Το ερώτημα αυτό μπορεί ίσως να θεωρηθεί δευτερεύον ή και περιττό από πολλούς Χριστιανούς, μπροστά στο μεγάλο, το υπερβατικό γεγονός της Ανάστασης του θεανθρώπου. Όμως, ακόμη και σήμερα, 2.000 περίπου χρόνια από τότε που συνέβη, παραμένει, ανοικτό, αφού δεν έχει απαντηθεί με ακρίβεια, παρά το ότι για πολλά, ακόμη και προ Χριστού γεγονότα, γνωρίζουμε με ακρίβεια το έτος που συνέβησαν. Απλά υπάρχουν κάποιες πολύ πιθανές ημερομηνίες τις οποίες θα δούμε παρακάτω.
Πράγματι, προκαλεί έκπληξη και απορία το γεγονός ότι ενώ οι ευαγγελιστές αναφέρουν πάρα πολλά για τη ζωή, τη δράση, τα πάθη και την Ανάσταση του Χριστού, δεν αναφέρουν γι’ αυτά ένα αντίστοιχο έτος και ημερομηνία, πέρα από το γνωστό και μονότονο «επί ποντίου Πιλάτου», ενώ βέβαια αναφέρουν την ημέρα και την ώρα του θανάτου. Ξεκάθαρα θα ήταν τα πράγματα αν ανέφεραν το έτος π.χ. από την αρχή της ηγεμονίας του Πιλάτου ή από το «έτος κτίσεως της Ρώμης» (753 π.Χ.), κάτι που γινόταν συχνά τα χρόνια εκείνα. Ας σημειωθεί ότι η χριστιανική χρονολόγηση που έχουμε σήμερα, καθιερώθηκε πολλούς αιώνες αργότερα (6ο, 8ο, 16ο αιώνα). Να σημειώσουμε ακόμη ότι σπανίζουν οι αναφορές των ιστορικών της εποχής (Ιώσηπος κ.ά.) για τον Χριστό, ίσως επειδή ο Χριστιανισμός θεωρήθηκε αρχικά ως μια αίρεση του Ιουδαϊσμού, υπόθεση δηλαδή μιας μικρής μειοψηφίας στη μακρινή αυτή περιοχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Πράγματι, τα Ευαγγέλια, τα οποία γράφτηκαν από το 48 μ.Χ. μέχρι το 66 μ.Χ., με πρώτον το κατά Μάρκον, (πάντα με το Ιουλιανό –παλαιό- ημερολόγιο που ίσχυε από το 45 π.Χ. -709 από «κτίσεως Ρώμης»), αναφέρουν πως ο Χριστός σταυρώθηκε όταν ηγεμόνας της Ιουδαίας ήταν ο Πόντιος Πιλάτος, επί Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβερίου (Ιουλίου Καίσαρα, 14-37 μ.X.). Γνωρίζουμε ότι ο Πόντιος Πιλάτος ήταν Ρωμαίος επίτροπος, ανθύπατος του Τιβερίου και παρέμεινε στην Ιουδαία από το 26 μ.Χ. μέχρι το 35 μ.Χ., γεγονός που επιβεβαιώνεται από μια επιτύμβια πλάκα που βρέθηκε στην Kαισάρεια (της παλαιστίνης) το 1961.
Οι Ιουδαίοι κατηγόρησαν αρχικά τον Χριστό στον πόντιο Πιλάτο, ο οποίος τον έστειλε στον Ηρώδη Αντύπα (επειδή καταγόταν από την Γαλιλαία, περιφέρεια του Ηρώδη), ο οποίος δεν βρήκε κάτι εναντίον του και τον έστειλε πάλι στον Πιλάτο (Λουκάς κεφ. 23). Ο Ηρώδης Αντύπας ήταν ένας από τους εναπομείναντες γιους (τους άλλους τους δολοφόνησε!) του (αιμοσταγούς-τρελού) Ηρώδη Α’ του Μέγα (38π.Χ.- 4π.Χ.) και ανέλαβε «τετράρχης» (τοπικός ηγεμονίσκος υπάκουος στη Ρώμη) των περιοχών Γαλιλαίας και Περαίας μετά τον θάνατο του πατέρα του το 4 π.Χ.. Ο Ηρώδης Αντύπας βασίλεψε από το 4 π.Χ. μέχρι το 37 μ.Χ. και είναι αυτός που διέταξε τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή.
Εξάλλου τα Ευαγγέλια αναφέρουν ότι ο Χριστός σταυρώθηκε ημέρα Παρασκευή, παραμονή του Εβραϊκού Πάσχα εκείνης της χρονιάς, που ήταν ημέρα Σάββατο (κατά τον Ιωάννη) και ετάφη εκείνο το απόγευμα πριν τη δύση του Ηλίου. Επίσης ότι η Ανάσταση έγινε την επαύριον του Σαββάτου («η μια του Σαββάτου», η μετέπειτα Κυριακή των Χριστιανών).
«και διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου… Αναστάς δε πρωί πρώτη Σαββάτου εφάνη πρώτον Μαρία τη Μαγδαληνή» (Μάρκος, ΙΣΤ’, 1 και ΙΣΤ’, 9).
«Τη δε μιά των Σαββάτων Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί σκοτίας έτι ούσης εις το μνημείον και βλέπει τον λίθον ηρμένον εκ του μνημείου» (Ιωάννης Κ΄, 1-2).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι πρέπει να υπολογίσουμε κατ’ αρχήν τις ημερομηνίες που γιορτάστηκε το Εβραϊκό Πάσχα ημέρα Σάββατο κατά την δεκαετία από το 26 μ.Χ. μέχρι το 35 μ.Χ. (που βασίλεψε ο Πόντιος Πιλάτος), σύμφωνα με την χριστιανική χρονολόγηση (του Ιουλιανού-παλαιού ημερολογίου).
Αλλά το Εβραϊκό Πάσχα εορταζόταν την 14η -15η του (εβραϊκού) μήνα Νισάν (πρών Αβίβ) ο οποίος άρχιζε (ήταν και πρωτοχρονιά) με την πρώτη νέα Σελήνη, ανεξάρτητα αν ήταν πριν ή μετά την εαρινή ισημερία, δηλαδή το Εβραϊκό Πάσχα (εορτή των Εβραίων για την απελευθέρωσή τους από την αιγυπτιακή αιχμαλωσία) συνέπιπτε με την πρώτη εαρινή πανσέληνο αυτού του μήνα. Αν όμως η πανσέληνος έπεφτε Δευτέρα, Τετάρτη ή Παρασκευή τότε εορταζόταν την επόμενη ημέρα ([2]).
Oι ημερομηνίες εορτασμού του Εβραϊκού Πάσχα ημέρα Σάββατο, με βάση τον σημερινό αστρονομικό υπολογισμό των πανσελήνων (βλ.[1], σελ. 272, [3]), από το 26 μ.Χ. μέχρι το 35 μ.Χ., δηλαδή τα χρόνια που βασίλεψε ο Πόντιος Πιλάτος (με το παλαιό ημερολόγιο) είναι: 20 Απριλίου 26, 8 Απριλίου 30 και 4 Απριλίου 33 (μ. Χ.).
Με βάση όμως τον Μετώνειο υπολογισμό των πανσελήνων, που είναι πολύ πιο πιθανόν να χρησιμοποιούσαν τα χρόνια εκείνα, το Εβραϊκό Πάσχα πρέπει να εορτάστηκε Σάββατο στις:
27 Μαρτίου 28, 16 Απριλίου 29, 24 Μαρτίου 31, 12 Απριλίου 32 και 9 Απριλίου 35 (μ.Χ.). Ας σημειωθεί ότι η εαρινή πανσέληνος το 29 μ.Χ. ήταν στις 15 Απριλίου, αλλά ήταν Παρασκευή, οπότε ο εορτασμός του Πάσχα έγινε το Σάββατο 16 Απριλίου.
Είναι λοιπόν φανερό ότι αν γίνει γνωστό το έτος Ανάστασης, τότε προσδιορίζεται και η ημερομηνία. Ποιο όμως από τα παραπάνω έτη είναι το έτος της Ανάστασης;
Λογικά βέβαια πρέπει να το συσχετίσουμε και με το έτος γέννησης του Χριστού, αφού κατά τα ευαγγέλια έζησε 33 έτη. Το θέμα του έτους γέννησης του Χριστού και της έναρξης της αρίθμησης των ετών είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα στο οποίο δεν συμφωνούν όλοι οι ερευνητές. Κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο (Β΄, 1-11) ο Χριστός γεννήθηκε στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας (όπου πήγε για να απογραφεί ο Ιωσήφ, ο άνδρας της Παναγίας), τον καιρό του Βασιλιά Ηρώδη του Μέγα:
«Του δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως, ιδού μάγοι…», επομένως, το 4 π.Χ. ή πριν το 4 π.Χ. (που πέθανε ο Ηρώδης ο Μέγας, ο οποίος διέταξε την σφαγή των νηπίων).
Έτσι έχουμε τα εξής πιθανά έτη γέννησης:
Α. Οι αστρονόμοι λαμβάνοντες ως βάση το «άστρο της βηθλεέμ», αλλά και με μερίδα ιστορικών λαμβάνοντες κυρίως υπόψη την (πρώτη) απογραφή του Καίσαρα Αυγούστου (8-7 π.Χ., επί ηγεμόνα της Συρίας Κυρήνιου) υποστηρίζουν ως πιθανό έτος γέννησης το 7 π.Χ., το οποίο συμβιβάζεται με την (αστρονομική) πανσέληνο του 26 μ.Χ.
Β. Ο Σκύθης μοναχός και εκκλησιαστικός συγγραφέας Διονύσιος ο Μικρός (όπως ταπεινά αυτοαποκαλούταν) (περίπου 470-544 μ.Χ.) ο λεγόμενος “εφευρέτης του Έτους του Κυρίου”, ο οποίος όρισε ως έτος 1μ.Χ., το έτος γέννησης του Χριστού (που το αντιστοίχησε στο 754 από «κτίσεως Ρώμης»). Στην αρίθμηση αυτή οφείλεται η σημερινή (χριστιανική) αρίθμηση των ετών που έχουμε.
Δεν γνωρίζουμε πώς ο Διονύσιος όρισε το έτος 1 μ.Χ., ως έτος γέννησης του Χριστού, πάντως συμβιβάζεται με την (αστρονομική) πανσέληνο του 33 μ.Χ., αλλά έχει και ένα ιστορικό επιχείρημα: όλοι οι ερευνητές συμφωνούν ότι ο Απόστολος Παύλος έγινε Χριστιανός το 34 ή 35 μ.Χ. και σε σύντομο χρόνο μετά την Ανάσταση του Χριστού, οπότε συνάγεται ότι η δημόσια εμφάνιση του Χριστού πρέπει να διήρκησε μέχρι το 33 μ.Χ., οπότε και σταυρώθηκε.
Την άποψη αυτή ενισχύει εν μέρει και ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος αναφέρει ότι η εμφάνιση του Ιωάννη του Βαπτιστή έγινε στα 15 χρόνια από την βασιλεία του αυτοκράτορα Τιβέριου (14-37 μ.X.) άρα το 28 ή 29 μ.Χ., οποίος βάπτισε και τον Χριστό, περίπου στα τριάντα χρόνια του (Λουκάς Γ΄, 1, 23) πιθανόν και το ίδιο έτος (αφού η δράση του Ιωάννη ήταν βραχύβια, το πολύ 6 μήνες) και με την οποία άρχισε τη δημόσια εμφάνισή του ο Χριστός. Έτσι με τα δεδομένα αυτά συνάγεται ως πιθανό έτος γέννησης του Χριστού λίγο πριν το 1 μ.Χ. που είναι κοντά στην άποψη να θεωρήσουμε το έτος 31 ή το 32 μ.Χ. ως έτος της Ανάστασης του Χριστού. Ας σημειώσουμε όμως ότι το επιχείρημα αυτό είναι ασθενές, γιατί μπορεί να ανέλαβε επίσημα ο Τιβέριος, το 14 μ.Χ. (Σεπτέμβριο, ένα μήνα μετά τον θάνατο του Οκταβιανού), αλλά από το 4 μ.Χ. είχε συμμετοχή στη διοίκηση και είχε εξελιχθεί σταδιακά σε συναυτοκράτορα πριν ακόμη πεθάνει ο Οκταβιανός. Γι’ αυτό και μερικοί ιστορικοί (Μ. Παπαθανασίου, [2]) θεωρούν το 12 μ.Χ. ως πρώτο έτος του Τιβέριου οπότε το 15ο έτος της ηγεμονίας του είναι το 26-27 μ.Χ. (που ο Χριστός ήταν 30 ετών) και επειδή η άποψη αυτή συμβιβάζεται και με την γέννηση του Χριστού το 4 π.Χ. (Ματθαίου, σφαγή των νηπίων) θεωρούν ως πιο πιθανό έτος ανάστασης το 30 μ.Χ.
Γ. Άλλοι ιστορικοί βασιζόμενοι κυρίως στο ότι η «σφαγή των νηπίων» με αφορμή την γέννηση του Χριστού, έγινε από τον Ηρώδη τον Μέγα (38π.Χ.- 4π.Χ.) λίγο πριν το 4 π.Χ. ή κατά το 4 π.Χ., υποστηρίζουν ως πιθανότερο έτος γέννησης το 5 π.Χ., αφού ο Ηρώδης πέθανε λίγο καιρό μετά (από 13 Μαρτίου μέχρι 12 Απριλίου του 4 π.Χ. σύμφωνα με τον ιστορικό Ιώσηπο). Eπομένως ο Ιησούς γεννήθηκε πριν τις 13 Μαρτίου του 4 π.Χ. Η άποψη αυτή δεν έρχεται σε σύγκρουση με την απογραφή του 8-7 π.Χ., αφού μπορεί η απογραφή στην συγκεκριμένη περιοχή να έγινε το 5 ή 4 π.Χ. (και η απόφαση να ελήφθη στην Ρώμη το 8-7 π.Χ. λόγω της δυσκολίας των επικοινωνιών τα χρόνια εκείνα). Με το έργο του «Ο Αστέρας της Βηθλεέμ», ο αστρονόμος Κωνσταντίνος Χασάπης (1914 – 1972), έδειξε ότι ο Ιησούς γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 5 π.Χ., δηλαδή λίγες μέρες προ του 4 π.Χ. Με αυτό συνηγορεί και η άποψη των θεολόγων, ότι τα γεγονότα της ζωής του Ιησού από τη Βάπτιση μέχρι το πρώτο Πάσχα του δημόσιου βίου του, έγιναν το πολύ σε 6 μήνες. Άρα ο Ιησούς βαπτίστηκε σε κάποιον από τους τρεις τελευταίους μήνες του 27 μ.Χ. Επομένως, ο Ιησούς γεννήθηκε περί το 4 π.Χ.
Ένα άλλο επιχείρημα υπέρ του έτους γέννησης 4-5 π.Χ. είναι το γεγονός ότι σύμφωνα με τον Κλήμη τον Αλεξανδρινό, ο Χριστός γεννήθηκε στο 28ο έτος της ηγεμονίας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, ο οποίος είχε γίνει κύριος του Ρωμαϊκού κράτους από το 31 π.Χ. (723 από κτίσεως Ρώμης).
Ένα ακόμη ισχυρό επιχείρημα για το ίδιο ενδεχόμενο είναι το εξής: Κατά τον (ευαγγελιστή) Ιωάννη, όταν ο Ιησούς πήγε στα Ιεροσόλυμα για να γιορτάσει το πρώτο Πάσχα (από τα τρία) του δημόσιου βίου του, οι Ιουδαίοι του ζήτησαν σημείο ότι είναι ο Μεσσίας, και αυτός τους είπε: «Γκρεμίστε τούτο τον ναό και σε τρεις μέρες θα τον στήσω όρθιο» (2:19). Τότε οι Ιουδαίοι απάντησαν: «Ο ναός αυτός οικοδομήθηκε σε 46 έτη και εσύ θα τον στήσεις όρθιο σε τρεις μέρες;» (2:20). Κατά τον ιστορικό Ιώσηπο, η ανοικοδόμηση του Ναού άρχισε το 18ο έτος της βασιλείας του Ηρώδη του Μεγάλου, δηλαδή το 20-19 π.Χ (734-735 από κτίσεως Ρώμης), οπότε το πρώτο Πάσχα, μετά το 46ο έτος της ανοικοδόμησης (26-27 μ.Χ.), είναι εκείνο του 27-28 μ.Χ. άρα το τρίτο και τελευταίο είναι το 29 -30 μ.Χ. Συνοψίζοντας, το πλέον πιθανό έτος γέννησης του Χριστού είναι το 4 π.Χ. και πιθανόν η Ανάσταση να έγινε το 29 μ.Χ. ή το 30 μ.Χ . Κατά την γνώμη μου πιο πιθανόν είναι η Ανάσταση να έγινε στις 17 Απριλίου του 29 μ.Χ. λόγω και του (Μετώνειου) Ιουδαϊκού Πάσχα του 29 μ. Χ. ημέρα Σάββατο (το 30 μ.Χ. η εαρινή –Μετώνεια – πανσέληνος έγινε στις 4 Απριλίου ημέρα Τρίτη, ενώ η αστρονομική στις 6 Απριλίου, Πέμπτη). Ίσως κάποιοι υπολογισμοί ή πληροφορίες των ιστορικών να είναι λανθασμένες (όχι φυσικά σκόπιμα) και έτσι δεν είναι δυνατόν μέχρι σήμερα να απομονωθεί πέραν κάθε αμφιβολίας ένα μόνο έτος παθών και Ανάστασης του Χριστού. Ας έχουμε ακόμη υπόψη ότι οι Εβραίοι, μετά την επιστροφή τους από την Βαβυλώνα (536 π.Χ.) είχαν (Βαβυλωνιακό) σεληνιακό ημερολόγιο που διέφερε από το επίσημο (ηλιακό) Ρωμαϊκό Ιουλιανό-παλαιό- ημερολόγιο και είναι πιθανό κάποιο σφάλμα στην αντιστοιχία των ημερομηνιών, αλλά και στον ακριβή καθορισμό των ημερών των φάσεων της σελήνης (νέα σελήνη, πανσέληνος κλπ).
«Τριήμερος εκ τάφου…».
Σχετικό με το έτος Ανάστασης του Χριστού είναι και αυτό που συχνά ακούμε στην εκκλησία, ότι ο Χριστός αναστήθηκε «τριήμερος εκ τάφου….» το οποίο προκαλεί συχνά απορία σε πολλούς, αφού από το απόγευμα της Παρασκευής μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής δεν είναι 3 ημέρες, ούτε καν 2 ολόκληρες.
Κατ’ αρχήν όλα τα ευαγγέλια συμφωνούν στο ότι ο Χριστός σταυρώθηκε Παρασκευή (12-3 μ.μ.), παραμονή του Πάσχα των Εβραίων και ξεψύχησε την «ενάτην ώρα» της παρασκευής, δηλαδή στις 3 το απόγευμα (υπολόγιζαν τότε την ημέρα -με το φως του ήλιου- από τις 6 το πρωί) ετάφη εκείνο το απόγευμα, πριν την δύση του ηλίου, και αναστήθηκε τα ξημερώματα της επομένης του Σαββάτου (Κυριακής για τους Χριστιανούς). Είναι όμως γνωστό ότι η καινούργια ημέρα (ημερονύκτιο) για τους Ιουδαίους τα χρόνια εκείνα στην Ιερουσαλήμ άρχιζε στις 6 περίπου το απόγευμα της προηγούμενης, περίπου με την δύση του Ηλίου (και όχι όπως σ’ εμάς σήμερα στις 12 τα μεσάνυχτα) και τελείωνε το απόγευμα στις 6, δηλαδή από την μια δύση του ηλίου στην άλλη. Έτσι το «τριήμερο», εννοεί-δηλώνει ότι ο Χριστός έμεινε στον τάφο επί τρεις ημέρες: την Παρασκευή (μέχρι τις 6 το απόγευμα), το Σάββατο (από τις 6 το απόγευμα της παρασκευής μέχρι τις 6 το απόγευμα του Σαββάτου) και την Κυριακή (από τις 6 το απόγευμα του Σαββάτου μέχρι την Ανάστασή του τα ξημερώματα της Κυριακής) και όχι επί τρεις ολόκληρες ημέρες (ημερονύκτια). Αυτό το βλέπουμε και αλλού, π.χ. το βράδυ της δικής μας Μ. Πέμπτης γίνεται η ακολουθία των παθών του Χριστού, που έγιναν πραγματικά Παρασκευή, επειδή από την δική μας Πέμπτη το απόγευμα, με την δύση του ήλιου, άρχιζε η Παρασκευή των Ιουδαίων. Εδώ δεν πρόκειται για τον γνωστό μας ακριβή ή επιστημονικό χρόνο, αλλά για παραδοσιακό-λαϊκό θα λέγαμε χρόνο που και σήμερα χρησιμοποιείται από την εκκλησία, αλλά και από τον λαό μας (π.χ. εννιάμερα, σαράντα). Έτσι, της Αναλήψεως του Χριστού, δηλ. τα “σαράντα”, είναι 39 μέρες μετά το Πάσχα, αφού λογαριάζεται ως τεσσαρακοστή και η ημέρα του Πάσχα. Το ίδιο και της Πεντηκοστής που είναι 49 ημέρες μετά το Πάσχα, αφού λογαριάζεται και η ημέρα του Πάσχα! Κάτι ανάλογο έγινε και από τον Διονύσιο τον Μικρό που όρισε ως «έτος 1» το έτος γέννησης του Χριστού (754 από κρίσεως Ρώμης), ενώ αν το όριζε ως «έτος μηδέν», τότε το κάθε επόμενο έτος θα έδειχνε πόσα έτη έχουν περάσει από το έτος γέννησης του Χριστού (έχει επίδραση και στο πρώτο-τελευταίο έτος των δεκαετιών και των αιώνων). Έτσι σήμερα, το 2018, αν θεωρήσουμε σωστό τον καθορισμό του Διονύσιου, έχουν περάσει 2017 έτη και όχι 2018! Αλλά δικαιολογούμε τον πολυμαθέστατο ηγούμενο Διονύσιο τον Μικρό, αφού τότε στο Ρωμαϊκό σύστημα αρίθμησης δεν υπήρχε ο αριθμός μηδέν!…
Καλό Πάσχα
Βιβλιογραφία
- Στ. Θεοδοσίου-Μ. Δανέζης, Η Οδύσσεια των Ημερολογίων, τόμος Β΄, 1995.
- https://fdathanasiou. wordpress.com/2012/05/01/7854/
- http://astropixels.com/ ephemeris/phasescat/phases0001.html
* Ο Δημήτρης Ι. Μπουνάκης είναι καθηγητής Μαθηματικών, επ. Σ.Σ.Μ.
[email protected]