Στην Αρχαία Ελλάδα γιόρταζαν τα Κρόνια, ιερό δωδεκαήμερο του θεού Διόνυσου, με τα φοινίκια (μελομακάρονα) και τα πλακούντια (κουραμπιέδες). Με το χειμερινό ηλιοστάσιο (22 Δεκεμβρίου) ξεκινούσε ο νέος Ήλιος, που κανόνιζε τις εναλλαγές των εποχών. Τα Σατουρνάλια των Ρωμαίων, τις γιορτες του θεού Ρα των Αιγυπτίων κλπ. Οι γιορτές συνοδεύονταν από ανταλλαγή δώρων, τυχερά παιγνίδια, οινοποσία, ακολασίες, θυσίες χοίρων κλπ.
Με τη γέννηση του Χριστού έχομε τη νίκη των ζωοποιών δυνάμεων του φωτός. Τελειώματα της σαρανταράς (νηστεία σαράντα ημερών), λιπόσαρκοι και εξασθενημένοι από τη νηστεία και τους παγετούς του χειμώνα, όσοι κατάφεραν να τη βγάλουν, ξεκινά ένα δεκαπενθήμερο γιορτών με ξεχωριστούς συμβολισμούς και προσδοκίες. Διατηρήθηκαν τα παλιά έθιμα, όπως τα κάλαντα που φέρνουν χαρμόσυνα μηνύματα, ευχές και καλή τύχη σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
…για βγείτε, δείτε, μάθετε, που ο Χριστός γεννάται… με ένα ή δυο κουβαρωτούς τηγανίτες ήσουν καλοπληρωμένος. Η έγνοια ήταν στον 80 – 100 οκάδες χοίρο, που είχε κάθε οικογένεια, για το κρέας μισού χρόνου. «Ανταλάσσω τις τρίχες του χοίρου, με σαπούνι και σπίρτα» φώναζε ο τριχάς. «Πρόσεχε μη σπάσεις τη φούσκα (ουροδόχο κύστη)» τόνιζαν τα παιδιά στο χασάπη, που με μαλάξεις μεγάλωνε, γινόταν μπαλόνι, το μοναδικό δώρο.
…κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός στη Γη να περπατήσει, τον πρώτο που χαιρέτησε ήταν ο Άγιος Βασίλης. Καλά, τι κάνεις Βασιλιό, τι σπέρνεις την ημέρα … να κλωσσήσει η όρνιθά σας, αρνιά και ρίφια θηλυκά και μουσκάρια αρσενικά. Πρωί -πρωί η μάνα μου είχε κουβαλήσει μια πέτρα (το χρυσάφι του σπιτιού) και προσπαθούσε να βγάλει από τη σκάλα την αίγα να κάνει το ποδαρικό, φιλεύοντας την με κουραμπιέδες και μελομακάρονα.
Πόσο είχαμε στενοχωρηθεί, όταν κάποτε μας έκανε ένας μαύρος σκύλος το ποδαρικό κι όμως πήγε καλά η χρονιά. Το πιάτο με την ξομπλιαστή πετσέτα απ’ έξω και τα καλοχερίδια πηγαινοέρχονταν σε συγγενικά σπίτια με την ελπίδα να πετύχομε μια καλύτερη ανταλαγή. Τότε ο Άγιος Βασίλης έφερνε σε λιγοστά παιδιά δώρα, ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια. Τα περισσότερα τα περνούσε μόνο με τα παραμύθια του. Τελευταία έχει γίνει πιο χουβαρντάς.
Σήμερον τα Φώτα… και αγιασμοί… πίναμε, ρίχναμε στα σπίτια, στα χωράφια, στα ζώα. Το μενού των ζώων εκείνη τη μέρα ήταν, βρασμένα όλα μαζί, φασόλια, σιτάρι, αρακάς, καλαμπόκι, ρόβι, ταγή κ.α. (τα παλληκάρια). Το βράδυ έλεγαν ότι συνομιλούσαν τα ζώα και αν έμπαινες στη συζήτηση έχανες την ομιλία. Στην προσπάθειά του κάποια χρονιά ο ιερέας να περάσει να φωτίσει όλα τα σπίτια γλίστρισε πάνω στο χιόνι, έπεσε και σκόρπισαν τα λεφτά και ο αγιασμός, που είχε στο ιερό σκεύος. Δε νοιαστήκαμε αν έπαθε τίποτα, αλλά μαζέψαμε τα λεφτά, που είχαν πέσει πάνω στο χιόνι και αφού αλληλοκοιταχτήκαμε, κράτησε καθένας μερικά. Δεν το είπαμε στο σπίτι, γιατί θα μας έδερναν.
Στον απόηχο των τότε γιορτών, κουνείς το κεφάλι και δαγκώνεις τα χείλη. Σήμερο, παντού λαμπιόνια, γιορτινά στολίδια και ζητιάνους ψεύτικους και αληθινούς. Τα παιδιά περιμένουν δώρα, δώρα, δώρα, οι νοικοκυ- ράδες να γλυκάνουν την ατμόσφαιρα, οι κλέφτες να οικειοποιηθούν το λιγοστό κομπόδεμα των αφελών και των συνταξιούχων, οι παπατζήδες να σου βάλουν γυαλιά, οι έμποροι να σου πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες κλπ. Η φτήνια τρώει τον παρά. Όλοι θα πάρετε.
Ουφ… άλλες γενιές, άλλες κουλτούρες, άλλες προτεραιότητες. Άλλοι παπάδες ήρθανε κι άλλα χαρτιά κρατούνε. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.
* Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής