Γιατί γράφονται βιβλία και γιατί τα διαβάζουμε; Μια εύκολη απάντηση είναι για να σκοτώσουμε τη μοναξιά μας, για να εκφραστούμε και να επικοινωνήσουμε ή, όπως πιστεύω, για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και γνωρίζοντάς τον να προσπαθήσουμε να γίνουμε αυτό που είμαστε, όπως γράφει ο Πίνδαρος σ’ έναν του Πυθιόνικο.
Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα μου πρόσφεραν τα τρία θαυμάσια μελετήματα του πανεπιστημιακού δασκάλου Νίκου Παπαδημητρίου. Τα δυο πρώτα ήταν «Ένα μετανεωτερικό requiem. Θέματα Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας Τέχνης και Πολιτικής στον 21ο αιώνα» και «Έρως και Πολιτική.
Μία σπουδή θανάτου» για τα οποία είχα μιλήσει παλαιότερα. Σήμερα θα περιοριστώ στο τρίτο «ΕΠΤΑ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ» από τις εκδόσεις Gutenberg. Ο συγγραφέας είναι μουσικός και το διδακτορικό του στη Σορβόννη ήταν στη Φιλοσοφία της Τέχνης. Δίδαξε Νεωτερικό Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και σε άλλα Πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Το βιβλίο αυτό, όπως υποσημαίνει και ο τίτλος του, θα μπορούσε να είναι μια συμφωνία πάνω σ’ ένα αόρατο Θ, που ίσως παραπέμπει στο θάνατο μιας εποχής ευδαιμονίας και υψηλών προσδοκιών που γεννήθηκαν με το διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση και οδήγησαν στη σημερινή δυστοπία που ζούμε καθημερινά. Διαρθρώνεται από επτά παραλλαγές με πρελούδιο και καταληκτική coda.
Κάθε παραλλαγή επικεντρώνεται και εντοπίζει στοιχεία που συνθέτουν την καθημερινότητά μας και προσπαθούν διάφοροι ειδικοί και μη επιστήμονες και σχολιαστές να περιγράψουν και να ερμηνεύσουν ψηλαφώντας τον πόνο μας. Παραθέτει στο τέλος κάθε μιας ένα γνωστό τραγούδι, δυστυχώς αγγλικά, που δεν γνωρίζω και πλούσια βιβλιογραφία για όσους θέλουν να ερευνήσουν περισσότερα. Όπως λέει ο ίδιος έγραψε αυτό το βιβλίο ως ένα κείμενο απολογητικό, ενίοτε με θυμό, σύγχυση, πικρία, αλλά και ευγνωμοσύνη, γιατί ζει, αισθάνεται και κρίνει, ταυτόχρονα κρινόμενος.
Μακάρι όλα αυτά τα συναισθήματα να κυριαρχούσαν στην ψυχή εκείνων που γράφουν μαζί με τον σεβασμό και την αίσθηση ευθύνης που διακρίνει τον συγγραφέα. Είναι ένα βιβλίο που ερεθίζει τη σκέψη μας και εντοπίζει τις ευθύνες όλων που με τις πράξεις τους και τη σιωπή τους παρακολουθούν αδιάφορα όσα συμβαίνουν ή ως ειδικοί επιστήμονες σκάβουν μια τρύπα προκειμένου με την τιποτολογία τους να κερδίσουν μια καριέρα. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Γιώργου Κεντρωτή «Μνήμη Κόμητος Χαριλάου Ακτύπη» που καταλήγει
«τι άλλο του εγύρναγε το μάτι ανάποδα;
Των χειρονακτών οι μοντερνιές,
οι παλιμπαιδισμοί των κυριών της τάξεώς του
και οι ανορθογραφίες εν γένει,
ιδίως όμως εκείνες των ακαδημαϊκών διδασκάλων».
Ο μπαχαλακισμός, ο δήθεν αναρχισμός, οι συλλογικότητες και άλλες αυτόνομες ανοησίες, η φοιτητική υστερία, ο εξευτελισμός των διδασκόντων, τα Εξάρχεια και τα Κίτρινα Γιλέκα απαξιώνουν τη δημοκρατία και βεβηλώνουν κάθε μορφής ιερό. Αφθονούν οι πληροφορίες και η γνώση είναι αγαθό σε ανεπάρκεια.
Υπάρχει μια αλαζονεία της βεβαιότητας, αλλά και της εξουσίας που ακυρώνει τη σκέψη. Η μοναδική ικανοποίηση είναι ο καταναλωτισμός όχι για την κάλυψη αναγκών αλλά παράλογων επιθυμιών που δεν αφήνουν περιθώριο για σκέψη, αναστοχασμό και ελεύθερο χρόνο. Ακόμα και η τέχνη και η γλώσσα φτωχαίνουν και η ανοησία των τηλεοπτικών προγραμμάτων κυριαρχεί. Οι λέξεις έχουν χάσει το περιεχόμενό τους. Είναι απλός θόρυβος, διαξιφισμοί και επίδειξη.
Γι’ αυτό δικαιολογημένα αναρωτιέται ο συγγραφέας αν, αντί να μιλούμε για το τέλος της Ιστορίας, πρέπει να μιλήσουμε για το τέλος του μέλλοντος, όταν αναδεικνύονται ηγέτες μεγάλων χωρών ο Πούτιν και ο Τραμπ. Φυσικό είναι ότι οι περισσότεροι αισθάνονται φόβο, παραίτηση και αβεβαιότητα. Κι αυτά συμβαίνουν στην Ευρώπη των μεγάλων προσδοκιών.
Η ομορφιά αυτού του βιβλίου βρίσκεται ακριβώς στην αλήθεια του και στη λανθάνουσα μουσικότητα του λόγου. Τελειώνοντάς το, είχα την αίσθηση ότι όσο υπάρχουν δάσκαλοι, όπως ο Νίκος Παπαδημητρίου η ελπίδα μιας νέας Άνοιξης δεν χάνεται, όσο κι αν υπάρχει ακόμα αρκετή ξηρασία και πρέπει στο ταξίδι μας να πάρουμε νερό.
*Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος