Η αυθαίρετη υποκειμενική χρήση βίαιων μέσων στην πολιτική είναι αυτονόητη σε φασιστικές ιδεολογίες και ομάδες που στοχεύουν στη βάναυση καταδυνάστευση των άλλων. Η ίδια πρακτική δεν επιτρέπεται να εφαρμόζεται σε ελεύθερες δημοκρατικές συνθήκες, από κοινωνικές ομάδες και άτομα που αγωνίζονται για την κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη. Και όμως, η υποκειμενική χρήση βίας από κλειστές μεμονωμένες σέκτες είχε αρχίσει να θεωρείται από πολλούς ως «επαναστατική» (!) στην ιστορική συγκυρία της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Τότε άρχισε να συντελείται το εξής παράδοξο: η χρήση της «τυπικά μη έννομης», αλλά κοινωνικά – ηθικά  ως νόμιμης θεωρούμενης βίας εναντίον της δικτατορίας, μεταλαμπαδεύτηκε, άκριτα, στις θεσμικά δημοκρατικές συνθήκες της μεταπολίτευσης. Στη σύγχυση αυτή – σύμφωνα με την οποία ο υποκειμενικά θεωρούμενος «καλός» σκοπός αγιάζει ακόμη και ορισμένες δολοφονίες – βοήθησε, τότε, και το λεγόμενο «αντάρτικο πόλεων» στη Δ. Ευρώπη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Έτσι άρχισε να ατονεί στην Ελλάδα, όλο και πιο επικίνδυνα, η αρχή της ευνομίας. Βασική προϋπόθεση της έννοιας αυτής είναι ότι το σύγχρονο κράτος δικαίου πρέπει να έχει το μονοπώλιο στην ως νόμιμη (θεωρούμενη) χρήση της φυσικής βίας, στην επικράτειά του.

Η ανεξέλεγκτη υποκειμενική χρήση βίας, όπως π.χ. σε εγκλήματα βεντέτας, καταδεικνύει ότι χωρίς το μονοπώλιο αυτό από τους δημόσιους και κοινωνικά ουδέτερους θεσμούς μπορεί να επικρατήσει  η βαρβαρότητα και ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων». Υπενθυμίζω και τη μέχρι θανάτου αυτοδικία σωφρονιστικών υπαλλήλων το 2014 στις φυλακές Νιγρίτας εναντίον βαρυποινίτη, επειδή ο τελευταίος είχε δολοφονήσει πιο πριν συνάδελφό τους. Εύστοχα είχε σχολιάσει, τότε, ο Γιάννης Μεταξάς ότι οι πρακτικές αυτές καταλύουν το θεσμικό κράτος.

Βέβαια, οι δημόσιοι θεσμοί στη χώρα μας  – και ιδιαίτερα η πολιτική – έχουν πολλές ελλείψεις: προπαντός, δεν είναι τόσο ουδέτεροι και αντικειμενικοί όσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Γι’ αυτό και φθάσαμε στη σημερινή κρίση και παρακμή. Οι ελλείψεις αυτές, μαζί με την απουσία μιας νομικής κουλτούρας και της συναφούς αξιοκρατίας προσφέρουν, σίγουρα, εναύσματα για άνομες συμπεριφορές – ιδιαίτερα στους νέους.

Δεν είναι παράδοξο που ορισμένα παιδιά διαμορφώνουν μια αντικομφορμιστική, μέχρι και εχθρική διάθεση προς το κράτος και τους δημόσιους θεσμούς: αυτό γίνεται, ιδιαίτερα, όταν η διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού είναι καχεκτική• όταν οι πολιτικές ελευθερίες δεν θεωρούνται ως ένα πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και τα δικαιώματα των άλλων δεν τυγχάνουν σεβασμού. Μέσα σε όλα αυτά, η χρόνια υπονόμευση του κράτους δικαίου και της ανοχής στη χρήση υποκειμενικής βίας, όχι μόνο συντηρεί τις κοινωνικές και πολιτικές παθολογίες, αλλά και τις κλιμακώνει επικίνδυνα.

Οι πρακτικές της μη έννομης και κοινωνικά μη νόμιμης βίας στη μεταπολίτευση είναι πολλές και διαφέρουν μεταξύ τους. Υπενθυμίζω την ιδεοληπτική «αυτοανακήρυξη» της κλειστής «οργάνωσης 17 Νοέμβρη» στους ρόλους του δικαστή, του «εκτελεστή» και του ιδεολογικού ινστρούχτορα (με εκείνες τις τόσο μανιχαϊστικές ανακοινώσεις με τις ηθικολογίες του ασπρόμαυρου, μετά από κάθε χτύπημα).

Σήμερα έχει γίνει πλέον ευρύτερα αντιληπτό πώς η πρακτική αυτή δεν είναι επαναστατική, όπως αφελώς την έβλεπαν ορισμένοι, αλλά αποτελούσε μια ιδεολογική παράκρουση και παράνοια: μια παράνοια που χαρακτήριζε τις πλείστες  οργανώσεις του εκκοσμικευμένου «αντάρτικου πόλεων», όπως αυτή της «Μπάαντερ- Μάινχοφ» στην τότε Δ. Γερμανία, αλλά και τις πρόσφατες ακραίες ισλαμικές οργανώσεις των Ταλιμπάν ή του ΙΣΙΣ.

Οι «αντιεξουσιαστές» των διαφόρων ομάδων που διαδέχτηκαν τη «17 Νοέμβρη» τείνουν, στη βάση τις τυφλών ιδεοληψιών τους, να ποδοπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, να μη σέβονται ανθρώπινες ζωές και περιουσίες και να καταστρέφουν την πόλη και τα μέσα μεταφοράς, κάνοντας έτσι χειρότερη τη ζωή των πολιτών.

Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί απ’ αυτούς είχαν και έχουν διασυνδέσεις με ποινικούς του κοινού εγκλήματος. Σε σύγκριση με τις ομάδες αυτές, φαίνεται ότι τα μέλη του Ρουβίκωνα ιδιοποιούνται το ρόλο των αυτόκλητων «τιμωρών» χωρίς να βάφουν τα χέρια τους με αίμα, δίχως ωστόσο να συνειδητοποιούν πως ο «ακτιβισμός» τους περικλείει αυταρχικά και εν μέρει φασιστικά σπέρματα. Σχετικά, θυμίζω την ταινία, «ένας άνδρας βλέπει κόκκινο», με τον Τσαρλς Μπρόνσον – βέβαια σε πολύ βιαιότερο επίπεδο, αφού ο πρωταγωνιστής προχωρούσε σε εν ψυχρώ εκτελέσεις.

Από τον Ρουβίκωνα αποφεύγονται οι δολοφονίες, προκαλούνται όμως καταστροφές σε ξένες πρεσβείες, δημόσια ιδρύματα και επιχειρήσεις.  Ο αρμόδιος υπουργός, αντί να ακολουθεί μια συνεπή πολιτική που αποτρέπει αποτελεσματικά τις λογής- λογής αυτές βίαιες επιδρομές που καταρρακώνουν την ευνομία και το κράτος δικαίου καθώς και τη διεθνή εικόνα της χώρας, περιορίζεται μάλλον σε ευχολόγια και χαρακτηρισμούς, όπως: τα μέλη του Ρουβίκωνα κινούνται πολιτικά «με τα τέσσερα σαν τα μωρά» κ.λπ.

Η περαιτέρω επέκταση πρακτικών βίας σε όλη την κοινωνία συνδέεται, ιδιαίτερα, με την παθητική στάση και ανοχή του θεσμικού κράτους, όταν η υποκειμενική χρήση βίας υποκινείται από …«πολιτικούς» σκοπούς (!). Δεν λαμβάνεται υπόψη πως, «όχι τα συνθήματα, αλλά τα μέσα που χρησιμοποιείς αποφασίζουν πού πας στην πολιτική». Έτσι παρεισέφρησαν  κάποιες βίαιες πρακτικές και στις μαζικές συγκεντρώσεις των  «αγανακτισμένων» κατά την πρόσφατη κρίση.

Υπενθυμίζω τους προπηλακισμούς εναντίον βουλευτών και άλλων δημοσίων προσώπων. Ακόμη και οι προπηλακισμοί εναντίον του Δημάρχου Θεσσαλονίκης, κ. Μπουτάρη, ανήκουν στις ίδιες βίαιες πρακτικές και δεν έχουν σχέση με τη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη, στο πλαίσιο παρακρατικών ακροδεξιών κύκλων. Οι τότε συνθήκες του 1963 είναι εντελώς διαφορετικές από τις σημερινές: «δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι», είχε προειδοποιήσει ο Ηράκλειτος.

Με όλα αυτά και τόσα άλλα, η χώρα μας παρουσιάζεται, διεθνώς, ως ξέφραγο αμπέλι: ανασφαλής και αναξιόπιστη.  Από τη μια υπάρχει η ανασφάλεια από τις ιδεοληπτικές εμμονές και τα βίαια καπρίτσια των «γνωστών αγνώστων» αντιεξουσιαστών ή «ακτιβιστών» και από την άλλη η πολιτική αστάθεια, μαζί με την αβάσταχτη φορολογία καθώς και μια αδιαφορία προς την επιχειρηματικότητα. Μερικά από τα αποτελέσματα όλων αυτών είναι το κλείσιμο ή η μεταφορά πολλών επιχειρήσεων σε άλλες χώρες, η χρόνια παρεμπόδιση ξένων επενδύσεων και – αναπόφευκτα – η συνεχιζόμενη ανεργία, υποαπασχόληση και φτώχεια.

 

*Ο Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής  Πανεπιστημίου Κρήτης