Φαίνεται πως ο καιρός περνάει γρήγορα. Δεν καταλάβαμε πως πέρασαν οι πολλές ζέστες του καλοκαιριού, πως εμφανίστηκαν τα πρώτα κρύα βραδάκια, τα πρωτοβρόχια, πως ήρθαν και τελείωσαν οι μέρες εκείνες που σηματοδότησαν όχι μόνο τα τεκταινόμενα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, την οποία κακώς πολλοί ονομάζουν συμπρωτεύουσα, αλλά τις ομιλίες των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων, ειδικά τώρα που εισήλθαμε πλέον στους τελευταίους μήνες διακυβέρνησης της χώρας από ετούτον τον πολιτικό σχηματισμό, με τις πολλαπλές υποσχέσεις, τις ατέρμονες παροχολογίες, τόσο από μεριάς των κυβερνώντων όσο και από εκείνη των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Θα σημειώναμε, σχετικά γρήγορα, ότι ο μεν πρωθυπουργός, όλο το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, μάλλον εγκαινίασε μια περίεργη κουλτούρα χορηγήσεως επιδομάτων, για κάθε νόσο και απαίτηση του εκλογικού σώματος, ενώ οι ηγέτες της αντιπολίτευσης χωρίς κάποιο συγκεκριμένο μέτρο υπερέβαλαν όχι μόνον εαυτόν, αλλά και τους άλλους! Η προεκλογική εκστρατεία, λοιπόν, ξεκίνησε, και ο δρόμος μπροστά προβλέπεται δύσκολος, ανηφορικός και αγκαθωτός για όλους.
Μια φράση από το στόμα του πρωθυπουργού, όμως, σηματοδότησε την γενικότερη πολιτική κατάσταση, τουλάχιστον όπως εμφανιζόταν εκείνες τις μέρες, στην οποία έκανε λόγο για εκλογή όχι μόνο κυβέρνησης, αλλά και κυβερνήτη, βάζοντας τέλος σε πολυποίκιλα σενάρια. Προφανώς επένδυσε και βασίστηκε σε όλες τις σφυγμομετρήσεις και στα ευρήματα των δημοσκοπήσεων της συγκεκριμένης στιγμής των οποίων ήταν και είναι καλός γνώστης και τα οποία φανέρωναν την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του έναντι των πολιτικών του αντιπάλων.
Ταυτόχρονα, δεν παραλείπει να επαναλαμβάνει συνεχώς την χιλιοειπωμένη φράση ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας. Μπροστά του βρίσκονται μια διεθνής ενεργειακή και οικονομική κρίση, η συνεχιζόμενη απειλή από τη γείτονα χώρα, εξ ανατολών, η οποία δυστυχώς αυξάνεται σε ένταση καθημερινά και μια πολιτική μοναξιά ίσως μεγαλύτερη απ’ ότι πριν λίγο καιρό και συγκεκριμένα πριν ξεσπάσει εν αιθρία το ακατανόητο σκάνδαλο τηλεφωνικών υποκλοπών, αφού το σενάριο συνεργασίας μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ φαίνεται να οδηγείται στο τέρμα ή, για περισσότερο υποψιασμένους, στο τέλμα.
Ο αρχηγός, από την άλλη μεριά, της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συνεχίζει να χρησιμοποιεί επιχειρήματα παλιότερων εποχών, δοκιμασμένα και προφανώς ακατάλληλα για την εποχή μας και αδύναμα να προσελκύσουν το εκλογικό σώμα, παρά τη λογικοφανή τους χροιά. Η χρήση του όρου ‘προοδευτική διακυβέρνηση’, συνεχίζει να γεννά πολλαπλά ερωτηματικά όχι τόσο λόγω ποσοτικών μετρήσεων και αριθμήσεων, αλλά και ποιοτικών χαρακτηρισμών και επιθετικών προσδιορισμών.
Άλλωστε και ο ίδιος δεν δείχνει να πιστεύει ότι μπορεί να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σενάριο. Η έως τώρα πορεία του αντιπολιτευτικού του λόγου χαρακτηρίζεται από πλήρη άρνηση των πάντων, επενδύοντας περισσότερο στην φθορά της κυβέρνησης και όχι στην ήρεμη προβολή των δικών του κοστολογημένων θέσεων και απόψεων. Από το αντίπαλο στρατόπεδο, φυσικά, έχουν άλλη άποψη και την οποία εκφράζουν συστηματικά στις ατέρμονες συζητήσεις που γίνονται στις αναρίθμητες τηλεοπτικές εκπομπές.
Ο κ. Ανδρουλάκης από τη μεριά του, ίσως επένδυσε αρκετά στην υπόθεση που τον αφορούσε προσωπικά, αλλά μάλλον περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε. Η συνέχιση της εν λόγω περίπτωσης που τον αφορά μάλλον θα γυρίσει μπούμερανγκ στο κόμμα του. Ήδη τα σημάδια των γκάλοπ, ειδικά μετά την διεθνή έκθεση της Θεσσαλονίκης, είναι τυπικά και χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, συνεχίζει να αρνείται κάθε μετεκλογική συγκυβέρνηση με άλλα κόμματα σε μια προσπάθεια να ανεβάσει τα ποσοστά του δικού του κόμματος, αλλά χωρίς χειροπιαστό αποτέλεσμα, ενώ αφήνει σε δεύτερη μοίρα τη δική του πολιτική γνώμη και θέση στα μεγάλα προβλήματα του τόπου και της εποχής μας.
Δεν απαντά ξεκάθαρα στην ονομαζόμενη ‘τερατογένεση’, όπως αυτή εκφράστηκε από τον πρωθυπουργό στην διεθνή έκθεση. Οι γνώμες, επιπλέον, του Μέρα -25 και του ΚΚΕ, πόρω απέχουν από μια συμμετοχή σε ένα τέτοιο μετεκλογικό πολιτικό εγχείρημα.
Εάν κρίνουμε κάπως αντικειμενικά την ως τώρα πορεία των πολιτικών πραγμάτων, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν μπορούν δυστυχώς να φέρουν στο προσκήνιο και να πολιτευθούν με μια εναλλακτική πρόταση ή ενδεδειγμένη λύση στα μεγάλα προβλήματα που ορθώνονται ενώπιον της χώρας, δεν πείθουν τους πολίτες με τις κραυγές και τους τυχοδιωκτισμούς τους που θυμίζουν άλλες εποχές, επενδύοντας αποκλειστικά και μόνον στη φθορά της κυβέρνησης. Και το χειρότερο απ’ όλα, είναι ότι δείχνουν προκλητική αδιαφορία στις γενόμενες δημοσκοπήσεις, ωσάν να δέχονται από τώρα την μελλοντική τους ήττα.