Με απωθεί γενικώς ο κηρυγματικός λόγος. Ο δογματισμός, η έπαρση, ο στόμφος, η λεκτική εκζήτηση των ιεροκηρύκων της εκκλησίας μας. Έτσι, το βιβλίο «Διδαχαί και λόγοι (1716)» του Ηλία Μηνιάτη (Άρτος Ζωής, Αθήνα 2020) έμεινε λίγο καιρό στο ράφι.
Αλλά όταν το άνοιξα διαπίστωσα ότι ο λόγος του βρίσκεται στον αντίποδα των ανωτέρω χαρακτηριστικών. Ότι ο ιερωμένος συγγραφέας υιοθετεί μια ευλύγιστη, απλή και κατανοητή γλώσσα, χαριτωμένη και κομψή, που απεκδύεται τον αρχαιοπρεπή ακαδημαϊσμό της εποχής και ενδύεται μια θερμότητα που αντανακλά τη θερμότητα μιας πίστης θρησκευτικής μαζί και ηθικής, όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στην «Εισαγωγή».
Διαπίστωσα ότι το βιβλίο του Μηνιάτη συνιστά μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μορφή κειμένου της νεοελληνικής μας γραμματείας, με ενδιαφέρον όχι μόνο θεολογικό, αλλά και φιλολογικό, γλωσσικό, κοινωνιολογικό.
Απόλαυσα την κομψή λαϊκή γλώσσα, τα πολλά ρητορικά σχήματα, τις αποστροφές, τις μεταφορές, τις έντεχνες σιωπές και τις εξίσου έντεχνες κορυφώσεις, την θεατρικότητα του κηρυγματικού λόγου, τις αφηγηματικές του αρετές (για παράδειγμα τις μετατοπίσεις του πανταχού παρόντος αφηγητή), την πρωτόγνωρη πλαστικότητα, το πάθος για την πίστη και για το υπόδουλο γένος…
Δεν ξέρω αν θα είχα απολαύσει όλα αυτά αν δεν είχα οδηγηθεί στο σώμα του κειμένου από μια πύλη εξαίσια, από έναν λόγο που σέβεται εξαρχής το κείμενο και τον αναγνώστη. Πρόκειται για την απόλυτα εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη «Εισαγωγή» της επιμελήτριας του τόμου Τασούλας Μαρκομιχελάκη.
Η εγνωσμένου κύρους ερευνήτρια, καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γνωστή για το λαμπρό ερευνητικό και συγγραφικό της έργο, αντλώντας από το αξιόπιστο κείμενο της πρώτης έκδοσης (1716), μας παραδίδει αποκαθαρμένο και αναγνώσιμο το σημαντικό αυτό τεκμήριο γραφής.
Στην «Εισαγωγή» μαθαίνω για τη ζωή του κεφαλονίτη συγγραφέα, για τη γέννησή του το 1669, για τις σπουδές του στη Φλαγγίνειο Σχολή της Βενετίας, τη χειροτονία, την εκδοτική δράση του, την ευδόκιμη θητεία του στην από άμβωνος και από καθέδρας διδασκαλία, την παραμονή του στη Βενετία ως διευθυντής της Σχολής και την έλευση στην Πόλη, την κηρυκτική δράση του στο Φανάρι, τη συμμετοχή του σε διπλωματικές αποστολές, τις περιοδείες του στην Πελοπόννησο, την πρόωρη αποχώρησή του από τη ζωή το 1714.
Για μια σύντομη, γεμάτη δράση, μετακινήσεις και γνωριμίες ζωή. ζωή που σφραγίστηκε από τη διδασκαλία και το κήρυγμα, για τα οποία γνώρισε την αποδοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που τον ανέδειξε σε επίσημο ιεροκήρυκά του και του έδωσε τον χαρακτηρισμό «νέος Χρυσόστομος».
Πληροφορούμαι ακόμη για ζητήματα ορολογίας, ύφους, γλώσσας, πηγών και απηχήσεων, καθώς και για τις αρχές της έκδοσης. Κυρίως, για τις αρετές του κηρυγματικού του λόγου, τη ζωντάνια την οποία επιτυγχάνει ο Μηνιάτης με σκηνοθετικές και θεατρικές εν γένει τεχνικές. Δύο αποσπάσματα από τη διδαχή «Τη Αγία και Μεγάλη Παρασκευή»:
Ω, υπόκρισις, υπόκρισις των Φαρισαίων και ιερέων του καιρού ετούτου, και πόσον ημπορείς να πλανέσης τον κοινόν λαόν, οπού βλέπει τα μακρά κράσπεδα του ιερού σχήματος, και δεν βλέπει την κρυφήν υπερηφάνειαν και φιλαργυρίαν; Οπού βλέπει κάποιες μικρές ψευματινές αρετές και δεν βλέπει μεγάλες αληθινές κακίες;». (σελ. 384).
«Ω, απανθρωπία του αχαρίστου λαού! Όλοι θέλουσι ζωντανόν τον Βαραββάν. Και τον Ιησούν; Σταυρωθήτω! Μα ποίον είναι το πταίσιμόν του; Τους λέγει ο ηγεμών: “Τι γαρ κακόν εποίησε;” Σταυρωθήτω!». (σελ. 390)
«Ψυχή του καλού μας Πατρός, του θείου εσταυρωμένου μας Ιησού, τι λέγεις; Άφες αυτοίς. ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. Πώς; Άφες αυτοίς· Ναι, γλυκύτατέ μου Ιησού, άφες αυτοίς δια ετούτην την ώραν, ας δοθή εις όλους συγχώρησις· ίσως θέλουσιν ιδεί μίαν φοράν το σφάλμα τους να διορθωθούσιν. Άφες αυτοίς». (σελ. 400).
Το «Επίμετρο», με κάποια επιπλέον κείμενα του Ηλία Μηνιάτη, το Γλωσσάριο, τα Ευρετήρια και την Βιβλιογραφία, συμπληρώνει τον άρτιο από κάθε άποψη τόμο. Πρόκειται για ένα λαμπρό εκδοτικό εγχείρημα το οποίο, εκτός από την επιστημονική εγκυρότητα, τις αναφορές σε ειδικά φιλολογικά και εκδοτικά ζητήματα, που δίνονται με εξαιρετικά εύληπτο τρόπο, συνιστά ένα εκδοτικό κόσμημα, μια βιβλιοφιλική έκδοση.
Οφείλουμε λοιπόν πολλά στην επιμελήτρια Τασούλα Μαρκομιχελάκη και στο Ίδρυμα Βιβλικών Σπουδών «Άρτος Ζωής» (ιδιαιτέρως στον διευθυντή του Σταύρο Ζουμπουλάκη) για την ολοκληρωμένη σύγχρονη αυτή έκδοση, η οποία, εκτός των άλλων, καθώς αποτυπώνει τον πόνο και το πάθος για το υπόδουλο γένος, μας υποδεικνύει πώς θα έπρεπε να γιορτάσουμε την επέτειο των 200 χρόνων της εθνικής μας παλιγγενεσίας.