Στις τελευταίες δεκαετίες ο εθνικός μας βίος μαστίζεται από διαρκείς κρίσεις. Κρίση οικονομική, υγειονομική, εθνική, ηθική. Ωστόσο όλα αυτά θα έπρεπε να θεωρούνται αναμενόμενα, αφού ο τρόπος που εφαρμόζεται στην πράξη η πολιτική της χώρας μας, αντί να οδηγεί στην αποτροπή μάλλον ευνοεί την καλλιέργεια των φαινομένων αυτών. Το θέμα έρχεται ξανά στην επικαιρότητα από τον τρόπο που διεξάγεται ο προεκλογικός αγώνας των κομμάτων, θέμα στο οποίο θα επανέλθομε παρακάτω. Προς το παρόν ας εξετάσομε την πολιτική ζωή της χώρας με κάποια παραδείγματα.
Θα ξεκινήσω από την επάρατη οικονομική κρίση, που οι παρενέργειές της άφησαν δυστυχώς πολλά θύματα πίσω της και εξακολουθούν να μαστίζουν ακόμη τη χώρα. Αντί τότε οι πολιτικές δυνάμεις, οι διανοούμενοι και οι τεχνοκράτες να καθίσουν όλοι μαζί και να αναζητήσουν τις πιο ευνοϊκές λύσεις και αντί όλες οι δυνάμεις του Έθνους να εμφανιστούν ενωμένες και να διαπραγματευθούν από κοινού με τους δανειστές και την Μέρκελ, ώστε να επιτύχουν την πιο ευνοϊκή οικονομική αντιμετώπιση, με την μικρότερη πολιτική εξάρτηση, θυμάστε φαντάζομαι τι συνέβη. Κάθε πολιτικός που προαλειφόταν για τον πρωθυπουργικό θώκο, χρησιμοποιούσε μια πομπώδη αντιμνημονιακή ρητορική και ο εξουθενωμένος πολίτης τον εμπιστευόταν και του ανέθετε την κυβέρνηση, ώσπου να καεί κι αυτός.
Και ερχόταν ο επόμενος, χρησιμοποιώντας και αυτός την ίδια αντιμνημονιακή ρητορική, ενώ γνώριζε εξ αρχής ότι δεν θα εφαρμόσει αυτά που λέει και θα προδώσει τον Έλληνα και την άμοιρη πατρίδα. Και το γαϊτανάκι συνεχιζόταν: Αντιμνημονιακή ρητορική σήμερα, μνημονιακή υποταγή αύριο. Δεν είναι τυχαίο που εδώ ακριβώς επινοήθηκε ο νέος όρος στην πολιτική ζωή: Η «πολιτική της κωλοτούμπας». Και τι ειρωνεία! Επινοήθηκε από αυτούς που τον εφάρμοζαν στην πράξη, μόνο που όλοι τον χρησιμοποιούσαν για τους πολιτικούς τους αντιπάλους και δεν αντιλαμβάνονταν ότι ο λαός το χρησιμοποιούσε για όλους.
Ας μου επιτραπεί να αναφέρω ακόμη ένα παράδειγμα από την κοινωνική ζωή του τόπου. Πριν από κάποια χρόνια η Ελληνίδα Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου προέβη στην συγκλονιστική ομολογία του βιασμού της, από ιθύνοντα της Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, μάλιστα στο ξεκίνημα της αθλητικής της σταδιοδρομίας.
Και η δημόσια ομολογία της αποτέλεσε την θρυαλλίδα που πυροδότησε σωρεία σεξουαλικών βιασμών και κακοποιήσεων σε πολλούς χώρους και όχι μόνο γυναικών αλλά παιδιών και εφήβων· ήρθαν στην επιφάνεια παιδοφιλία, βιασμοί βάναυσοι, κακουργήματα, δράματα. Και αντί οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας να ανησυχήσουν και να ενσκήψουν ευθύς αμέσως με σεβασμό και σοβαρότητα στο πρόβλημα, αντί να αναζητήσουν τα νομικά κενά, να θεσπίσουν νέους νομικούς κώδικες και ό,τι άλλο ήθελε παραστεί ανάγκη, το καθιστούν και αυτό αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση επιδίδονται σε μια μακρόσυρτη διελκυστίνδα αμοιβαίων κατηγοριών και επικρίσεων και μέσα από μια ατελείωτη διαμάχη για το ποιος είχε φίλο τον Λιγνάδη και άλλα παρόμοια, απομακρύνουν τη συζήτηση από την ουσία του φαινομένου, εκπέμποντας μια απέραντη «κατινιά», απαράδεκτη. Δεν λέω, μπορεί στο τέλος να ληφθούν κάποια μέτρα, αλλά όταν πλέον το θέμα θα έχει χάσει την κοινωνική δυναμική και έχει υποβαθμισθεί η ουσιαστική του διάσταση.
Περιορίζομαι σε αυτά τα δύο παραδείγματα. Όμως δεν είναι τα μόνα. Το ίδιο συνέβαινε καθημερινά με την θανατηφόρο πανδημία, με τα ελληνοτουρκικά και τα χίλια μύρια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, τα μείζονα και τα ελάχιστα, χωρίς διάκριση. Και στις περισσότερες περιπτώσεις κάποιος απαιτεί και έρχεται το θέμα για συζήτηση στη Βουλή. Και τότε αντί οι πολιτικοί αρχηγοί να επιστρατεύσουν τους σοφούς του Έθνους ή έστω των κομμάτων τους και να εκφράσουν τεκμηριωμένα τις απόψεις τους, καλούν τους επικοινωνιολόγους και ετοιμάζουν τις ατάκες τους. Αντί του επιστημονικού ορθολογισμού και του τεκμηριωμένου επιχειρήματος κυριαρχεί η πολιτική του εντυπωσιασμού και της ατάκας. Και αντί της σύγκλισης καλλιεργείται η απόκλιση, αντί της συναίνεσης η αντιπαράθεση και η πόλωση.
Από την άλλη πλευρά είναι γνωστό ότι η κοινωνία έχει αλλάξει. Στην σύγχρονη κοινωνία με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, στην οποία λειτουργούν οι πανίσχυροι οικονομικοί όμιλοι και δεσπόζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα εθνικά κράτη αποδυναμώνονται σημαντικά και ενισχύονται οι δυνάμεις της αγοράς.
Η πολιτική εξουσία εξασθενεί και ενισχύεται η οικονομική εξουσία. Με άλλα λόγια η πολιτική ορίζεται περισσότερο από τους οικονομικούς παράγοντες και η οικονομική διπλωματία είναι πολύ ισχυρότερη από την πολιτική διπλωματία. Δεν μπορείς λοιπόν μέσα σε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων, παρά να επιδιώκεις συναινέσεις και να λειτουργείς προσεκτικά, με χειρουργική ακρίβεια θα έλεγα, γιατί οι άλλοι καιροφυλαχτούν και το λάθος κοστίζει, κυρίως όταν πρόκειται για μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα. Αν λοιπόν οι πολιτικοί θέλουν να ενισχύσουν τη θέση της χώρας μας και να έχουν επίδραση στην πολιτική πράξη θα πρέπει, μετά τις εκλογές, να αναζητήσουν κοινά σημεία γύρω από τα οποία θα εμφανιστούν ισχυρά συσπειρωμένοι. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν διαφαίνεται από την προεκλογική συμπεριφορά κομμάτων και προσώπων.
Κατ’ αρχάς θεωρώ ότι κάθε προεκλογική αναμέτρηση είναι μια καλή ευκαιρία για να δοκιμαστεί η πολιτική ωριμότητα ενός λαού. Είναι επίσης βέβαιο ότι σε περιόδους κρίσεων ευνοείται ο λαϊκισμός και η δημαγωγία και νομίζω ότι στην παρούσα περίσταση τα παρακμιακά αυτά φαινόμενα δεν απουσιάζουν. Όσο μπορώ να κρίνω ο προεκλογικός αγώνας διεξάγεται μέσα στο διχαστικό κλίμα που περιγράψαμε παραπάνω. Πόλεμος σωστός. Όλοι εναντίον όλων. Όσο μπορώ να κρίνω από τα μέχρι στιγμής τεκταινόμενα η προεκλογική αναμέτρηση δεν συμβαίνει σε ένα πολιτισμένο και ισορροπημένο επίπεδο. Σκληρές αντιπαραθέσεις σε επίπεδο αρχηγών, αμοιβαίες κατηγορίες και υπονοούμενα στοχοποιήσεις προσώπων, κλπ.
Απουσιάζουν οι συζητήσεις για τα μείζονα προβλήματα του έθνους, κουβέντα για την εξωτερική πολιτική, για τα εθνικά και τα διεθνή προβλήματα που απειλούν τον κόσμο και τη χώρα. Δεν γίνεται καμία συζήτηση σε επίπεδο προγραμμάτων και σχεδιασμού για το παρόν και το μέλλον. Όλοι εμφανίζονται ως σωτήρες, ως Μεσσίες, αλλά έτσι από το πουθενά. Οι κυβερνώντες προβαίνουν σε νέες παροχές και οι αντιπολιτευόμενοι υπόσχονται ακόμα περισσότερες όταν έρθουν στην εξουσία.
Οι προεκλογικές διακηρύξεις θυμίζουν πλειοδοτικούς διαγωνισμούς. Ωστόσο το να μοιράζεις προϋποθέτει ότι πρώτα παράγεις. Και περί τούτου ουδέν.
Και θεωρώ ότι αυτές οι αποκλίσεις και οι διαμάχες δεν προκύπτουν επειδή υπάρχει απόκλιση των αξιών που πρεσβεύει κάθε κόμμα. Δεν είναι το πολιτικό περιεχόμενο των κομμάτων που εμποδίζει την συναίνεση και την επικοινωνία. Αυτό θα ήταν συνεπές και θα παρείχε νομιμοποίηση της διαφοροποίησης. Όμως, δυστυχώς δεν είναι το εθνικό, αλλά το εκλογικό συμφέρον. Είναι οι ψήφοι που προσδιορίζουν αυτήν πολιτική συμπεριφορά.
Σήμερα το καλύτερο πολίτευμα εξ όσων γνωρίζομε είναι αυτό που εφαρμόζεται και στη χώρα μας: Η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Και το πολίτευμα αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη κομμάτων. Χωρίς κόμματα δεν μπορεί να λειτουργήσει η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Τα κόμματα πάλι εκ των πραγμάτων διαφέρουν στις αξίες που ενσαρκώνουν.
Οι διαφορές στο σημείο αυτό είναι θεμιτές και αναμενόμενες. Είναι επίσης χρήσιμες γιατί με βάση αυτές μπορούμε να ασκήσομε την «πολιτική του μέτρου» που διακήρυξε ο Αριστοτέλης. Και μέτρο σημαίνει σύνεση, συναίνεση, σύγκλιση προς το κοινό συμφέρον. Όμως, οι πολιτικοί μας αντί για την «πολιτική του μέτρου» προτιμούν την πολιτική της μετριότητας. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την ποιότητα της προεκλογικής περιόδου.
Ωστόσο στην εποχή των κρίσεων και στην κοινωνία της διαρκούς διακινδύνευσης πρέπει τελικά όλοι να πράξουμε το χρέος μας, να ασκήσομε το εκλογικό μας δικαίωμα. Και ποιον άραγε να ψηφίσομε; Ως προς το κόμμα, δεν έχει κανείς κανένα δικαίωμα να κάνει καμιά υπόδειξη σε κανέναν. Αυτό αποτελεί αποκλειστικό δικαίωμα κάθε πολίτη. Ως προς το πρόσωπο θεωρώ ότι πρέπει να αναζητήσομε πρωτίστως το ήθος του υποψηφίου! Αυτό είναι που κυρίως μας λείπει σήμερα.
* Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης