Ο Μανούσος, καλοκαμωμένος ντελικανής, ομορφόκορμος, γερός και θαρραλέος, δεν άντεχε τη σκλαβιά της Γερμανικής Κατοχής. Ήταν αμούστακο παιδί στη Μάχη της Κρήτης, δεκαεξάρης –και σε δυο χρόνια αντρώθηκε κιόλας κι είχε πύρινη λαχτάρα να κάνει το ρεμέδιο του και το χρέος του για την Κρήτη και τη Λευτεριά της. Ο ίδιος είχε κυνηγήσει τότε όπως μπόρεσε το σιδερόφραχτο καταχτητή που ‘χε φτάξει ουρανόφερτος κι ανεπιθύμητος στα ματωβαμμένα  και ιερά χώματα της Γης των πατέρων του.

– Μαυρίλα μωρέ πλάκωσε λογιών των λογιών… Δεν τη βαστώ. Καταπλακώνεται η ψύ’ μου. Ώρα μου να πιάσω τα βουνά. Δεκαοχτάρης πάω μπλιό κι αφού η Πατρίδα μου έχει τσ’ ανάγκες τση, έχω κι εγώ να κάμω το χρέος μου… Στα βουνά δα βγω να σμίξω με τσ’ άλλους κι ο θεός βοηθός…

Αυτά σιγομουρμούριζε το παλικάρι κι ένοιωθε την πρώιμα ωριμασμένη νιότη του να λαβουρδανίζει από λαχτάρα και την καρδιά του να φτεροκοπά. Ένοιωσε την ανάγκη ‘κείνη τη στιγμή, να βγει για λίγο από το χωριό σα σκιά μέσα στη νύχτα.

Τι να φοβηθεί και ποιόν όταν το είναι του τραντάζεται συθέμελα από του ‘γδικιωμού τον πόθο; Ένοιωθε να τον μαραίνουν κι οι βαρειαναστεναγμοί της χαροκαμένης μάνας του που είχε χάσει στον αγώνα τον παινεμένο πρωτογυιό της και τουφέκισαν και τον κύρη του, ένα λεβεντάντρα δυο μέτρα μπόι πριν λίγο καιρό στην Αγυιά. Από το κλάψε κλάψε απόκαμε η άμοιρη κι από νωρίς λούφαξε στο παραγώνι με βλέφαρα βαριά, ενώ τα δάκρυα δεν είχαν ακόμη στεγνώσει στα πρωιμογερασμένα μάγουλά της.

– Γιάε  Μανούσο, μη σε γυρέψω πάλι τη νύχτα να μη σε βρω στην κοιμηθιά σου γιατί αλίμονό σου καλότυχε… Σπλαχνίσου με σκιάς εσύ που αμοναχός μ’ απόμεινες. Δεν έχω άλλα δάκρυα παιδί μου…

Εκείνος σίμωσε και της χάιδεψε την κεφαλή πάνω από το βαθειοβαρμένο μαυρομάντηλο.

– Ησύχασε Μάνα μου. Κοντά σου θα ‘μαι όσο κι αν μ’ αποδιώχνει η μάνητα του άδικου. Δεν είσαι όμως μοναχή σου. Μανάδες κι οι άλλες. Μα κι η Κρήτη. Μάνα κι εκείνη…

Καθώς άνοιξε, έτριξε η παλιά ξυλόπορτα στο αποφαγωμένο από το χρόνο πέτρινο κατώφλι κι η μάνα ανοιγόκλεισε για μια στιγμή τα κουρασμένα μάτια της. Μα ήταν τόσο αποκαμωμένη που ξανάγειρε στη βύθιση των πικρών στοχασμών…

Ο λύχνος αχνόφεγγε με μια χλωμή φλόγα κι ο Μανούσος σαν έριξε μια ματιά κι είδε τη μάνα του σαν κουλουριασμένο κουφάρι στο παραγώνι τράβηξε το πανωπόρτι και πήρε το δρόμο για τα Κισσαμίτικα αμπελοχώραφα.

Έσταζε το φεγγάρι κι ασήμωνε τ’ αμπέλια που φορτώθηκαν τα ευλογημένα το γλυκό κοκκινέλι για να δώσουν πάλι έστω κι απεριποίητα, την καινούρια σοδειά. Δροσιά κι ανέτριξη στο είναι των αγωνιστών της Κρήτης ήταν τούτο το δώρο της γης που το ‘πιναν ηδονικά στην κερατόκουπα, σαν το ‘κανε η ευχή του Θεού να τους φέρουν κανένα φλασκί ευλογημένο «ανάμας».

– Όσο βγάζει μωρέ Μανούσο η Γης μας τούτο το χυμό από τα σωθικά της δε θα σωθεί και το αίμα από τις φλέγες μας.

Του ‘λεγε καμιά φορά ο ενενηντάχρονος παππούς του, που ζούσε τυφλός, λαχταρώντας με τα νεκρά του μάτια ν’ αντικρύσει τη Λευτεριά της Κρήτης.

– Κι όσο η γης μας δίδει τούτη τη μεταλαβιά στ’ Αγιοπότηρο της εκκλησίας, τόσο θα γεμίζει και το κορμί μας με τη δύναμη και τη Χάρη του Σταυρωμένου Σωτήρα. Γροίκα με και μένα που θάμπωσαν τα μάτια μου στον καπνό του πολέμου και βάρυναν τ’ αυτιά μου από τις μπαταριές στσι επανάστασες Τση Κρήτης. Λογοπιάνεις Μανούσο παιδί μου τσι κουβέντες που σου λέω;

– Ναι παππού, γροικώ τσι και λογοπιάνω τσι και μη κακοβάνεις.

Κι αλήθεια τα ‘γραφε στο νου του το παλικάρι τα στοχαστικά λόγια του χαροκαμμένου  γερο-παππού του Καπετάν –Μανούσου, που ‘χε και τ’ όνομά του.

– Κουράγιο παππού κι υπομονή να γίνει το ποθούμενο. Κι εμείς με τη σειρά μας επήραμε στους ώμους μας το βάρος του δικού σας χρέους.

– Ας είναι γεροί οι ώμοι σας παιδί μου για ν’ αντέξουν το βάρος μιας τέτοιας κληρονομιάς. Μαγάρι να προφτάξετε εσείς, όσα εμείς δεν είδαμε. Μα, πάλι στη χαρά θ’ απιλογάται κι η ψυχή μας απ’ τα βαθειά του Άδη. Καιρός μου μπλιό ν’ αναπαυτώ. Τι με κρατεί μένα στη γη γυιέ μου; Να θωρώ τη θυγατέρα μου στα μαύρα βουτημένη με δάκρυα και πόνο; Ζήσε εσύ βλαστάρι μου και κάμε ό,τι σε φωτίσει η Χάρη του Θεού…

Κι απόψε η Χάρη Του τον φώτισε να βγει νυχτιάτικα στην εξοχή, Μάη καιρό κι όχι για πρώτη φορά. Ήθελε ν’αντροπατήσει στα χώματα που πριν δυο χρόνια βάφτηκαν με αίμα, πολύ αίμα… ξένο και δικό…

– Γιατί αλήθεια μια τέτοια σπατάλη  ζωής και νιότης; Σκεφτόταν το παλικάρι.

Κι όπως έκανε τις σκέψεις του δρασκελούσε τα εξοχικά μονοπάτια. Έκοβε δρόμο από κακοτοπιές, κοντοστεκόταν ν’ ανασάνει τον αέρα που του φαινόταν πως μύριζε μπαρούτι και του ξεσήκωνε πιότερο την πεθυμιά για δράση. Κοντοστάθηκε και σκούπισε με την ανάποδη της παλάμης το ιδρωμένο μέτωπό του. Είχε ξεκορφίσει κι ετοιμαζόταν να κατηφορίσει μ’ αλαφροπάτητα ζάλα σαν το ρυάκι που ανταμώνει το ποτάμι και κατρακυλά για το γιαλό.

Ο γιαλός: Να τος ο γιαλός. Δεν απείχε και πολύ. Άκουγε καθαρά το φλοίσβο που ‘καναν τα κύματα, μια μπρος, μια πίσω, γλείφοντας τα ορθόστητα βράχια της έρημης ακτής, άφησε τη ματιά του ν’ αγκαλιάσει το Κρητικό το πέλαγο και με βαθιές εισπνοές σαν να πάσχιζε ν’ αποθηκέψει όλη την υγρή δροσεράδα στα πνεμόνια του.

– Κρήτη, παντέρμη Κρήτη, γιατί σε συνορίζονται όλοι;

Μονολογούσε

– Μα θέλει και ρώτημα;

Ξαναπαντούσε μόνος του.

– Για ξάνοιξε ακρογιάλια. Σκέτη δαντέλα, πλεγμένη ‘πιτήδεια από άξια χέρια δουλεύτρας κοπελιάς.

Κι όπως γυρόφερνε το βλέμμα στην υγρή απεραντοσύνη του Κρητικού πελάγου, τον συνεπήρε μια σημαδούρα που κινιόταν πάνω στα κύματα. Πότε σταματούσε για λίγα δευτερόλεπτα και πότε κινιόταν σαν κήτος που χάνει την ισορροπία του και ξεκόβγει από τη δικολογιά του ψάχνοντας να τη βρει.

– Τι να είναι αλήθεια η σημαδούρα αυτή που κάνει πήγαινε-έλα πάνω στον αφρό;

Γεμάτος περιέργεια κάθισε πάνω σ’ ένα βραχάκι και παρακολουθούσε την ανερμήνευτη κίνηση…

– Να μη κοντοσιμώσει μωρέ; Έκανε με το νου του.

Περνούσε ο χρόνος ο ασταμάτητος, κυλούσαν οι ώρες. Μια, δυο ήταν; Τρεις; Δεν ήξερε γιατί ρολόι δεν είχε. Μα από το φεγγάρι που είχε ανεβεί αρκετά ψηλά και κόντευε να μεσουρανήσει, καταλάβαινε ότι είχε περάσει ώρα πολλή. Στο γύρισμα της νύχτας απ’ ότι υπολόγισε, ο καιρός άλλαξε. Δυνατό βοριαδάκι φυσούσε, δροσερό πολύ, που τον έκανε ν’ αναριγά. Σχεδόν κρύωνε. Ξετίναξε τους ώμους του νιώθοντας έντονα το ρίγος στο σφριγηλό κορμί του μα το δυνάμωμα του Βορρά έσπρωξε πιότερο τη σημαδούρα και λίγο λίγο την έφερνε προς τη γυρογιαλιά.

– Τι να ‘ναι άραγε; Ρωτούσε πάλι. Κανένα ψόφιο δελφίνι που το λάβωσαν άσπλαχνα χέρια;

Φίλος του ανθρώπου το δελφίνι. Ποιοι απάνθρωποι ήθελαν το κακό του; Μα πάλι όχι. Όσο πλησίαζε η σημαδούρα έπαιρνε πιο συγκεκριμένο σχήμα: πόδια απλωμένα στα κύματα και χέρια το ίδιο απλωτά, μεγάλα, τεράστια. Άνθρωπος είναι σκέφτηκε κι όχι δελφίνι… αναρίγησε σ’ αυτή η σκέψη, όχι από φόβο αλλά από συγκίνηση ανθρώπινη.  Πιότερο τώρα από πριν, κυριευμένος από περιέργεια , πετά τα ρούχα που φορούσε και ρίχνεται στο νερό.

Κοντοσιμώνει στη σημαδούρα. Ναι, χωρίς αμφιβολία ήταν άνθρωπος. Ανθρώπινο σώμα απονεκρωμένο. Κουφάρι. Ποιος ξέρει από ποια  συμπλοκή ή από ποιο ναυάγιο να ξέκοψε, φτάνοντας ως εκεί. Κάνει κολυμπώντας γρήγορες κινήσεις και το φτάνει, το αρπά από το λαιμό αγκαλιάζοντας την κεφαλή με το ένα χέρι. Με το άλλο κολυμπούσε έτσι όπως κάνουν οι ναυαγοσώστες όταν προσπαθούν να σώσουν λουόμενους που κινδυνεύουν.

– Λες να ζει και να προλάβω; Μακάρι. Κάνει μια γρήγορη τολμηρή σκέψη. Τον βάζει στην άκρα του γιαλού και τον αφουγκράζεται… Ανεμιγή καμιά. Ούτε ανάσα ούτε της καρδιάς χτύπος. Παγωμένος και νεκρός από ώρες.

Ο ψιλόλιγνος ξανθός άντρας ήταν ντυμένος με στολή Άγγλου αξιωματικού. Έψαξε τις τσέπες του και βρήκε σε αδιάβροχη θήκη όλα τα προσωπικά του μικροπράγματα: ταυτότητα, διαβατήριο, φωτογραφίες, επιστολές. Του έβγαλε το σακάκι και το ρολόι και τα φύλαξε σε μια γωνιά. Ύστερα έσυρε και το κουφάρι με τα γεροδεμένα χέρια του και το τοποθέτησε σε μιαν άκρη.

Βρήκε σε μια γωνιά πεταμένα κάτι κομμάτια από ξύλα και παλιοσίδερα, έσκαψε ένα λάκκο μ’ αυτά κι έθαψε μέσα το πτώμα. Τοποθέτησε στο σώμα του το σημείο ξύλινου προχειροφτιαγμένου Σταυρού και το σκέπασε με πολλές πέτρες, βότσαλα και άμμο. Έβαλε σημαδούρα το βραχάκι που προστάτευε τον αιώνιο ύπνο του άγνωστου αξιωματικού, πήρε τα πράγματά του και με δρασκελιές γρήγορες άρχισε ν’ ανηφορίζει για το χωριό.

Δεν ένιωθε φόβο, ήταν παιδί ψυχωμένο. Μόνο μια βαθιά συγκίνηση του γέμιζε το είναι και σκέψεις, πολλές σκέψεις τον κυρίευαν, που όλο και πλήθαιναν, πλούταιναν, γίνονταν εικόνες όλο φως. Γίνονταν μορφές σχεδόν ξεκάθαρες, μα άγνωστες.

Ήταν του άγνωστου νεκρού η δικολογιά- όλοι μαζί, που λαχταρούσαν να τον ξαναβρούν. Ήταν τα γονικά του, τ’ αδέρφια του, γυναίκα και παιδιά, μικρομέγαλα αγγελούδια που άπλωναν τα χέρια γεμάτα λαχτάρα να καλοδεχτούν τον ξενιτεμένο τους αγωνιστή που πάλευε με τα στρατεύματα των συμμάχων και τους Έλληνες για τη Λευτεριά.

Με τη συντροφιά των σκέψεων δεν κατάλαβε πότε ξαναγύρισε στο χωριό, στο σπιτικό του. Μισάνοιχτο ακόμη το πανωπόρτι όπως το άφησε, το απώθησε και κοίταξε μέσα. Ο λύχνος έκαιγε τις τελευταίες σταγόνες του λαδιού και το φυτίλι λαμπάδιαζε. Μπήκε μέσα πατώντας αλαφρά, σαν ήρεμη πνοή ανέμου. Η μάνα του ακουμπισμένη ακόμα στο παραγώνι με τα μάτια κλειστά και τα δάκρυα στεγνωμένα, ούτε που τον άκουσε. Είχε ξυπνήσει δυο-τρεις φορές πριν, μα δεν τον είχε βρει στην κοιμηθιά του… Κι αποφάσισε να πλαγιάσει, μα να τον περιμένει.

Ο Μανούσος έβαλε στο λύχνο καινούργιο φυτίλι, τον γέμισε λάδι κι άρχισε να φυλλομετρά τα βρισίμια   με μια συγκίνηση ιερή. Το βλέμμα του ερευνητικό αν και κουρασμένο από τους κόπους και την αγρύπνια, περιεργαζόταν εικόνες και λέξεις σε μια γλώσσα εντελώς άγνωστη γι’ αυτόν. Κοίταζε τις φωτογραφίες, τις σφραγίδες τα γράμματα. Ό, τι απόμεινε από μια ανθρώπινη ιστορία… Έτσι όπως τα φαντάστηκε στο δρόμο του γυρισμού του για το σπίτι.

Έβαλε το σακάκι σε μια καρέκλα για να στεγνώσει κι ακριβοφύλαξε σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί τα υπόλοιπα. Ύστερα κατάκοπος έγειρε στην κοιμηθιά του. Ο ύπνος δεν άργησε να του γαληνέψει το κουρασμένο του κορμί. Μα οι σκέψεις γίναν όνειρα, πολλά όνειρα. Σκιές άγνωστες σε μια συμμαχική χώρα μακρινή, έπαιρναν αγάλι-αγάλι μορφές ξεκάθαρες και πιο συγκεκριμένες μια κι είχαν ταυτιστεί με τις φωτογραφίες που είχε δει στο φως του λύχνου.

Η μάνα του ξύπνησε πριν τα χαράματα, τον βρήκε να γαληνεύει στα στρωσίδια του κι ανάσανε ανακουφισμένη. Άλλη μια δύσκολη νύχτα είχε περάσει…

Πέρασαν κι άλλες ακόμη δύσκολες νύχτες της σκλαβιάς. Κάθε μια με τη δική της μικρή ή μεγάλη ιστορία. Κάποτε όμως πέρασαν κι οι νύχτες της Κατοχής. Γλυκοχάραξε κι η Λευτεριά για ν’ απαλύνει τον πόνο τόσου χαμού, τόσης ‘ματοχυσίας. Να στεγνώσει τα δάκρυα και να μαλακώσει την πίκρα της ορφάνειας και του σπαραγμού. Η πολυπόθητη Λευτεριά έχυσε βάλσαμο στις πληγές και φως ελπίδας στις καρδιές  τις αδούλωτες των σκλάβων.

Κι ο Μανούσος, τ’ άξιο παλικάρι, συνέχισε τη ζωή, καθώς προστάζει η Φύση, η μοίρα κι η νιότη. Παντρεύτηκε κι όταν κάποτε πήγε ένα ταξίδι στην Αθήνα με τη γυναίκα του, δεν παρέλειψε να φέρει μαζί του τα θυμητάρια τ’ ακριβοφυλαγμένα, πολέμου απομεινάρια και να τα παραδώσει στην Αγγλική Πρεσβεία.

Εκείνοι άνοιξαν τα κατάστιχά τους και διάβασαν στα χαρτιά τους τα ονόματα των αγνοούμενων. Ανάμεσά τους και ο Άγγλος Αξιωματικός της αληθινής ιστορίας μας. Ειδοποιήθηκε η οικογένειά του κι ήρθαν στην Κρήτη. Σκάψανε στο σημαδεμένο τόπο της ακρογιαλιάς και βρήκανε τα λείψανα του δικού τους αγαπημένου. Τα ‘βρεξαν με τα δάκρυα της λαχτάρας τους και της σβησμένης τους ελπίδας κι ετοίμασαν τη μετακομιδή τους στην Πατρίδα.

Γνωρίσανε και το Μανούσο που του εκφράσανε την απέραντη ευγνωμοσύνη τους γιατί είχε θάψει τον άνθρωπό τους για να γαληνέψει η ψυχή του. Αγνή και δυνατή φιλία ένωσε τις δυο οικογένειες των Ελλήνων και Άγγλων κι αντάλλαξαν από τότε επισκέψεις πολλές και γράμματα. Δεθήκανε φιλικά κι αδελφικά για πάντα…

Γιατί ο πόλεμος αφανίζει πολλές χαρές, σβήνει πολλές ελπίδες και προσδοκίες. Χαλά  νιάτα, χύνει άδικο αίμα, σκορπά κατάρα και όλεθρο. Υπάρχουν όμως και στιγμές στη δίνη του πολέμου που δένουν τους ανθρώπους, ακόμα κι εχθρούς. Όσο για τους συναγωνιστές γίνονται διπλά σύμμαχοι και φίλοι σαν το προστάζουν οι Νόμοι της Ανθρωπιάς, της ευγνωμοσύνης και της αμοιβαίας αγάπης και παραδοχής.