Toυ Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Η αποκάλυψη των βίαιων συμπεριφορών και των σεξουαλικής φύσεως σκανδάλων εκ μέρους γνωστών ηθοποιών στο χώρο του θεάματος, αποκάλυψε κι ένα άλλο σοβαρό- το σοβαρότερο, κατά τη γνώμη μου- φαινόμενο:  την απουσία πνευματικότητας σ’ αυτό το χώρο. Γιατί υποτίθεται πως το θέατρο δεν είναι απλώς ένας χώρος όπου οι ηθοποιοί-υποκριτές «παίζουν» ένα ρόλο, με σκοπό την ψυχαγωγία και τη διασκέδαση του κοινού. Το θέατρο (κωμωδία ή τραγωδία) απαιτεί ανθρώπους που έχουν στοχαστεί πάνω στο έργο τους, έχουν συνειδητοποιήσει τη σημασία του, την αξία του, το «διδακτικό» του ρόλο, ότι δηλαδή το θέατρο είναι ένα λαϊκό σχολείο. Κι αν αυτό είναι το θέατρο, τότε ο ηθοποιός είναι σαν το δάσκαλο, από τον οποίο απαιτούμε να έχει μια ζωή  κόσμια, να σέβεται τα παιδιά, να τα παραδειγματίζει με τη ζωή και τη διδασκαλία του. Κατά τον ίδιο τρόπο και από τον άξιο του ονόματός του ηθοποιό (πρέπει να) ζητούμε να παραδειγματίζει όχι μόνο με τους ρόλους που υποδύεται αλλά, ως δημόσιο πρόσωπο, και με την όλη βιωτή του.

Ωστόσο, αυτά που ήλθαν στο φως της δημοσιότητας αποκαλύπτουν ότι κάποιοι ηθοποιοί, που μάλιστα εθεωρούντο star στο είδος τους, δεν ήταν παραδείγματα προς μίμηση αλλά προς αποφυγή. Στην περίπτωσή τους δεν ίσχυε η λ. «ηθοποιός», διότι δεν δημιουργούσαν ήθος, δεν διέπλαθαν ηθικούς χαρακτήρες, αλλά ίσχυε η  λέξη «υποκριτής» που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για τον ηθοποιό. Τέτοιοι άνθρωποι είναι «υποκριτές», όχι όμως με την αρχαιοελληνική σημασία, αλλά με τη σημασία που τη χρησιμοποίησε ο Χριστός, όταν χαρακτήρισε τους Φαρισαίους με τη φράση: «Ουαί  υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι   υποκριταί!», δηλαδή με τη σημασία του ανθρώπου που φέρεται με υποκρισία, αυτού που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να μην αποκαλύψει τον αληθινό του εαυτό. Θα πρέπει, βέβαια, να δεχθούμε ότι όλοι μας δεν αποκαλύπτουμε πάντα τον αληθινό μας εαυτό, ότι όλοι κρύβουμε κι ένα μικρό ή μεγάλο υποκριτή μέσα μας και άρα κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Αλλά όταν αυτή η υποκρισία παίρνει αβυσσαλέες διαστάσεις, όταν η απόσταση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και στο «είναι» είναι τεράστια και προπάντων όταν το λαμπερό «φαίνεσθαι» χρησιμοποιείται για να καλύψει το σκοτεινό και επικίνδυνο «είναι», τότε έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που καμιά σχέση δεν έχουν με το ήθος και την πνευματικότητα. Τέτοιοι άνθρωποι, δούλοι του λαμπρού «φαίνεσθαι», είναι στην ουσία κενοί, ακόμη κι αν έχουν γνώσεις, ακόμη κι αν διαγράφουν λαμπρή πορεία στο χώρο τους. Τους λείπει το σπουδαιότερο:  η πνευματική ζωή, η πνευματικότητα.

Τι είναι όμως αυτή η πνευματικότητα; Είναι πολύ δύσκολο να δοθεί ένας σαφής ορισμός, επειδή το πνεύμα «όπου θέλει πνει»: το πνεύμα πνέει όπου θέλει (Ιωάν. 3,8). Ωστόσο, μπορεί κανείς να «περιγράψει» τον όρο. Η πνευματικότητα, σε μια πρώτη προσέγγιση, είναι το βαθύ πνεύμα που μπορεί να έχει κάποιος. Η πνευματικότητα μεταφράζεται ως η ιδιότητα του ανθρώπου με ελεύθερο πνεύμα, του ανθρώπου που είναι ελεύθερος από τη δουλεία των παθών, από καθετί που γοητεύει και υποτάσσει τη συνείδηση, από κάθε εξωτερικό προσδιορισμό. Γράφει ο μεγάλος Ρώσος φιλόσοφος Νικόλαος Μπερντιάεβ: «Το πνεύμα και η πνευματικότητα δεν σημαίνουν καθόλου την υποταγή στην αντικειμενοποιημένη τάξη της φύσης και της κοινωνίας, ούτε τον εξαγιασμό των καθιερωμένων μορφών σ’ αυτό τον κόσμο». Και συνεχίζει: «Απέναντι στον κόσμο το πνεύμα είναι επαναστατικό, δεν εκφράζεται πάνω στη γη από αντικειμενικές διατάξεις, αλλά από την ελευθερία, από τη δικαιοσύνη, από την αγάπη, από τη δημιουργία, από τη διαισθητική γνώση- όχι στην αντικειμενοποίηση, αλλά στην υπαρξιακή υποκειμενικότητα. Η νίκη του πνεύματος στον κόσμο είναι η νίκη του υποκειμένου στο αντικείμενο, του προσωπικού και του ατομικού στο γενικό» (Νικ. Μπερντιάεβ, Πνεύμα και πραγματικότητα, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1968, σ. 223-224).

Οι παραπάνω σκέψεις μπορούν καταρχάς να μας οδηγήσουν στον «αρνητικό» προσδιορισμό της πνευματικότητας: πνευματικότητα είναι η υπέρβαση όλων εκείνων που μας κρατούν δέσμιους του «κόσμου», δηλαδή όλων των καθιερωμένων και αντικειμενοποιημένων μορφών ζωής, όπως είναι π.χ. η μορφή ζωής που προτείνει και σε ένα βαθμό επιβάλλει η τηλεοπτική εικόνα, οι ανελαστικές παραδόσεις, η φυλή, το κοινωνικό σύστημα κλπ. Υπ’  αυτή την έννοια, η πνευματικότητα είναι υπέρβαση των αντικειμενοποιημένων «συμβάσεων», που επιβάλλονται από το κράτος, την κοινωνία, την αιτιοκρατική οργάνωση, είναι η υπέρβαση του αιτιατού. Εν ολίγοις, η πνευματικότητα είναι αντισυμβατική.  Και τούτο, γιατί όταν το πνεύμα ταυτίζεται με τον συμβατικό κόσμο, τότε χάνει το δυναμισμό του, παύει να ενεργεί, παύει να είναι ελεύθερο. Ο Χριστός διαχώρισε το βασίλειο του Καίσαρος από το βασίλειο του Πνεύματος:  όπου επικρατεί το πρώτο, όπου επικρατεί η δύναμη του «κόσμου», εκεί το πνεύμα ασφυκτιά και πεθαίνει, διότι αναγκάζεται να μείνει ανενεργό.

Υπάρχει όμως και ο θετικός προσδιορισμός της πνευματικότητας, που σημαίνει ελευθερία, δικαιοσύνη, αγάπη, δημιουργία, ήθος. Όλα αυτά όμως δεν δωρίζονται από κανένα κράτος, γιατί είναι προσωπικά κατορθώματα, που έπονται μιας βαθιάς καλλιέργειας. Η ελευθερία, ως κύριο γνώρισμα του πνευματικού ανθρώπου, δεν μπορεί να αγνοεί την αγάπη, το ήθος τη δικαιοσύνη, διότι τότε το πνεύμα παύει να δρα, παύει να ενεργεί, παθητικοποιείται. Το βασίλειο του πνεύματος είναι το βασίλειο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης  και της αγάπης, που αγνοεί την αλλοτρίωση και τις σχέσεις δύναμης και κυριαρχίας. «Η πνευματικότητα προσδιορίζει τις σχέσεις της με τον κόσμο όχι ως υποταγή και υπακοή, όχι ως κομφορμισμός, ως προσαρμογή στη δύναμη και στην εξουσία, αλλά ως θυσία αγάπης, ως δώρο ως συμμετοχή στο βάρος του κόσμου», γράφει και πάλι ο Ν. Μπερντιάεβ (ό.π. σ. 226).

Η παραπάνω «περιγραφή» (αρνητική και θετική) της πνευματικότητας δείχνει, νομίζω, όχι μόνο την απόσταση που χωρίζει ένα μέρος των ανθρώπων του θεάτρου  από το πνεύμα, αλλά και πόσο στρεβλή ιδέα έχουμε οι περισσότεροι για την πνευματικότητα, την οποία πολύ συχνά ταυτίζουμε με τις πολλές γνώσεις, με την πολυμάθεια. Οι κατηγορούμενοι άνθρωποι του θεάτρου μπορεί να είχαν όλες τις γνώσεις για το θέατρο και τη δουλειά τους, δεν είχαν όμως πνευματικότητα, ήταν άμοιροι της ευεργετικής πνοής του πνεύματος, που όλα τα αλλάζει, που ανακαινίζει τον άνθρωπο, που τον κάνει σοφό. Ο αρχαίος «σκοτεινός» φιλόσοφος Ηράκλειτος είχε πει ότι η πολυμάθεια δεν μαθαίνει τον άνθρωπο να είναι σοφός (πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει). Εμείς έχουμε θεοποιήσει τη γνώση και αγνοήσαμε τη σοφία, αγνοήσαμε και αγνοούμε το πνεύμα.

Αλλ’ η πνευματικότητα απουσιάζει γενικά από την κοινωνία μας, μια κοινωνία που προβάλλει όλα όσα αφορούν την ευμάρεια, τον πλούτο, και γενικά το «έχειν» σε βάρος του πνεύματος, σε βάρος της ελευθερίας και του ήθους. Επιζητεί τη γνώση και αγνοεί την ηθική και πνευματική καλλιέργεια. Αυτό είναι το λάθος και ίσως η τραγωδία της κοινωνίας μας, που βγάζει πολλούς γραμματισμένους αλλά όχι σοφούς και πνευματικούς ανθρώπους. Και οι καταγγελλόμενοι ηθοποιοί αυτής της κοινωνίας είναι κομμάτι. Γι’ αυτό ας μη μας εκπλήσσουν όσα συμβαίνουν και όσα αποκαλύπτονται.