Η φράση αυτή  έχει κεντρική θέση στο έργο του Θουκυδίδη, του σπουδαιοτέρου  ιστορικού της αρχαιότητας,του πρώτου επιστήμονος ιστορικού,  που σημαίνει αντικειμενικού ιστορικού λόγω της μεθόδου του  και αποδεικνύει χωρίς αμφιβολία την αντίθεσή του προς τις απόψεις του καιρού του για το δίκαιο του δυνατού και το θεμιτό της βίας.

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Θουκυδίδης συνέγραψε την Ιστορία του Πελοποννησιακού  πολέμου, του εμφυλίου πολέμου των πόλεων της αρχαίας Ελλάδος που διήρκεσε 27  χρόνια και έληξε με ήττα των Αθηναίων  από τους Σπαρτιάτες (431-404 πχ).

Την τελευταία φάση του πολέμου,  από το 411 και μετά τη διηγείται ο Ξενοφών στα ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Ήταν πόλεμος  ανταγωνισμών και αυτός,  όπως και ο Ρωσοουκρανικός, του οποίου η κυριότερη αιτία ήταν η ανερχόμενη  δύναμη  και ο επεκτατισμός  της Αθήνας η οποία απειλούσε τη δύναμη της Σπάρτης και τις σφαίρες επιρροής της.

Η θέση ότι ο πόλεμος εξαγριώνει, διδάσκει τη βία και παράγει πολιτικό χάος ανατρέποντας τις παραδεδεγμένες αξίες και αρχές που στηρίζουν το οικοδόμημα μιας οργανωμένης  κοινωνίας, επανέρχεται σε πολλά σημεία  της  εξιστόρησης του  Θουκυδίδη και  φαίνεται  να υπηρετεί  έναν ευρύτερο σκοπό,  όπως ο  ίδιος δηλώνει: ’’Θα είμαι ικανοποιημένος αν το έργο μου  κριθεί ωφέλιμο από όσους  θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, θα γίνουν κάποτε πάλι με τον ίδιο ή παραπλήσιο τρόπο.

Έγραψα την ιστορία μου για να μείνει αιώνιο κτήμα (κτήμα ες αιεί) των ανθρώπων και όχι  σαν έργο για δημόσια επίδειξη και πρόσκαιρη  τέρψη της ακοής.’’Υπό το πρίσμα αυτό το έργο του Θουκυδίδη είναι ένα εγχειρίδιο πολιτικής συμπεριφοράς για  τους  μεταγενέστερους πολιτικούς που βοηθάει να προβλέψουν  με μεγάλη πιθανότητα το μέλλον.

Γίνεται,  επομένως, αντιληπτό πως ο  Θουκυδίδης  έβλεπε μια επαναληπτικότητα στα γεγονότα,υπό την έννοια ότι παρόμοιες ιστορικές συνθήκες και περιστάσεις  γεννούν ανάλογες ατομικές και συλλογικές  συμπεριφορές. Γι’ αυτό τον μελετούν πολλοί πολιτικοί   ακόμα και σήμερα.Ας  μην ξεχνούμε,εξάλλου, την εξαιρετική μετάφραση  του ιστορικού  έργου του Θουκυδίδη από τον  Ελευθέριο   Βενιζέλο.

Ο Θουκυδίδης  ήταν άριστος γνώστης της  ψυχολογίας των μαζών και γι’ αυτό  διεισδύει στις σκοτεινές πτυχές των ανθρωπίνων συγκρούσεων και τις αιτίες  που τις προκαλούν, επηρεασμένος από την Ιπποκρατική Ιατρική αλλά  και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Αρχαίας Αθήνας με  τη διανοητική ανάπτυξη (σοφιστές, ρήτορες, φιλόσοφοι, ποιητές, πολιτικοί, καλλιτέχνες).

Στο περίφημο κεφάλαιο το οποίο χαρακτηρίστηκε από τους μελετητές του έργου του ως “Η ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ“ δείχνει την απαισιοσοξία του για τη φύση του ανθρώπου, ότι αυτή ρέπει  προς το κακό κι ότι  το πάθος της πλεονεξίας και της φιλαρχίας δημιουργεί την κατάρα του πολέμου.Όσο θα μένει ίδια η φύση του ανθρώπου,  υποστηρίζει ο Θουκυδίδης, θα επαναλαμβάνονται τα  αποτρόπαια αποτελέσματα του πολέμου.

Γράφει στο ίδιο κεφάλαιο ’’Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες,οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλά όταν  έρθει ο  πόλεμος, που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση γίνεται  ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ και  ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους.

Οι αλήθειες της  ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ  είναι ΤΡΑΓΙΚΑ ΕΠΊΚΑΙΡΕΣ.

*Η Στέλλα Κουσκουμπεκάκη είναι φιλόλογος