Η Ανάσταση ή το Πάσχα, εβραϊστί, σημαίνει διάβαση, πέρασμα από μια κατάσταση σε μια άλλη. Είναι η μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας, γιατί η Ανάσταση του Χριστού συμβολίζει το πέρασμα στη νέα ζωή, την ανάσταση του ανθρώπου.
Κι αυτό το πέρασμα έγινε από τον ίδιο τον Ιησού, ο οποίος “κατήλθε εν τοις κατωτάτοις της γης”, για να συντρίψει τα δεσμά του παλαιοδιαθηκικού ανθρώπου, που τον κρατούσαν δεμένο στην άγνοια, μακριά από τον Θεό.
Ο σταυρικός Του θάνατος, μάλιστα, η “εις Άδου κάθοδός” Του και η ζωοποιός Του έγερση είναι ο θρίαμβος της νέας ζωής έναντι του θανάτου.
Τοιουτοτρόπως, η ημέρα αυτή της Ανάστασης καθίσταται όντως “ιερά και πανέορτος” και “σωτήριος νυξ και φωταυγής”, αφού ο Χριστός πέρασε από την δοκιμασία του Σταυρού.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και οι πιστοί, για να χαρούν το “Πάσχα το τερπνόν”, προϋπόθεση είναι να έχουν γευθεί τη χαρμολύπη του Σταυρού, ώστε μετά να μπορούν “εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα”, να καταστεί δυνατόν να αγκαλιαστούν χαρούμενοι.
Τη δοκιμασία του δικού τους σταυρού και μαρτυρίων πέρασαν και οι κρατούμενοι στο κολαστήριο του Μαουτχάουζεν, για να φθάσουν βιωματικά στο “αλλήλους περιπτυξώμεθα”, την ημέρα του Πάσχα του 1945, ημέρα της απελευθέρωσής τους.
Ο Σήφης Μηλιαράκης είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς στις 15 Ιουνίου 1943 στο Ηράκλειο και διά μέσου της Σερβίας οδηγήθηκε στο Μαουτχάουζεν, την πρώτη Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Εκεί έζησε το μαρτύριο το δικό του και των άλλων, ως τον Μάιο του 1945, όπως μας αφηγείται στη μαρτυρία του, με τον ομώνυμο τίτλο καταγραφής “Μαουτχάουζεν”.
Στις 4 Μαΐου, οι κρατούμενοι, όλη τη νύχτα, άκουγαν κοντά στο στρατόπεδο τα κανόνια της μάχης των τελευταίων Γερμανών και του Συμμαχικού στρατού, των Αγγλοαμερικάνων. Οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν φύγει και “οι S.S. εξακολουθούν να ετοιμάζουν τας αποσκευάς των και να φεύγουν”. Γύρω από το στρατόπεδο ακούν “εκρήξεις τρομακτικές που προκαλούνται από τα τηλεβόλα των συμμάχων ή από τις βόμβες των αεροπλάνων”. (Αντ. Σανουδάκης, Σήφη Μηλιαράκη, Μαουτχάουζεν”, Κνωσός, Αθήνα 1986, σ. 84).
Την επομένη, 5 Μαΐου, ο Μηλιαράκης, ευρισκόμενος στο block των αρρώστων, κατά τις 2 μ.μ., ακούει τους ασθενείς “να ξεσπούν σε ζωηρές επευφημίες και να φωνάζουν “Αγγλοαμερικάνοι!!”. Οι στιγμές που ακολουθούν περιγράφονται από τον Μηλιαράκη κινηματογραφικά, με ζωντανή αφήγηση και λεπτομερειακά.
Βγαίνει από το block “με όλο το συρφετό των αρρώστων που εν τω μεταξύ τρέχουν έξω” (Σανουδάκης-Μηλιαράκης, 87).
Η αφήγησή του είναι μνημειώδης και ιστορική, για τον πρωτότυπο εορτασμό της Ανάστασής τους στο κολαστήριο Μαουτχάουζεν:
“Σταματώ έξω στην αυλή, κοιτάζω τον ανωφερικό δρόμο που οδηγεί στο κεντρικό στρατόπεδο. Βλέπω ένα μικρό αυτοκίνητο με μια λευκή σημαία να προπορεύεται και να ακολουθούν δυο μεγάλα και πέντε ως έξε μικρά θωρακισμένα αυτοκίνητα.
Είναι οι Αμερικάνοι που μας ήλθαν ελευθερωταί. Ο κόσμος όλος από το Νοσοκομείο και το κεντρικό στρατόπεδο ξεχύνεται σε υποδοχή. Οι Γερμανοί φρουροί δεν τολμούν να μιλήσουν.
Παρακολουθούν ένα ο οποίος μόλις είδε τους Αμερικάνους κατέβασε το οπλοπολυβόλο που είχε στήσει στον τρίποδα της σκοπιάς του και τον ανήρτησε με τον αορτήρα. Είναι στιγμή που ο Γερμανός στρατιώτης, αυτό το ανθρωπόμορφο κτήνος ή θηρίο, καταθέτει το όπλο.
Τρέχω και εγώ με το πλήθος σε προϋπάντηση των ελευθερωτών. Είναι στιγμές συγκινητικές. Ο κόσμος των σκλάβων κλαίει από συγκίνηση. Αγκαλιάζει ο ένας τον άλλον, φιλιούνται.
Συναντώ στο δρόμο τον ιατρό Φουντουλάκη, αγκαλιαζόμαστε, φιλιούμαστε.
-Χριστός ανέστη!
-Αληθώς ανέστη!, βροντοφωνούμε.
Φθάνομε κοντά στους ελευθερωτάς μας Αμερικανούς” (Σανουδάκης-Μηλιαράκης, 87).
Η γιορτή της Ανάστασής τους συνεχίζεται με τις γυναίκες συγκρατούμενες. “Μερικές σκλάβες, γιατί τους τελευταίους μήνας στο στρατόπεδό μας είναι εγκλεισμένες μερικές χιλιάδες απ’ αυτές, προσφέρουν στα Αμερικανάκια λίγα αγριολούλουδα που τρέχοντας σε προϋπάντηση μάζεψαν στο δρόμο”, την “ωραιότερη και ειλικρινέστερη εκδήλωση σκλάβων σ’ ελευθερωτές”.
Εν συνεχεία, “τ’ Αμερικανάκια στολίζουν τα κράνη των και τα ζεστά ακόμη απ’ τη μάχη οπλοπολυβόλα των χαμογελούν” (ό.π., 88).
Οι Γερμανοί αστυνομικοί “θαυμάζουν με πικρόγελο τους Αμερικάνους. Δίπλα μας είναι μια σκοπιά κι ένας Γερμανός φρουρός στέκεται ακόμη κρατώντας το οπλοπολυβόλο του”. Ένας Αμερικανός στρατιώτης καλεί τους Γερμανούς φρουρούς “come here!”. Τώρα οι χθεσινοί φρουροί είναι αιχμάλωτοι.
“Σχηματίζεται μια αστυνομία από κρατούμενους για την τήρηση της τάξεως. Οπλίζονται με τα όπλα των Γερμανών. Αρχίζουν να πυροβολούν ασκόπως” (ό.π., 88). Γιορτάζουν την “πανήγυρη των πανηγύρεων”, παραδοσιακά.
Στην περίπτωση του Μηλιαράκη και όλων των κρατουμένων, περίπου τριάντα χιλιάδες, την ημέρα της Ανάστασης της 5ης Μαΐου 1945 ίσχυσε το όντως “διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί” τους και “ως εκλείπει καπνός εκλιπέτωσαν, ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός”.
Από όλους εκείνους, τους κυριολεκτικά σκλάβους, όπως τους αποκαλεί, αισθάνθηκε ο καθένας τους ότι “χθες συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ” και πως “συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι”.
Ήταν μια μέρα η 5η Μαΐου 1945 βιωματική, λουσμένη στο φως, τη χαρά και τη χάρη.
* Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι επίτ. καθηγητής Ιστορίας-συγγραφέας