Από εκεί που οι πιστώσεις για την ικανοποίηση των αναγκών της ΚΓΠ ανερχόταν στα 3/4 των κοινοτικών δαπανών, κοντεύουμε να πέσουμε κάτω από το 1/3 του ετήσιου προϋπολογισμού. Αν συνυπολογίσουμε ότι οι τάσεις μειώνονται, θεωρούμε ότι ο πόλεμος που έχει ξεσπάσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν πρέπει και δεν μπορεί να τον αφήσουμε πλέον στα χέρια ανικάνων ευρωκρατών, ή υπηρετούντων αλλότρια συμφέροντα.
Λόγια σκληρά, αλλά πρέπει να ειπωθούν. Αύριο θα είναι αργά για αντίδραση.
Διαβάζουμε σε δελτίο τύπου της Κομισιόν στις 6 Φεβρουαρίου, ότι «Η Επιτροπή ξεκινά δημόσια διαβούλευση σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού για τις ξένες επιδοτήσεις». Και στην ιστοσελίδα της Κομισιόν, πάλι, αναφέρεται ότι «Σύμφωνα με τον νέο κανονισμό, η Επιτροπή θα έχει την εξουσία να διερευνά τις χρηματοδοτικές συνεισφορές που χορηγούνται από κυβερνήσεις τρίτων χωρών σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ.
Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι οι εν λόγω χρηματοδοτικές συνεισφορές συνιστούν στρεβλωτικές επιδοτήσεις, μπορεί να επιβάλλει μέτρα για την αποκατάσταση των στρεβλωτικών επιπτώσεών τους». Υπενθυμίζουμε εδώ ότι στην τεράστια διαμάχη επιδοτήσεων μεταξύ BOEING AIRBUS, που κόντεψαν να στοιχήσουν ακόμη και στο γεωργικό τομέα επιπτώσεις από μέτρα που είχε πάρει η κυβέρνηση Τραμπ, ακόμη δεν έχει καταλαγιάσει το θέμα.
Πολύ πιο σοβαρό είναι το θέμα των κρατικών ενισχύσεων. Όταν η Κομισιόν χορηγεί τη δυνατότητα να δίδονται από συγκεκριμένα κράτη μέλη επιδοτήσεις στο όνομα μιας πράξης που ολισθαίνει και πρέπει να αντιμετωπιστεί, αυτό σημαίνει ότι επιστρέφει στα κράτη μέλη και τους λέει: τώρα μπορείτε να επιδοτήσετε και εσείς τον τομέα σας. Και καλά να μιλήσουμε για τομείς που δεν έχουν αναπτύξει τη φαρέτρα των επιδοτήσεων σημαντικά.
Όμως ο γεωργικός και κτηνοτροφικός τομέας έχουν αναπτύξει τόσο πολύ την Κοινή πολιτική που ασκείται, που κάθε παραχώρηση χορήγησης επιδοτήσεων από τα εθνικά ταμεία στρεβλώνουν τη συνολική αυτή πολιτική.
Και τούτο. Γιατί είναι γνωστό ότι οι προϋπολογισμοί των κρατών μελών είναι αδύναμοι και ισχυροί. Εκείνοι λοιπόν που συνέλαβαν τις αρχές λειτουργίας της ΚΓΠ γνώριζαν τη στρεβλωτική διάθεση που θα είχαν ενέργειες κρατικών επιδοτήσεων, και για να απαντηθεί το ερώτημα της επάρκειας αγαθών υιοθέτησαν την πολιτική πολλαπλών επιδοτήσεων της γεωργίας και κτηνοτροφίας.
Με όλα τα καλά της, αλλά και τα στραβά της, η πολιτική αυτή κατάφερε νε βρίσκεται στην κορυφή κάθε άλλης κοινοτικής πολιτικής. Κάθε δράση που θα στοχεύει αντίθετη μέχρι σήμερα πολιτική πρέπει να δέχεται τουλάχιστον την πολεμική μας. Αλλιώς, πολύ σύντομα θα βρισκόμαστε σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, μη ελπίζοντας να κρατούμε γεμάτο το πιάτο μας. Και οι καταναλωτές είναι ναι μεν, το σύνολο του πληθυσμού μας, αλλά οι παραγωγοί δε θα μπορούν πλέον να ικανοποιούν την ανάγκη.
Και ερχόμαστε στο επόμενο σημείο που είναι ο πληθωρισμός. Όσοι θεωρούν ότι θα τιθασευτεί το θεριό αυτό, κάνουν απλά, λάθος! Οι διαδοχικές αυξήσεις δεν πρόκειται να κατευναστούν εκτός αν βρεθούν λύσεις.
Λύσεις για τα λιπάσματα που διπλασιάζουν την παραγωγή, και σήμερα ελλείπουν τραγικά!
Λύσεις για τις ζωοτροφές που πλέον είναι απαραίτητες για τη κτηνοτροφία, που δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο με το χορτάρι από το λιβάδι!
Λύσεις για τον ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν εκείνοι που βρίσκονται σε κράτη με αδύναμο προϋπολογισμό και δεν επιδοτούνται όσο οι συνάδελφοί τους των κρατών με ισχυρότερους προϋπολογισμούς. Αυτό μόνο μπορεί να ανακόψει τις θελήσεις για επανεθνικοποίηση της ΚΓΠ.
Εκτός αν υιοθετούμε πρακτικές που δεν μπορούν να περάσουν, όπως της κατάργησης του κοινοτικού κεκτημένου. Και αυτό το καταλαβαίνει ο καθένας μας. Χωρίς κοινοτικό κεκτημένο δεν μπορεί να υπάρξει ΕΕ.Σε κάθε περίπτωση υπενθυμίζω ότι σε προηγούμενα σημειώματά μου είχε καταδειχθεί η μείωση της παραγωγής ελληνικών στρατηγικών προϊόντων σε ανησυχητικό βαθμό.
Δυο σημεία πρέπει να μας απασχολήσουν σε μεγάλο βαθμό ευθύς αμέσως: το ένα αφορά την έλλειψη συνεταιριστικής και συνδικαλιστικής στρατηγικής στον τομέα της γεωργίας που εξουθενώνει τα γεωργικά συμφέροντα των παραγωγών.
Το άλλο σημείο το παίρνω από μια σημερινή δημοσιοποίηση της έγκριτης EURACTIV , όπου σε άρθρο με τίτλο: «Βιολογική γεωργία: εξοικονόμηση δισεκατομμυρίων, αλλά ανεπαρκείς αποδόσεις» τονίζεται ότι με βάση μελέτη που δημοσιεύθηκε, η βιολογική γεωργία θα μπορούσε να εξοικονομήσει δισεκατομμύρια σε περιβαλλοντικό και κλιματικό κόστος.
Όμως τονίζεται ότι οι αποδόσεις εξακολουθούν να υστερούν σημαντικά σε σχέση με εκείνες της συμβατικής γεωργίας. Το σημείο αυτό δεν διορθώνει τα πράγματα, αλλά εφόσον η ΚΓΠ προβλέπει το 25% της ευρωπαϊκής αγροτικής παραγωγής να προέρχεται από τη βιολογική γεωργία, μέχρι το 2030, πράγμα εφικτό, τουλάχιστον για το ποσοστό αυτό λύνεται το θέμα του πολέμου που αναφέρουμε στον τίτλο του σημερινού μας σημειώματος. Χωρίς αυτό να δηλώνει ότι ο πόλεμος κάμφθηκε και ελπίζουμε σε καλύτερες μέρες. Το αντίθετο θα υποστήριζα!
Για τη Γερμανία και την ΕΕ, η προώθηση της βιολογικής γεωργίας αποτελεί πολιτική προτεραιότητα, και οι δύο έχουν θέσει στόχους για το 2030: Η ΕΕ στοχεύει σε μερίδιο 25% καλλιεργούμενης αρόσιμης γης βιολογικής καλλιέργειας μέχρι τότε, ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προχωρά πέρα από αυτό και έχει θέσει στόχο 30%.
1 https://competition-policy.ec.europa.eu/foreign-subsidies-regulation_en