Ως χώρα και έως τώρα τα καταφέραμε σχετικά καλά. Κάπου δύο χρόνια πανδημίας στο ιστορικό μας, και χάνοντας συνολικά είκοσι τρεις περίπου χιλιάδες συνανθρώπους μας από τον κορονοϊό σε συνδυασμό με τα άλλα σοβαρά συμπαρομαρτούντα νοσήματα, η κοινωνία αναρωτάται σήμερα πού βαδίζουμε, κι’ αν θα συνεχισθεί και για πόσο χρονικό διάστημα ακόμη η γνωστή πορεία των τελευταίων χρόνων με τους περιορισμούς στις μετακινήσεις, στις συμπεριφορές και στις απώλειες, τις οποίες δεν έχουμε πολυτέλεια λόγω και των γνωστών δυσμενών δημογραφικών παραμέτρων.
Έτσι αυτόματα αναφύονται κρίσιμα ερωτήματα του τύπου πόσο κοντά βρισκόμαστε στο πέρας της πανδημίας ετούτης και την εξαφάνισή της, και το βασικότερο ποιες θυσίες πρέπει να υποστούμε ως πολίτες και κοινωνία ώστε να δούμε κάποια χαραμάδα φωτός στην άκρη του τούνελ όπου βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι.
Παλινδρομώντας χρονικά ένα έτος πίσω, είχαμε καθ’ οδόν την παρουσία του θαυματουργού εμβολίου εναντίον του κορονοϊού στο οποίο είχαμε επενδύσει ελπίδες και ότι θα το ασπαστούν οι περισσότεροι πολίτες. Τα σχετικά ποσοστά των ανθρώπων που εμβολιάστηκαν είναι γνωστά, αν και μεγαλώνουν αργά και σταθερά μετά τις τελευταίες κυβερνητικές εξαγγελίες περί υποχρεωτικότητας κάποιων μεγάλων ηλικιακών ομάδων οι οποίοι βεβαίως είναι επιβαρυμένες με κάποια συνοδά προβλήματα τα οποία αποδεδειγμένα ενέχουν επιπρόσθετους κινδύνους για τη ζωή τους.
Όμως, η καθυστέρηση στους εμβολιασμούς όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, οδήγησε στην παρουσία συγκεκριμένων μεταλλαγμένων στελεχών του επικίνδυνου ιού, τα οποία έφτασαν και έως τα μέρη μας, μια γνώση τεκμηριωμένη και εν πολλοίς αναμενόμενη για τους έχοντες στοιχειώδεις γνώσεις ιολογίας.
Το ευτύχημα τώρα είναι πως τα καινούργια αυτά στελέχη είναι λιγότερα επικίνδυνα από την αρχική μορφή του ιού, τουλάχιστον με όσα μας είναι γνωστά μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές και πως τα χρησιμοποιούμενα εμβόλια είναι σε υψηλό βαθμό αποτελεσματικά εναντίον των περισσότερων στελεχών, παλιών και βεβαίως των νέων. Από τώρα όμως μπορούμε να εικάσουμε ότι σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, με τον εμβολιασμό περισσότερων κοινωνικών ομάδων και μεγαλύτερου ποσοστού του πληθυσμού, κάτι που μεταφράζεται και σε μεγαλύτερη συλλογική ανοσία, ο κορονοϊός θα τείνει να εμφανίζεται και να συμπεριφέρεται ωσάν ένας κοινός ιός γρίππης και να προκαλεί ήπια συμπτώματα παρεμφερή με την γνωστή εποχιακή κατανομή της τελευταίας.
Κι’ αν όλα αυτά είναι γνωστά και τεκμηριωμένα, σύμφωνα τουλάχιστον με τις τελευταίες παρατηρήσεις, είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε παράλληλα υπ’ όψιν μας, ότι η εκ των εμβολίων προερχόμενη ανοσία προϊόντος του χρόνου ελαττώνεται σταδιακά, γεγονός πού κάνει την επαναληπτική ή αναμνηστική, όπως αποκαλείται, δόση του εμβολίου υποχρεωτική ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Με βάση όλα αυτά, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι όσο περισσότεροι συμπολίτες μας εμβολιασθούν, τόσο πιο γρήγορα θα ανεγερθεί το περιβόητο και χιλιοειπωμένο τείχος ανοσίας στις κοινωνίες.
Τα καινούργια στελέχη τα οποία προκάλεσαν νέα ανησυχία φαίνεται πως μάλλον δεν ετοιμάζουν κάτι δυσάρεστο στο γενικό πληθυσμό στο μέλλον, με δεδομένο το γεγονός ότι είναι ευαίσθητα στα ήδη υπάρχοντα και χρησιμοποιούμενα από καιρό εμβόλια.
Όμως η πανδημία του κορονοϊού, πέρα απ’ όλα τα σοβαρά προβλήματα που προκάλεσε, κινητοποίησε περαιτέρω τους μηχανισμούς της ιατρικής έρευνας, δημιούργησε αποτελεσματικά εμβόλια σε χρόνο ρεκόρ συγκριτικά πάντα με παλιότερες επιδρομές επιδημιών από άλλους ιούς, κατάφερε και απέκτησε η ιατρική επιστήμη αρχείο με μεγάλο και πρωτόγνωρο υλικό το οποίο στη συνέχεια θα εκμεταλλευτεί για άλλες ανάγκες της, αποκτήθηκε από τους εργαζόμενους στα εργαστήρια πολύτιμη τεχνογνωσία και με τη συλλογή βιολογικών δειγμάτων έγιναν σημαντικά βήματα προόδου τα οποία θα χρησιμοποιηθούν εναντίον σωρείας άλλων νοσημάτων που βρίσκονται στην επικαιρότητα για πολύ καιρό.
Ο καινούργιος χρόνος που διανύουμε θα φέρει οπωσδήποτε μεγαλύτερο ποσοστό ανοσίας στον γενικό πληθυσμό και σαφώς θα μειώσει τους θανάτους λόγω του ιού ετούτου, με την ελπίδα ότι στο μέλλον θα μας επισκέπτεται όπως οι ιοί της γρίππης και θα αντιμετωπίζεται κι’ αυτός αναλόγως, τουλάχιστον από συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες.