Λίγο πριν μας προλάβει ο χειμώνας, μέρες του Νοεμβρίου. Το Μεγάλο Κάστρο, ξυπνητό από τα βαθιά χαράματα, βρισκόταν στο πόδι, έτοιμο για τη δουλειά. Με δυσκολία οι λάμπες του πετρελαίου προσπαθούσαν να κρατήσουν το φως τους και το γνωστό ρολόι ταγμένο να χτυπά τον πέμπτο μεταμεσονύχτιο χτύπο του.

Καλφάδες και μαστόροι είχαν αρχίσει να καταχτυπούν. Και η ζωή συνεχιζόταν, έτσι όπως έπρεπε για την καστρινή πολιτεία. Η αγορά του Μεϊντανιού κι αυτή στο πόδι, αφού οι φωνές των Χριστιανών και Τούρκων μανάβηδων διαλαλούσαν τα λογής-λογής ζαρζαβατικά τους.

Η πλατιά στράτα, ο σημερινός δρόμος της Καλοκαιρινού, πολύβουη, με τις φωνές των πουλητάδων, περαστικών και μη, με τους πλανώδιους κουλουρτζήδες που πολούσαν τις μυρωδάτες και λαδερές σπανακόπιτές τους, δεν άφηνε ήσυχο τον οποιονδήποτε. Αλλά και οι άλλες γειτονές της καστρινής πολιτείας ζούσαν τη μοναδική καθημερινότητα, όπου οι νοικοκυρές, γριές και μεσόκοπες έπλεκαν, σφουγγάριζαν και άσπριζαν τα πεζούλια της γειτονιάς των. Έτσι, τόσο όμορφα και απλά, νοικοκυρεμένα, όπως αρμόζει.

Τέτοιες μέρες παλιότερα και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1667, οι πολιορκημένοι του Μεγάλου Κάστρου κλονίζονται, απειλούνται, αφού ο συνταγματάρχης Ανδρέας Μπαρότσης αυτομόλησε στον Κιουταχή, υποδεικνύοντάς του ακριβώς τα ασθενή σημεία οχύρωσης της πόλης. Κάτι που η δημώδης Κρητική μούσα δεν άφησε απαρατήρητο.

“Κάστρο, και πού ‘ν’ οι πύργοι σου

και τα καμπαναριά σου,

και πού ‘ν’ οι αντρειωμένοι σου,

τ’ όμορφα παλληκάρια;

Μα μένα οι αντρειωμένοι μου,

τ’ όμορφα παλληκάρια,

η μαύρη γης τα χαίρεται

στο μαυρισμένον Άδη.

Δεν έχω αμάχη τση Τουρκιάς,

μουδές κακιά του Χάρο,

μόνο ‘χω αμάχη και κακιά

του σκύλου του προδότη,

απού μου τα κατάδουδε”.

Οι πολεμικές πράξεις συνεχίζονται και στις 4 Οκτωβρίου 1669 ο Κιοπρουλής μπαίνει στον Χάνδακα των ερειπίων. Οι κάτοικοί του παίρνουν τους δρόμους της προσφυγιάς. Μετά την κατάκτηση, διοικητικό κέντρο της Κρήτης είναι ο Χάνδακας, όπου διορίζονται οι δημογέροντες, οι γνωστοί κοτσαμπάσηδες, προκειμένου να εισπράττουν τους φόρους. Ένας θεσμός που ίσχυσε μέχρι και τον 18ο αιώνα. Ο πληθυσμός μειώνεται. Παρόλ’ αυτά όμως η χώρα μας και το νησί μας εξάγουν λάδι, σταφίδα, ρύζι, όσπρια, δημητριακά και σαπούνι, αφού τα σαπουνοποιεία στο Ηράκλειο ξεπερνούν τα είκοσι. Τα επαγγέλματα είναι αρκετά για εκείνη την περίοδο όπως: έμποροι, κτίστες, βαρελάδες, ράφτες, σιδηρουργοί, τσαγγάρηδες και άλλοι. Οι κοινές γυναίκες κατέκλυσαν την πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου. Οι Μουσουλμάνοι βέβαια δεν αρκούνται και παίρνουν στα σπίτια τους και Χριστιανές μικρής ηλικίας. Είναι οι λεγόμενες “καπατμά” ή “καπατουμά”. Πρόκειται για αστεφάνωτες ερωμένες. Επίσης στον Χάνδακα λειτουργούσαν  10 τεκέδες συνολικά και καταγράφονται επίσης 14 κρήνες, δημόσια λουτρά, σχολεία και πτωχοκομεία. Όλα τα δημόσια κτήρια ήταν συγκεντρωμένα στη συνοικία Δεφτεδάρ. Πρόκειται για τη σημερινή περιοχή μεταξύ Βασιλικής Αγίου Μάρκου και Δημαρχείου. Και αφού ξεκινήσαμε με τη συνοικία Δεφτεδάρ, θα αναφερθούμε και στις άλλες συνοικίες της καστρινής πολιτείας:

1) Συνοικία Αγά Καπουσή: Βρισκόταν στην πλατεία Καλλεργών. Πύλη του Αγά. Απέναντι από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου.

2) Συνοικία Αγά Μπαλντά: Bρισκόταν τέρμα της οδού Χάνδακος, κοντά στον κόλπο του Δερματά.

3) Η αρμενική συνοικία στην περιοχή, στο σημερινό Καμαράκι, δεξιά κατά την έξοδο της Καλοκαιρινού.

4) Η συνοικία Βαλιντέ τζαμί (Βαλτέ τζαμί).

5) Η συνοικία Βεζίρ τζαμί (Άγιος Τίτος και η περιοχή του).

6) Η συνοικία Γενί τζαμί (περιοχή ανωγειανού σχολείου).

7) Η συνοικία Γενί καπί (καινούργια πόρτα ή πύλη Ιησού).

8) Η εβραϊκή συνοικία (κοντά στην περιοχή του Ξενία).

9) Η συνοικία Σέρτουνα Ιμπραήμ Αγά (περιοχή από το Μαρτινέγκο μέχρι το Πανάνειο Νοσοκομείο).

10) Η συνοικία Κεντχουντά Μπέη, σημερινή συνοικία Αγίας Αικατερίνης.

11) Η συνοικία Αγκεμπούτ Αχμέτ Πασά, σημερινή περιοχή Παναγίας Σταυροφόρων.

12) Η συνοικία Μαχμούτα Αγά, κοντά στην οδό 1821, γνωστή και σαν Σεϊτάνογλου.

13) Η συνοικία Δεφτεδάρ στη σημερινή περιοχή Βασιλικής του Αγίου Μάρκου: Eκεί ήταν συγκεντρωμένα όλα τα δημόσια κτήρια.

14) Η συνοικία Ρετζέπ Αγά στο Καμαράκι.

15) Η συνοικία Σοφού Μεχμέτ, περιοχή Έβανς και Πεδιάδος, εσωτερικά της καινούργιας πόρτας.

16) Η συνοικία Τσικούρ Τσεσμέ που σημαίνει βρύση του Λάκκου, κοντά στη  σημερινή περιοχή του ναού Αγίου Ματθαίου.

17) Η συνοικία Φιντίκ Πασά: Πόντιος Πασάς αρχή της οδού Πεδιάδος, περιοχή Ιατρικού Κρήτης.

Υπήρχαν επίσης και οι αγορές. Τα διάφορα είδη πουλιούνταν σε ορισμένα σημεία. Έχει επικρατήσει για παράδειγμα σήμερα, το κτήριο στο οποίο στεγάζεται η Βικελαία Βιβλιοθήκη να λέγεται μέγαρο “Αχτάρικα”, επειδή εκεί πουλούσαν μπαχαρικά, αφού αχτάρ στα Τούρκικα σημαίνει μπαχαρικό. Όμως ας σεριανίσουμε σε κάποιες από αυτές. Η λέξη τσαρσί σημαίνει αγορά στην τούρκικη γλώσσα:

Βεζόρ τσαρσί στην πλατεία του Αγίου Τίτου.

Κετχουντά Ζουλφικάρ Αγά τσαρσί, στην οδό Καλοκαιρινού ή πλατιά στράτα, όπως έλεγαν οι παλιότεροι.

Μαχμούτ Αγά τσαρσί στην οδό 1821, κοντά στην Παναγία των Σταυροφόρων.

Γενιτσαρί τσαρσί στην οδό 1866.

Κισλαλάρ τσαρσί στην οδό Δικαιοσύνης.

Κιουτσούκ τσαρσί στο Καμαράκι κοντά στη Δελημάρκου, όπου παλιότερα λεγόταν “το μικρό τσαρσάκι”.

Βέβαια υπήρχαν και τεμένη στις διάφορες συνοικίες όπως: Στην Παναγία των Σταυροφόρων, στην Έβανς, στην πλατεία Κορνάρου, στον Άγιο Τίτο, στο ανωγειανό σχολείο, στο Πανάνειο Νοσοκομείο, στο σημερινό μαιευτήριο Μητέρα, στην 1821, στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, στη Δελημάρκου, στην Επιμενίδου και στο Μπεντενάκι.

Κάπως έτσι ήρθαν τα πράγματα για την όμορφη καστρινή πολιτεία, μετά την κατάκτηση που έγινε τέτοιες μέρες…

Οι Τούρκοι ονόμαζαν το Ηράκλειο Καντιγιέ ή Κάστρο. Όμως στη συνείδηση των ντόπιων παρέμεινε ως Χάνδακας, Κάστρο, αλλά και Μεγάλο Κάστρο. Αυτή η πολιτεία με τα τσαρσιά και τα ντουκιάνια, με τους χαμάληδες και τους βαρκάρηδες, με το λιμάνι της και τις αγορές της, τους όμορφους μαχαλάδες και τα στενοσόκακά της. Αυτή η πολιτεία που από τα βαθιά χαράματα, χειμώνα καλοκαίρι, βρισκόταν στο πόδι. Τεχνίτες, καλφάδες, μεροκαματιάρηδες, μαγαζάτορες, προτού φέξει έτρεχαν στις δουλειές τους. Η πολιτεία που ξυπνούσε με τους πρώτους χτύπους της καμπάνας του Αγίου Μηνά και του Αγίου Ματθαίου, αλλά και από το μακρόσυρτο ξεφωνητό των μουεζίνηδων, πάνω από τους ψηλούς μιναρέδες.

Αυτή η πολιτεία που γοήτευε, γοήτευσε και γοητεύει τον καθένα χάρη στην ομορφιά της, τη μακραίωνη πορεία της και την πλούσια ιστορική της κληρονομιά.