Άνοιξη, Απρίλιος, πριν από το Πάσχα. Μέρα ηλιόλουστη, καταγάλανος ουρανός μετά από την αφρικανική σκόνη που θόλωνε την ατμόσφαιρα. Με το αυτοκίνητο είχαν ανεβεί σ’ έναν από τους ψηλούς λόφους που περιβάλλουν τον κόλπο του Ηρακλείου.  Ο Στέφος που οδηγούσε είπε.

– Ως εδώ. Ψηλότερα ο δρόμος δεν πάει.

Η Βούλα, γεροντοκόρη κομμουνίστρια, αφιερωμένη στο κόμμα όπως οι μοναχές στον Χριστό, και καταπληκτική ζωγράφος (Πολλοί καλλιτέχνες αριστερίζουν… Παράξενο!), βγήκε πρώτη από το αυτοκίνητο και κοίταζε γύρω και κάτω προς τον κόλπο. Ήταν φίλη από την Θεσσαλονίκη, παιδιόθεν, της Χριστίνας, της γυναίκας του Στέφου, και την φιλοξενούσαν.

– Καλέ, τι ωραία που φαίνονται όλα! Από εδώ πραγματικά απολαμβάνεις την ομορφιά της άνοιξης στην Κρήτη. Ήλιος, φωτεινή ατμόσφαιρα, ευχάριστη ζεστούλα, πράσινες πλαγιές, κίνηση κάτω στο Ηράκλειο, πλοία στο λιμάνι, αεροπλάνα προσγειώνονται και απογειώνονται, κόσμος χαρούμενος κινείται στους δρόμους της πόλης… Τι μικρά που φαίνονται όλα από εδώ! Σαν ζωγραφιά… Τι ωραία περνάτε εσείς εδώ! Ποπό! Αυτά τα κίτρινα λουλουδάκια έχουν πλημμυρίσει όλη την πλαγιά προς τα κάτω… Τι πολλά και πόσο όμορφα είναι…

– Είναι ξινίδες. Έτσι τις λέμε εδώ. Πραγματικά, όμορφες είναι, εξηγούσε η Χριστίνα. Δες στα αριστερά σου. Μία ολόκληρη αποικία από παπαρούνες.

– Α, κατακόκκινες! Τι όμορφες! Αχ, δίπλα τους και  άγριες μαργαρίτες. Καλέ, και από τα αγκάθια σας εδώ έχουν ανθίσει όμορφα λουλούδια. Και μέλισσες τριγυρίζουν στα λουλούδια… Ήμερες είναι ή άγριες; Εγώ τις φοβάμαι πολύ τις μέλισσες. Α! Και άλλα λουλούδια… Αυτά πώς τα λένε; Τι παράξενα σχήματα έχουν και πόσο όμορφα χρώματα… Μου θυμίζουν σκηνές κηρυγμάτων ευτυχίας  από το κόμμα μας. Παρόμοιες αφίσες έχω ζωγραφίσει κι εγώ.

– Ποπό ερωτήσεις! απάντησε η Χριστίνα. Τόση εντύπωση σου κάνουν; Ούτε τα λουλούδια ξέρω πώς τα λένε ούτε για τις μέλισσες ξέρω αν είναι ήμερες ή άγριες. Πάντως φυλάξου μη σε τσιμπήσουν.

– Εγώ τώρα, διέκοψε η Βούλα, αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι στον ουρανό, σε όμορφο παράδεισο, και από ψηλά κοιτάζω κάτω τους θνητούς, χαρούμενους κι αυτούς, να κινούνται μέσα στην ωραία τους πόλη.

– Μακάβρια αλλά επιτυχημένη η παρομοίωσή σου.

Πολιτική συζήτηση σε ανοιξιάτικο τοπίο
– Όλα είναι πολύ όμορφα. Αλλά κρίμα, σε μια τόσο όμορφη χώρα να έχομε ψευτοδημοκρατικό πολίτευμα και κυβέρνηση που εκμεταλλεύεται τον λαό. (Η Βούλα θέλησε να συνεχίσει συζήτηση που είχαν αρχίσει μέσα στο αυτοκίνητο, όσο ανέβαιναν στην βουνοπλαγιά). Σκέψου την ακρίβεια τώρα με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όσοι έχουν μεγάλες επιχειρήσεις και χρήμα βρήκαν την ευκαιρία – το δικαίωμα αυτό το έχουν στην χώρα μας –  για παράλογες  ανατιμήσεις προϊόντων και για εκμετάλλευση του λαού. Να πλουτίσουν ακόμη περισσότερο. Τεχνητές ελλείψεις… Αισχροκέρδεια… Να πιουν το αίμα του λαού. Και η κυβέρνηση τους βοηθά. Στις λαϊκές δημοκρατίες αυτά απαγορεύονται. Και με την Ουκρανία τώρα κατηγορούν τον Πούτιν…

-Δεν μου λες, Βούλα, την διέκοψε η Χριστίνα. Αλήθεια, οι λαοί περνάνε καλύτερα στις χώρες με τα κομμουνιστικά καθεστώτα;  Μα εγώ δεν ξέρω κανέναν ιδεολόγο κομμουνιστή να φεύγει από χώρα ελεύθερη σε χώρα με κομμουνιστικό καθεστώς, για να περάσει εκεί καλύτερη ζωή. Αντιθέτως βλέπω πολλούς, και συχνά, να δραπετεύουν από χώρες κομμουνιστικές προς τον ελεύθερο κόσμο μας, προς την δημοκρατία.

– Ε! φώναξε ο Στέφος. Σταματήστε την συζήτηση για τα πολιτικά. Πάλι θα μαλώνετε;  Τι φίλες είστε εσείς….

– Εγώ θα έλεγα, επέμενε η Χριστίνα, να πείσομε, ας πούμε, τον Κουτσούμπα –  και να του δώσουμε και λεφτά –  να πάει στην Ρωσία, για να ζήσει εκεί καλύτερα, αφού έχει τέτοια εμπιστοσύνη στον κομμουνισμό.

– Είπα, σταματήστε αυτήν την συζήτηση!

Ο Στέφος είχε τα νεύρα του, γιατί στο σπίτι είχε πει, αστειευόμενος ,στην Χριστίνα να ρωτήσει την Βούλα –  που εξακολουθούσε να είναι ωραία γυναίκα –  αν ήταν ακόμη παρθένα. Και η γυναίκα του θύμωσε, γιατί της φάνηκε χοντρό το αστείο, και ψιλομαλώσανε.

– Άσ’ τον αυτόν να φωνάζει, είπε η Χριστίνα. Εμείς είμαστε φίλες πραγματικές. Κι ας διαφωνούμε. Από τα παιδικά μας  χρόνια. Θυμάσαι τις βόλτες μας  στην παραλία του Λευκού Πύργου;

Αγκάλιασε και φίλησε στο μάγουλο την Βούλα.

– Αχ, ξεχάστηκα! Κορινοϊός!

Γέλασαν και οι δύο.