Ανατριχιαστικό αν και αναμενόμενο το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών. Τα μηνύματα απ’ όλη την Ευρώπη στην ίδια κατεύθυνση. Βασική παράμετρος της συντηρητικής αυτής στροφής η απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών. Στον φρενήρη ρυθμό της παγκοσμιοποίησης, δεν λέμε νομίζω τίποτα καινούργιο, αν υπογραμμίσουμε, πως οι άνθρωποι συνθλίβονται και ασφυκτιούν. Κεντρικά πρόσωπα και κατά βάση θύματα αυτής της σύγχρονης ολιγαρχίας, οι νέοι της Ευρώπης και του κόσμου γενικότερα.

Οι νέοι άνθρωποι που σπουδάζουν και στη συνέχεια κάνουν ουρές στην ανεργία. Οι νέοι άνθρωποι που υποαπασχολούνται και αμείβονται με μισθούς πείνας. Οι εργοδότες έχουν αποθρασυνθεί. Εργασία χωρίς ωράρια, σε συνθήκες που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Αποζημιώσεις, κατά βάση, των τετρακοσίων ευρώ, μισθοί που κυμαίνονται από 600 – 800 ευρώ κατά κύριο λόγο. Σε απόγνωση εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι στη χώρα και αρκετά εκατομμύρια σε όλη την Ευρώπη.

Αν εξαιρέσουμε κάποιους κλάδους που ακόμη αμείβονται αξιοπρεπώς – άραγε για πόσο ακόμη – οι υπόλοιποι εκμεταλλεύονται αισχρά κάθε νέο άνθρωπο. Όχι πως στις μεγαλύτερες ηλικίες τα πράγματα είναι καλύτερα.

Εστιάζουμε στους νέους γιατί εκεί χτίζεται, σχήμα λόγου, το μέλλον. Εκείνο λοιπόν που κυριαρχεί είναι η εξάντληση και η απογοήτευση. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι νέοι άνθρωποι προσπαθούν να κατανοήσουν που έφταιξαν. Τι έκαναν λάθος, σε μια κοινωνία που τους ζήτησε να είναι άριστοι, να μορφωθούν, να αποκτήσουν προσόντα και δεξιότητες. Ε και λοιπόν; Τι άλλο θα πρεπε να κάνουν;

Εκείνο λοιπόν που φοριέται και τους προτείνετε είναι η στροφή στην καινοτομία. Τώρα πως γίνεται όλοι να είναι καινοτόμοι δεν μας το εξηγεί κανείς!

Βεβαίως από την άλλη πλευρά οι επιχειρηματίες αυξάνουν τα κέρδη τους. Οι τομείς της κατασκευής, της πληροφορικής, της ιατρικής, του τουρισμού, των τραπεζών, καταγράφουν ρεκόρ. Στηρίχθηκαν, και σωστά, στην πανδημία για να ανταπεξέλθουν. Μόνο που τώρα συνεχίζουν όλοι τους στην ίδια λογική. Κανείς δε βλέπει το κόστος ζωής και τις ανάγκες των εργαζομένων. Γκρινιάζουν μάλιστα, απορούν και διαμαρτύρονται γιατί δεν βρίσκουν «φτηνά» εργατικά χέρια. Το κράτος αδιαφορεί!

Η Ευρώπη από τη δική της πλευρά πρωταγωνιστεί στο χορό αυτό. Ήταν και είναι εκείνη που από την εποχή της οικονομικής κρίσης πρόβαλε την ανταγωνιστικότητα και εξαρτούσε το δείκτη αυτό με το κόστος της εργασίας στην Ευρώπη. Λες και η σύγκριση αυτή έχει τέλος. Εννοώ πως όσο κι αν κατεβάζουμε το κόστος,  θα υπάρχουν , δυστυχώς, περιοχές του πλανήτη που θα έχουν φτηνότερα εργατικά χέρια.

Ως εκ τούτου  το ζητούμενο θα πρεπε να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η Ευρώπη να δουλεύει για την αυτάρκεια της – η ενεργειακή της εξάρτηση αποδεικνύει περίτρανα την αδυναμία πολιτικού σχεδιασμού και στόχευσης – και από την άλλη να επενδύει στην ποιότητα ζωής που συνδέεται άμεσα και με τις αμοιβές των εργαζομένων και την παροχή δημόσιων αγαθών, όπως η υγεία και η εκπαίδευση, τουλάχιστον.

Η πολιτική συζήτηση λοιπόν στην Ευρώπη θα πρεπε να εστιάζει στην απασχόληση με ευρωπαϊκούς όρους. Οι κατώτατοι μισθοί δεν μπορούν στον ευρωπαϊκό χώρο να είναι κατώτεροι  των 1200 ευρώ.

Αυτό δείχνουν όλα τα στατιστικά στοιχεία. Αυτή πρέπει να είναι η στόχευση, και όχι οι μισθοί της πείνας και της μιζέριας.

Μάλιστα προτείνονται όλα αυτά από ανθρώπους οι οποίοι αμείβονται με αρκετές χιλιάδες ευρώ μηνιαίως και που τα επιδόματα τους είναι πολλαπλάσια των μισθών πολλών εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη. Το τίμιο λοιπόν θα ήταν οι μισθοί στον ευρωπαϊκό χώρο να συνδεθούν με τους μισθούς των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τομές και ρίξεις απαιτούνται αν μας ενδιαφέρει η εξέλιξη του θεσμού της Ένωσης και η αντιστροφή στην απαξίωση και τον σκεπτικισμό, που την ακυρώνει. Απαντήσεις στα μεγάλα καθημερινά προβλήματα απαιτεί η κοινωνία. Δυστυχώς τόσο τα κράτη, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπηρετούν τυφλά και απροκάλυπτα την ολιγαρχία, αφήνοντας στην τύχη τους τους πολίτες.

Ας ελπίσουμε πως σύντομα θα δούμε αντιδράσεις και προοδευτικές πολιτικές πρωτοβουλίες που θα κινούνται προς την κατεύθυνση αυτή, γιατί διαφορετικά δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν τα φασιστικά μορφώματα και η κυριαρχία τους.

* Ο Μανόλης Αλεξάκης είναι εκπαιδευτικός