Η κυρία Πολυξένη, στην γειτονιά μας παλιά, Μικρασιάτισσα, άτεκνη χήρα δικηγόρου με την σύνταξη του οποίου ζούσε, ήταν μονόχνοτη και πολύ παράξενη. Μισούσε, θα έλεγε κανείς, όλο τον κόσμο. Ιδιαίτερα έβρισκε ενοχλητικά τα παιδιά, που συνεχώς έπαιζαν στους δρόμους, κυνηγητό ή μπάλα τα αγόρια, κουτσό ή σκοινάκι τα κορίτσια, κρυφτό αγόρια και κορίτσια… Όταν άκουγε τις φωνές τους και τα έβλεπε να παίζουν έξω από το σπίτι της, όπου ο δρόμος ήταν κάπως φαρδύτερος και τους βόλευε, οργισμένη τα έδιωχνε.

-Φύγετε απ’ εδώ, αλήτες! Κι εσείς, τα κορίτσια, σουρτούκες! Δεν ντρέπεστε; Μάνες δεν έχετε να σας συμμαζέψουν; Μεσημεριάτικα…

Και τα έβριζε με χειρότερους ακόμη χαρακτηρισμούς.

Της κυρίας Πολυξένης το σπίτι ήταν πιο περιποιημένο από τα δικά μας. Είχε και ένα μικρό κήπο στην πρόσοψη με πλακόστρωτο δρομάκι στην μέση, με τριανταφυλλιές και γαριφαλιές και άλλα παράξενα λουλούδια δεξιά και αριστερά, που τα περιποιούνταν με πολλή αγάπη, σαν να ήτανε παιδιά της, που ο Θεός δεν της είχε κάνει την χάρη να της δώσει. ” Ίσως ήταν θέλημα Θεού να μην αποκτήσω παιδιά. Έφυγε νωρίς ο μακαρίτης…” έλεγε παίρνοντας ύφος θλιμμένο.

Εννοούσε τον άντρα της.

Με δύο μόνο ευκατάστατες γειτόνισσες καταδεχότανε απλώς να μιλήσει. Φιλίες δεν είχε, παρέες δεν έκανε. Τους άλλους τους μισούσε ή τους σιχαινόταν ή απλώς τους περιφρονούσε. Ήταν ψηλομύτα και ακατάδεχτη. Ζούσε ζωή μοναχική. Η ίδια είχε φοιτήσει ως τις δύο τάξεις γυμνασίου στο Ομήρειο Παρθεναγωγείο Σμύρνης. Θεωρούσε τον εαυτό της μορφωμένο, ανώτερο από τους άλλους, τους αγράμματους.

Η κυρία Πολυξένη, αν και περιφρονούσε και μισούσε όλο τον άλλο κόσμο, πίστευε ότι, επειδή έκανε τον σταυρό της και προσευχόταν συχνά, και νήστευε κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, και όλες τις μεγάλες γιορτές, και επειδή άναβε συχνά κεριά και λαμπάδες στην εκκλησία, ακράδαντα πίστευε ότι, όταν πεθάνει, ο Θεός θα την τοποθετήσει στον Παράδεισο. Αυτό το καταλάβαινε κανείς από τα λόγια της, όποτε μιλούσε για την θρησκεία μας μαζί της.

Πώς τελικά η κυρία Πολυξένη έζησε την υπόλοιπη ζωή της και πώς πέθανε, δεν ξέρω να σας πω, γιατί εγώ στο μεταξύ έφυγα από την γειτονιά και πληροφορίες γι’ αυτήν δεν έτυχε να μου δώσει κανείς.