Η φράση του τίτλου είναι γνωστή και ανήκει στον Άγγλο φιλόσοφο Thomas Hobbes (1588-1679). Κατά τον  Hobbes, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου η αυτοσυντήρηση. Επειδή όμως η αυτοσυντήρηση του ενός μπορεί να συγκρουστεί με την αυτοσυντήρηση ενός άλλου, η φυσική κατάσταση του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από συνεχείς συγκρούσεις, επικρατεί δηλαδή ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων (bellum omnium contra omnes).

Για να λυθεί αυτό το πρόβλημα και να επικρατήσει η ειρήνη, ο  Hobbes  προτείνει να υπάρξει, μέσω διαβούλευσης, ένας ισχυρός ηγεμόνας, ο οποίος θα θεσπίσει νόμους, θα τιμωρεί τις παραβάσεις, θα ελέγχει τους ανθρώπους, με τελικό σκοπό την επικράτηση της ειρήνης. Η άποψη αυτή του Άγγλου φιλοσόφου φέρνει στον νου την ηρακλείτεια ρήση «πόλεμος πατήρ πάντων», η οποία, ωστόσο, ερμηνεύεται διαφορετικά, καθώς ο Ηράκλειτος αναφέρεται στη διαρκή αλλαγή ως ένα νόμο που διέπει το σύμπαν, όπου η μια όψη της πραγματικότητας συγκρούεται με την αντίθετή της, για να παραχθεί μέσω της αντίθεσης η κοσμική αρμονία. Ας αφήσουμε, όμως, τα φιλοσοφικά θέματα και ας έλθουμε στον τίτλο του παρόντος άρθρου και στη σχέση του με τη ζέουσα πολιτική πραγματικότητα.

Όποιος παρακολουθεί όλα όσα συμβαίνουν στις σχέσεις των κομμάτων σε τούτη την προεκλογική περίοδο, πιστεύω ότι θα συμφωνήσει ότι πράγματι μεταξύ τους διεξάγεται ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων. Πόλεμος κομματικός και ιδεολογικός, πόλεμος συμφερόντων, πόλεμος για τη νομή της εξουσίας, πόλεμος ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο.

Κανείς δεν φαίνεται να συμφωνεί με κανέναν. Όλοι στρέφουν τα πυρά τους ενάντια σε όλους, καθώς ο κάθε αρχηγός και το κάθε κόμμα θεωρούν εαυτούς ως άσπιλους και αμόλυντους και όλοι οι άλλοι είναι οι καταστροφείς της χώρας. Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν κατανοούν (ή μάλλον δεν τους συμφέρει να το κατανοήσουν) ότι και οι ίδιοι «βράζουν στο ίδιο καζάνι» όπου «βράζουν» και οι αντίπαλοί τους. Όλοι θέλουν να είναι σωτήρες, όλοι Μεσσίες, εκτός από τους αντιπάλους τους. Προβαίνουν σε εξαγγελίες, μάλλον ανέφικτες στην πραγματοποίησή τους, υπόσχονται να διορθώσουν πράγματα, των οποίων τη διόρθωση είχαν υποσχεθεί και την προηγούμενη φορά, ποτίζουν τον λαό με το ποτήρι του μίσους, σηκώνουν παντιέρες σαν ανέξοδοι επαναστάτες, διχάζουν τους πολίτες.

Ο σεχταρισμός, δηλαδή η πνευματική στενότητα, η αδιαλλαξία και ο φανατισμός, ο οποίος διατρέχει τα κόμματα, εύκολα περνάει και στους πολίτες, βοηθούντων και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπου, λόγω της ανωνυμίας,  αναπαράγεται και προωθείται όλο το μίσος, ο ηθικός βόρβορος, η κακία, ο αρνητισμός και η εμπάθεια κατά των πολιτικών αντιπάλων.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η ΝΔ θέλει την αυτοδυναμία και δεν συζητά (προς το παρόν) κάποια πιθανότητα συνεργασίας με άλλα κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ «πνέει μένεα» κατά του πρωθυπουργού και απορρίπτει συνεργασία με το ΜΕΡΑ25, το ΠΑΣΟΚ δεν θέλει συνεργασία με τα δυο μεγάλα κόμματα, βάζοντας τους δικούς του όρους σχετικά με το πρόσωπο του πρωθυπουργού σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, το ΚΚΕ δεν συνεργάζεται με κανέναν, το ΜΕΡΑ25 το ίδιο, η Ελληνική Λύση το ίδιο. Κομμάτια, λοιπόν, το πολιτικό σκηνικό.

Ούτε λόγος για συνεργασία και ενότητα των πολιτικών δυνάμεων ενώπιον των πολλών προβλημάτων της χώρας και του επικίνδυνου περιβάλλοντος που έχει δημιουργήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, η τουρκική επιθετικότητα και το ασταθές οικονομικό περιβάλλον. Το «κοινόν των Ελλήνων» είναι ανύπαρκτο για τους διεκδικητές της εξουσίας, η Ελλάδα, όσο κι αν κόπτονται γι’  αυτήν οι πολιτικοί μας, έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Ο φατριασμός, η ιδιοτέλεια, το κομματικό συμφέρον έχουν τον πρώτο λόγο.

Είναι να απορεί κανείς γιατί οι πολιτικοί μας, σε όλες τις εποχές της ζωής του ελληνικού κράτους, ήταν τόσο βαθιά διχασμένοι. Ήδη από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, μετά τη μεγάλη Επανάσταση του 1821, τρία κόμματα συγκρούονταν μεταξύ τους: το αγγλικό, το γαλλικό, το ρωσικό. Αργότερα το Νεωτερικό κόμμα του Τρικούπη συγκρούεται με το Εθνικό κόμμα του Δηλιγιάννη, ύστερα οι βενιζελικοί με τους αντιβενιζελικούς, οι βασιλόφρονες με τους αντιβασιλικούς, έπειτα το ΕΑΜ με τους Δεξιούς και Φιλελεύθερους, ύστερα ο Πλαστήρας με τον Παπάγο, αργότερα η ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή με την Ένωση Κέντρου του Γ. Παπανδρέου, κατόπιν το ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ, ύστερα ο ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ.

Οι συγκρούσεις και ο διχασμός σε πολλές περιπτώσεις, ιδίως μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών και μεταξύ ΕΑΜ και των αντιπάλων του, αλλά και στα μεταπολιτευτικά χρόνια μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ήταν σφοδρές και ο διχασμός βαθύς. Αν συγκρίνουμε, βέβαια, τις εποχές αυτές με όσα συμβαίνουν σήμερα, θα διαπιστώσουμε ότι οι κομματικές συγκρούσεις δεν έχουν την ένταση που είχαν παλαιότερα κι αυτό είναι παρήγορο. Δεν παύουν όμως να υφίστανται και να δημιουργούν ένα κλίμα που απάδει προς τα σύγχρονα δημοκρατικά ήθη.

Αν ήθελε κανείς να δει τις βαθύτερες αιτίες αυτού του διχασμού και της ασυνεννοησίας που επικρατεί όχι μόνο μεταξύ των κομμάτων, ίσως πρέπει να ανατρέξει στην ιστορία της Τουρκοκρατίας, όταν λειτουργούσαν οι τοπικές κοινότητες και τα «τζάκια», που δεν άφησαν εύκολα, όταν η Ελλάδα ελευθερώθηκε, να δημιουργηθεί μια κεντρική εξουσία, σαν κι αυτή που ήθελε ο Καποδίστριας.

Στην Ελλάδα δηλαδή δεν υπήρχε η πολιτική εκείνη κουλτούρα που θα έβαζε φραγμούς στις τοπικές εξουσίες και θα τις ανάγκαζε να δεχτούν την ύπαρξη κεντρικής διοίκησης. Αυτή η αντίληψη, με διαφορετικούς όρους, εξακολουθεί να λειτουργεί στο ασυνείδητο του Έλληνα. Ένα εθναρχικό-ενωτικό ρόλο έπαιζε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία με το Πατριαρχείο, αλλά αυτός χάθηκε από την ώρα που η Εκκλησία της Ελλάδας έγινε αυτοκέφαλη και προπάντων όταν με τα μετεπαναστατικά Συντάγματα απαγορεύτηκε στην Εκκλησία να ασχολείται με τα πολιτικά πράγματα.

Υπάρχουν και κάποιοι που υποστηρίζουν ότι η ίδια η γεωμορφολογία της Ελλάδας, η οποία χωρίζεται από ψηλά βουνά, βαθιά φαράγγια, ποταμούς, θάλασσες, δεν επέτρεπε την ενότητα και τη συνεργασία. Σημαντικό ρόλο στην κατάσταση αυτή της ασυνεννοησίας και του διχασμού παίζουν προφανώς και τα συγκρουόμενα συμφέροντα καθώς και οι μεγάλες κοινωνικές διαφορές και οι ιδεολογικές εμμονές, που μετατρέπονται σε φανατισμό και μισαλλοδοξία.

Τι πρέπει να γίνει; Τα κόμματα και οι ιδεολογικές διαφορές είναι στοιχείο «εκ των ων ουκ άνευ» για τη δημοκρατία, η οποία όμως, όπως ήδη έχει πει ο Αριστοτέλης, είναι πολίτευμα του μέτρου, όχι της μετριότητας. Και μέτρο σημαίνει σύνεση και προπάντων σύνθεση, εύρεση της χρυσής τομής με συγκλίσεις και γνώμονα το κοινό συμφέρον. Όπως είπαμε και στην αρχή του άρθρου, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο η καλύτερη αρμονία προέρχεται από τη σύνθεση των αντιθέτων. Γράφει: «Το αντίξουν συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν και πάντα κατ’  έριν γίγνεσθαι».

Δηλαδή: «Το αντίθετο είναι που συνταιριάζει και η ωραιότερη αρμονία γίνεται από τα διαφορετικά πράγματα και όλα γεννιούνται από την αντίθεση». Αυτή την αρμονία που γεννιέται από τις αντιθέσεις θέλουμε από τα κόμματα. Οι πολιτικοί μας, λοιπόν, αν θέλουν να ακολουθήσουν τη σοφία του Ηρακλείτου, πρέπει να μάθουν να συνθέτουν τις αντίθετες θέσεις τους. Δύσκολο το έργο, αλλά όχι αδύνατο.

Για να το πετύχουν αυτό, πρέπει να βγάλουν τις κομματικές παρωπίδες, να ξυπνήσουν, να βγουν από τις ονειρώξεις τους και το φαντασιακό τους. Γιατί, για να χρησιμοποιήσω και πάλι τον σκοτεινό Ηράκλειτο, «Τοις εγρηγορόσιν ένα και κοινόν κόσμον είναι, των δε κοιμωμένων έκαστον εις τον ίδιον αποστρέφεσθαι».

Δηλαδή: «Για τους ξυπνητούς ο κόσμος είναι ένας και κοινός, ενώ ο καθένας από εκείνους που κοιμούνται στρέφεται στον ιδιωτικό, δικό του κόσμο». Αν καταλάβουν τα λόγια του Ηρακλείτου, ίσως υπάρχει ελπίδα μιας αφύπνισης, που σημαίνει υπέρβαση του στενού κομματικού συμφέροντος και άλμα για τις συνθέσεις που έχει ανάγκη ο τόπος.

* Ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης είναι φιλόλογος- θεολόγος