρασί για μας τους Έλληνες, εκτός του ότι συμπεριλαμβάνεται στα πέντε βασικά στοιχεία της διατροφής μας μαζί με το νερό, το αλάτι, το λάδι και τα δημητριακά (ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό) συνδέθηκε στενά και με τον πολιτισμό και με τη θρησκεία μας.
Οι Έλληνες στα συμπόσια συνήθιζαν να πίνουν το κρασί αναμεμειγμένο με νερό (κεκραμένο). Από την «κράσιν», δηλαδή την ανάμειξη, προήλθε και η λέξη «κρασί». Το κρασί χωρίς νερό ονομαζόταν άκρατος οίνος.
Θεός του αμπελιού για τους αρχαίους ήταν ο Διόνυσος, ο οποίος απήχθη από Ετρούσκους πειρατές στο δρόμο του για την Ιταλία. Φανέρωσε όμως τη θεϊκή του υπόσταση φυτεύοντας μέσα στο πλοίο ένα αμπέλι, που αναρριχήθηκε στο κατάρτι, και μετατρέποντας τους πειρατές σε δελφίνια.
Τα συμπόσια, που γίνονταν με πόση κρασιού αραιωμένου με νερό, ήταν ευκαιρία για πνευματικές συζητήσεις και ανταλλαγή ιδεών. (Ο κλάδος της αμπέλου λέγεται κλήμα, επειδή κατά το κλάδεμα βγάζει υγρό σαν το δάκρυ (από το κλαίω> κλάμα, κλήμα) απ’ όπου και κληματαριά. Η λέξη άμπελος προέρχεται από το ανα-πέλω = εγείρομαι (εδώ το αμπέλι αναγεννάται την ανοιξη από χειμερία νάρκη),
Μια πρώτη προσέγγιση της ετυμολογίας των ονομάτων κρητικών ποικιλιών αμπέλου και η «αποκρυπτογράφησης» τους είναι η παρακάτω:
- ΑΚΙΚΙ: Δεκτή η ετυμολογία το ότι παραπέμπει στον ημιπολύτιμο λίθο ΑΧΑΤΗ, (ΑΚΙΚ=ΑΧΑΤΗΣ στην τουρκική γλώσσα), λόγω των αντίστοιχων κόκκινων, πράσινων και χρυσαφί αποχρώσεων του.
- ΠΛΥΤΟ: Στην δημοτική, την καθομιλουμένη είναι σύνηθες να λέμε εκφράσεις όπως: λυτός ο σκύλος =λυμένος ο σκύλος, από το ρ. λύνω, συρτό τον κουβάλησαν τον μεθυσμένο= δηλ. συρμένο, από το ρ. σύρω, ραφτό είναι το κοστούμι, ραμμένο,από το ρ. ράβω, Κτιστό ήταν το καλύβι =δηλ. κτισμένο.
Άρα, κατά αναλογία, το ΠΛΥΤΟ σημαίνει πλυμένο, πιθανά για να τονιστεί η στιλπνότητα του, που δίδει την όψη του καθαρού, του πλυμένου.
- ΑΚΟΜΙΝΑΤΟ:
Στην ιταλική γλώσσα acοmmiato σημαίνει αποχαιρετισμός.
Πιθανά εννοεί το όψιμο σταφύλι που η ωρίμανση του, συμπίπτει με το τέλος της εποχής των σταφυλιών, σαν να αποχαιρετά την φετινή σεζόν…
- ΑΡΜΕΛΕΤΟΥΣΑ
ARME =Το θωρακισμένο, το ανθεκτικό από LETU =H διάβρωση η σαπίλα, στις λατινογενείς γλώσσες. Αλλωστε, σύμφωνα με το αρχαίο Μέγα Ετυμολογικό λεξικό: Σταφυλή = Σ(τ)απυλή, αυτή που σαπίζει.
- ΚΟΤΣΥΦΑΛΙ
«Κοτσυφάλι», στην κρητική διάλεκτο, σημαίνει «νεοσσός κοτσυφού».
Προφανώς, λοιπόν, από το γεγονός ότι τα μικρά κοτσύφια, στην φωλιά τους, είναι μαύρα, σαν μικρά μπαλάκια, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν «τσαμπί σταφυλιού», πήρε το όνομα το ίδιο το μαύρο σταφύλι αυτό κοτσυφάλι»…
- ΑΘΗΡΙ
Στην αρχαιοελληνική γλώσσα αθήρ, σημαίνει το άγανο, δηλ. το «μουστάκι», η τριχοειδής απόληξη της «κορυφής», στο στάχυ του σταριού.
Άρα το «κορυφαίο».
- ΘΡΑΨΑΘΗΡΙ
Εάν «θράψα», σημαίνει το «παραγωγικό», από την θρέψη, «θρεμμένο», τότε θραψαθήρι σημαίνει το« κορυφαίο παραγωγικά».
- ΒΙΔΙΑΝΟ
VINTO=BIΔΟ σημαίνει στα ιταλικά=«νικημένος από την νύστα».
Άρα το πιθανότερο είναι να σημαίνει το «κρασί που ζαλίζει, κοιμίζει».
- ΚΑΤΣΑΝΟ
«ΚΑΤΣΑΝΟΣ» στα αρβανίτικα, ή τούρκικα σημαίνει ο «φυγάς», «αυτός που σκαρφαλώνει γρήγορα» αλλά και ο… «τσιγκούνης»…
Άρα το πιθανότερο είναι να σημαίνει σταφύλι για «κρεββατίνιασμα» (σκαρφαλώνει),η «το ξενομπάτικο» (φυγάς), ή αυτό που δεν αποδίδει μεγάλη παραγωγή (τσιγκούνικο)…
- ΔΑΦΝΙ
Το σταφύλι που έχει «άρωμα δάφνης».
- ΒΗΛΑΝΑ
Από το Ιταλικό vilano, που σημάνει χωριάτης, άρα «χωριάτικο» ή «ντόπιο»….
- ΡΟΖΑΚΙ
Σε Βενετικά (ροζ=κόκκινο) και στην τουρκική γλώσσα (ak=άσπρο) σε διαλέκτους λοιπόν των δύο κατακτητών μας, σημαίνει «ασπροκόκκινο» το «ασπροκόκκινο».
- ΜΑΝΔΗΛΑΡΙ
Σε πρώτη προσέγγιση «μανδηλαριά» είναι τοπωνύμιο και ποικιλία της Σαντορίνης.
- ΛΙΑΤΙΚΟ
Ως προς την ετυμολογία της λέξης «λιάτικο», επικρατέστερη άποψη είναι ότι την ονομασία του έλαβε από το γεγονός ότι είναι η πρωιμότερη ερυθρά ποικιλία του ελληνικού αμπελώνα, καθόσον ωριμάζει το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου. Στην Κρήτη είναι συνώνυμο του πρώιμου.
«Λιάτικα» λένε δε και τα παιδιά που εμφανίζουν χαρακτηριστικά πρώιμης
ήβης…
- ΒΑΛΑΪΤΗΣ
Bal= Στην τουρκική γλώσσα σημαίνει μέλι. Κατά συνέπεια το πιθανότερο είναι να πήρε την ονομασία του από την γλυκύκητα του. Η κατάληξη –ΙΤΗΣ είναι συνηθισμένη στα κρασιά και στα σταφύλια όπως «καμπαν-ίτης», «σιδηρίτης», κλπ.
*Ο Δημήτρης Κων. Σαρρής είναι πρώην υφυπουργός, Γ.Γ.Α., νομάρχης Ηρακλείου