«Θάλασσα, Θεός και θάνατος», έλεγαν οι αρχαίοι κι ένιωθαν δέος! Και όχι άδικα, για την πρώτη λέξη τουλάχιστον, αφού και η ετυμολογία της είναι άγνωστη. Η λέξη «θάλασσα» είναι πανάρχαια, πιθανότατα προελληνική, μιας και δεν υπάρχει πουθενά σε καμία ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Οι αρχαίοι είχαν πολλές λέξεις για το «αλμυρό» υγρό στοιχείο, που καθεμιά από αυτές έχει τη δική της ιστορία.

Την εποχή του Ομήρου, η λέξη «αλς» (η αλς), ως θηλυκό ουσιαστικό, σήμαινε «τη θάλασσα», όπως τη βλέπει κάποιος από τη στεριά. Ως αρσενικό ουσιαστικό (ο αλς), σήμαινε «το αλάτι». Από αυτήν την λέξη δημιουργήθηκαν και πολλές άλλες που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούνται. Από την έκφραση «εν αιγί αλός», που σημαίνει «στο κύμα της θάλασσας», έχουμε τη λέξη «αιγιαλός» που έγινε τελικά «γιαλός», συνώνυμη με την «ακρογιαλιά». Η «παραλία» πάλι προέρχεται από το «παρά + αλς» (δίπλα στη θάλασσα), όπως επίσης και η «αλιεία» και ο «αλιεύς» παράγονται από το «αλς».

Ο «Ωκεανός», μια επίσης άγνωστη ετυμολογικά λέξη, σήμαινε στα αρχαία χρόνια τον μυθικό, τεραστίων διαστάσεων ποταμό, χωρίς αρχή και τέλος, ο οποίος περιέβαλε την οικουμένη, τον γιο του Ουρανού και της Γης και σύζυγο της Τηθύος. Η λέξη «ωκεανός» σήμερα μας παραπέμπει σε μια πολύ μεγάλη υδάτινη επιφάνεια, τόση μεγάλη που να χωρίζει ηπείρους μεταξύ τους. Ο βρετανός συγγραφέας Άρθουρ Κλαρκ, είχε παρατηρήσει εύστοχα: «Πόσο άστοχο είναι να αποκαλούμε αυτόν τον πλανήτη “Γη”, ενώ είναι εντελώς ξεκάθαρο πως είναι ένας ωκεανός».

Το «πέλαγος» είναι κι αυτό μια πανάρχαια λέξη που συνδέεται ετυμολογικά με τους Προέλληνες Πελασγούς και με τις ανοιχτές χερσαίες και υδάτινες επιφάνειες πάνω στις οποίες ζούσαν. Ο «πόντος», που είναι συνώνυμο με το «θαλάσσιο πέρασμα», η κλειστή θάλασσα, όπως «ο Ελλήσποντος», η θαλάσσια δίοδος που μοιάζει κάτι σαν υγρή γέφυρα μεταξύ δύο ακτών. Στα Λατινικά, ο όρος «Pons, Pontis» σημαίνει «γέφυρα».

Αφού προσεγγίσαμε ετυμολογικά την έννοια της «θάλασσας», θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να «βουτήξουμε» ακόμα πιο βαθιά, στα «νερά» της αιώνιας θάλασσας, που εμπεριέχει όλη την ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης, από τη δημιουργία της ζωής, τα επιτεύγματα του ανθρώπου, τα πλοία, τα ταξίδια, τις ανακαλύψεις του, μέχρι τη σημερινή σχέση του με το υγρό στοιχείο. Η θάλασσα είναι και αφετηρία και προορισμός.

Η ζώσα θάλασσα, βρίσκεται διαρκώς σε μια αέναη κίνηση, δεν είναι ποτέ ίδια, αλλάζει μορφές και χρώματα, καταργεί τη μνήμη και ζει πάντα στο παρόν της. Εμπνέει ποιητές, συγγραφείς και ονειροπόλους, που αφήνονται να «χαθούν» μέσα στα νερά της.

Ο ιδιοφυής, αντισυμβατικός ποιητής και αιώνια εξεγερμένος έφηβος, Αρθούρος Ρεμπώ, είχε δει την αιωνιότητα στη θάλασσα που σμίγει με τον ήλιο. Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε υμνήσει «την ανανεούμενη παρθενιά της θάλασσας, με τις ρότες των πλοίων που την οργώνουν, να σβήνουν μετά από λίγο, αφήνοντάς την άθικτη κι ανέγγιχτη».

Αλλά και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είχε γράψει πως, «η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα/ μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις». Ο ποιητής της θάλασσας Νίκος Καββαδίας, που έζησε μια ζωή γεμάτη θάλασσα και ποίηση, είχε εξομολογηθεί: «Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό»…

Αφού η ζωή μας ήταν ανέκαθεν άρρηκτα δεμένη με τη θάλασσα, είναι φυσικό και επόμενο να την έχουμε χρησιμοποιήσει, προκειμένου να εκφράσουμε αλληγορικά κάποιες έννοιες. Έτσι, συνηθίσαμε να λέμε πως «τα κάναμε θάλασσα», κάθε φορά που αποτυγχάνουμε παταγωδώς σε κάτι. Από τα αρχαία χρόνια εξισωνόταν πολλές φορές με ένα από τα τρία μεγαλύτερα δεινά του ανθρώπου.

Ο Αίσωπος, που έζησε μεταξύ του 7ου και 6ου αιώνα π. Χ., είχε αναφερθεί σε αυτά με τη φράση: «Πυρ, γυνή και θάλασσα». Είμαι σίγουρος πάντως πως, το τελευταίο πράγμα που θα σκέφτεται  ένας σύγχρονος άνθρωπος που απολαμβάνει τις χαρές της θάλασσας, εν τω μέσω μάλιστα της θερινής ραστώνης, είναι η ετυμολογία αυτής της έννοιας.

Έχουμε ήδη διαβεί το κατώφλι και του φετινού καλοκαιριού. Ενός καλοκαιριού που θέλουμε όλοι να πιστεύουμε πως θα μας θυμίσει τα παλαιότερα ξένοιαστα καλοκαίρια μας και έχουμε κάθε λόγο να το επιθυμούμε. Γιατί και στη χώρα «του μικρού βοριά» και των «Μικρών Κυκλάδων», όπως έγραψε και ο «ποιητής του φωτός», «τα καλοκαίρια τα χάσαμε και πέσαμε στο χειμώνα» των δυο δύσκολων τελευταίων χρόνων της πανδημίας.

Είδαμε να χάνονται άνθρωποι, να χάνονται οι στεριές και ο κόσμος να λιγοστεύει. Αποχαιρετίσαμε «τα φιλιά και τις αγκαλιές, τα περιβόλια και τις ρεματιές, τους κάβους και τους ξανθούς γιαλούς, τους όρκους τους παντοτινούς»…

Εκείνο που επιθυμούμε τώρα, είναι να αφήσουμε όλα τα δύσκολα πίσω μας και να συνεχίσουμε κανονικά τη ζωή μας. Να πάρουμε πίσω τα καλοκαίρια μας, έτσι ακριβώς όπως τα ξέραμε και να κινήσουμε ξανά για να βρούμε και πάλι τη θάλασσα. Τη γνώριμη ανοιχτή θάλασσα. Το καλοκαίρι εξάλλου είναι ένας «τόπος» φιλόξενος που επιθυμούμε όλοι να κατοικήσουμε.

Ένας τόπος αχανής,  αλλά και σχεδόν ανύπαρκτος λόγω της μικρής του διάρκειας, μια ουτοπία που φαντάζει όαση ελευθερίας μέσα σε μια περιορισμένη πραγματικότητα. Μια πλάνη, ένα όνειρο, ένας μικρός ζεστός παράδεισος που όλοι μας θέλουμε να κατακτήσουμε. «Μια θάλασσα μικρή είναι το καλοκαίρι μου…», ερμήνευσε μοναδικά ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Ο τίτλος του άρθρου είναι δανεικός από μια επιτυχημένη εικαστική έκθεση που πραγματοποιήθηκε το περσυνό καλοκαίρι στη Μυτιλήνη, με έργα έξι εμπνευσμένων γυναικών-καλλιτεχνών συνδυάζοντας φωτογραφία, φιλμ και ποίηση. Η έκθεση πρότεινε σύγχρονες αφηγήσεις γύρω από την κληρονομιά της Σαπφούς.

Η διοργάνωση αποτέλεσε συνολικά μια πρόσκληση για να ανακαλύψουμε εκ νέου τη ρευστότητα που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό της Μεσογείου, που ξεχωρίζει ως  ένας πολύμορφος τόπος συνύπαρξης μορφών ζωής και διαδικασιών παραγωγής γνώσης.

Η 8η Ιουνίου έχει καθιερωθεί από το 1992 ως «Παγκόσμια Ημέρα Ωκεανών» (World Ocean Day) και από το 2009 τελεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Οι ωκεανοί καταλαμβάνουν περισσότερο από το 70% της επιφάνειας της Γης και ο τζίρος των οικονομικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τους ωκεανούς ξεπερνά τα 500 δισ. δολάρια ετησίως. Η θαλάσσια ζωή όμως και η βιοποικιλότητα στους ωκεανούς απειλούνται σήμερα από την υπεραλίευση, τη μόλυνση και τα τελευταία χρόνια και από το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Ένα είναι πάντως σίγουρο. Ο όρος «θάλασσα» αντιπροσωπεύει μια ευρύτερη έννοια στη ζωή κάθε ανθρώπου. Είναι πολύ περισσότερα πράγματα απ’ ότι βλέπει ο καθένας από εμάς ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο της. Πόσα ταξίδια του μυαλού δεν βρήκαν την «Ιθάκη» τους, οργώνοντας τα γαλανά νερά της θάλασσας, και πόσα άλλα δεν ναυάγησαν στα μανιασμένα της κύματα;

Πόσα όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες δεν σαλπάρισαν από τα λιμάνια της και πόσα απ’ αυτά δεν βυθίστηκαν μεσοπέλαγα; Όμως, δεν θα σταματήσουμε ποτέ να αναζητούμε τη θάλασσα, γιατί δεν πρόκειται να σταματήσουμε ποτέ να ονειρευόμαστε. Ο καθένας τη δική του θάλασσα…

Μεγάλη αγάπη η θάλασσα! Μάνα κι αγαπητικιά. Είτε μικρή, είτε πλατιά, είτε σκοτεινή, είτε βαθιά, είτε ήρεμη, είτε αγριεμένη, την αγαπάς γιατί σου μοιάζει. Γιατί είναι η μοίρα σου. Η γαλάζια σου η μοίρα. Κι αν κάποτε πικρά σ’ αποχαιρέτησε, να μην ξεχάσεις ποτέ πως βρίσκεται πάντα εκεί και σε περιμένει…

Προχώρα λοιπόν, μέχρι να βρεις αυτή τη θάλασσα, κι όταν τη βρεις, θυμήσου τα λόγια του ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη, που ήξερε να υμνεί με μοναδικό τρόπο τη θάλασσα: «Πρόσεχε να προφέρεις καθαρά τη λέξη ”θάλασσα”/ έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια/ κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός/ κι η καθεμιά σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν’ ανεβαίνει».

https://moschonas.wordpress.com