Toυ Κωστή Ε. Μαυρικάκη*
Τα φετινά Χριστούγεννα είναι (λέει) διαφορετικά. Έγινε παγκόσμια κραυγή γνωστοποίησης από το δυτικό κόσμο. Σχεδόν προειδοποίηση, κάτι σαν τελεσίγραφο. Και κοντέψαμε να το πιστέψουμε. Τόσο πολύ, που η σύγχυση για το τι είναι τα Χριστούγεννα εξόχως πολλαπλασιάστηκε. Γιατί μπερδέψαμε τη Γέννηση του Χριστού, άσχετα με το τι νομίζει ο καθένας για Εκείνον. Αν π.χ. ήταν ο Θεός που έγινε άνθρωπος, ή αν ήταν μόνο ιδρυτής μιας ακόμη θρησκείας. Ή απλώς ένας χαρισματικός ηθικολόγος, ξεχωριστός φιλόσοφος, ή ρομαντικός κοινωνικός μεταρρυθμιστής που κάνουμε ετήσια μνημόσυνα στη Γέννα Του. Κοντέψαμε να μην αναγνωρίζουμε πλέον όλοι τα αυτονόητα στον ξεχωριστό ρόλο του Χριστού στην ανθρώπινη Ιστορία και την υποχρεωτική ενιαυσίως συνήθεια να γιορτάζουμε τη Γέννησή Του. Με την σχεδόν συνταγματική αυστηρότητα της καθεστηκυίας θρησκευτικής και κοινωνικής συνήθειας: Με στολισμένα δέντρα, γιρλάντες φωτάκια και λαμπιόνια, γαστρονομικές κακοποιήσεις και τσιρκοποιημένο καταναλωτισμό.
Γι’ αυτό τα φετινά Χριστούγεννα του δυτικού ανθρώπου, θα είναι όντως διαφορετικά. Για πρώτη φορά ίσως στην Ιστορία της Ανθρωπότητας, όλα τούτα θα αναζητηθούν μέσα από την οδύνη μιας παγκόσμιας κοινωνικής αποστασιοποίησης και αποκλεισμού. Μιας ιδιότυπης, εκείνης της πιο πικρής, αυτοεξορίας.
Μέσα στην τραγωδία του οικουμενικού Λοιμού, η προσταγή και το παγκόσμιο μήνυμα θα έπρεπε να ήταν διαφορετικό: Ότι τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι τα αληθινά. Γιατί θα βιωθούν στην έρημο, τη μοναξιά, την απομόνωση και τον αποκλεισμό. Στα ακροσύνορα δηλαδή εκείνα της ψυχής που θα την κάνουν να τα νοιώσει ως πραγματικό εκκλησιαστικό γεγονός που αποκρυπτογραφεί την υποψία της ανθρώπινης ύπαρξης, και όχι στον καταναλωτικό μύθο που μας έχουν επιβάλει για να τα βιώνουμε.
Τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι τόσο αλλιώτικα, όπως το ερμηνεύει ο καθένας. Θα είναι δίπλα μας, αλλά και τόσο μακριά μας. Αόρατα ή και ορατά συρματοπλέγματα που πρέπει να δρασκελίσεις, θα μας χωρίζουν απ’ αυτά.
Εντύπωση προκαλεί όμως η άκρατη επιμονή της πρώτης ερμηνείας, απανταχού στο δύσμοιρο πλανήτη: Επιμένουν οι κυβερνήτες και οι έμποροι των εθνών, του άκρατου και αμετανόητου υλιστικού λοιμού των δυτικών κοινωνιών. Γιατί τα Χριστούγεννα είναι η πρόφαση, και ο τεχθείς Θεός η αφορμή. Γιατί οι φωταγωγημένοι δρόμοι με τις γιρλάντες και τα λαμπιόνια των χριστουγεννιάτικων δέντρων θα φωτίζουν τις άδειες σαν φαντάσματα πόλεις. Γιατί οι χριστουγεννιάτικες μελωδίες στα μεγάφωνα των δρόμων δεν θα ‘χουν αυτιά να τις ακούσουν. Γιατί οι αγορές και τα πολυκαταστήματα θα είναι με αμπαρωμένες βιτρίνες και κατεβασμένα ρολά. Τα παγερά σκοτάδια της ατέλειωτης δεκεμβριανής νύχτας θα ζώνουν σαν τα φίδια του Λαοκόωντα στεγνές ψυχές σε κατάσταση διαρκούς πολιορκίας. Μοναξιά θα βασιλεύει παντού, μα κυρίως στις ψυχές. Τα φρικτά θα σηκώνει η Γη, κι οι ψυχές τα φρικτότερα. Αόρατα συρματοπλέγματα θα ζώνουν μοναχικές υπάρξεις, που θα ασπάζονται αλλήλοις μέσα από την άβυσσο των αποστάσεων που θα την ξεγελούν οι γυάλινες τηλεφωνικές οθόνες. Όλος ο τόπος, όλοι οι τόποι, ακόμη και μέσα στις εστίες μας, θα είναι απέραντα ναρκοπέδια που θα αναδύεται ο φόβος και θα παραμονεύει η αβεβαιότητα. Νικημένοι και ταπεινωμένοι όλοι οι στρατοί του κόσμου θα πολιορκούνται από έναν πανίσχυρο εχθρό που δεν είδαν ούτε θα δουν ποτέ. Το ανθρώπινο είδος ετούτα τα Χριστούγεννα δε θα βρίσκεται μπροστά στο μυστήριο της ενανθρώπισης του Θεού, αλλά σ’ ένα περίεργο πέρασμα: Σ’ ένα Πάσχα προς το άγνωστο και την αβεβαιότητα, με διάχυτη τη μυρωδιά θανάτου.
Όμως Εκείνος θα επιμένει. Σε τούτο τον παγκόσμιο χαλασμό και τον πόλεμο, το ‘χει ήδη αποφασίσει: Θα ξαναγεννηθεί. Οι πόνοι της Γέννας της μάνας Του, λες και Τον αφήνουν αδιάφορο: «Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;/ σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;». Θρήνος μητρικός και σπαραγμός για Εκείνον που επιμένει να ξανάρθει κι ας Τον ξανασταυρώσουν. Άλλωστε «θεριά οι άνθρωποι δεν το μπορούν το φως να το σηκώσουν/ χίλιες φορές να γεννηθεί χίλιες θα Τον σταυρώσουν».
Όμως Εκείνος το ξέρει. Γι’ αυτό επιμένει. Για να υποστεί ξανά την άκρα ταπείνωση. Όχι δεν είναι αμετανόητος Θεός. Διαλέγει κάθε χρόνο να το σκάει από τον ουρανό και να ενανθρωπίζεται.
Είναι πολύ δικός μας για να παριστάνει το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας. Εκεί στον ουρανό είναι όλα ψεύτικα, όλα αταίριαστα με τη Κτίση Του. Στον ουρανό πρέπει να είναι πάντα σοβαρός και κάποιες φορές να ξαναγίνεται Άνθρωπος. Και μετά να ανεβαίνει στο Σταυρό και να πεθαίνει μ’ ένα αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι Του. Και στα πόδια Του να έχει καρφωμένο ένα τεράστιο καρφί κι ένα κουρέλι στη μέση του.
Ετούτος είναι ο αμετανόητος, ο εξόριστος Θεός που επιμένει να ξαναγεννηθεί. Και που επιμένει, σ’ εμάς τους ανεπίδεκτους μαθήσεως, να μας επαναλαμβάνει το Λόγο Του. Ναι, τα φετινά Χριστούγεννα όντως θα είναι διαφορετικά. Σαν εκείνα της ταπεινής φάτνης της Βηθλεέμ, με το φέγγος μοναχά του αστεριού των μάγων και τη ζεστασιά από τα χνώτα των ζωντανών της. Ετούτα τα Χριστούγεννα θα ‘ναι όπως θα έπρεπε να είναι. Παπαδιαμαντικά και Αγιορείτικα. Θα είναι τα Χριστούγεννα της μόνωσης και της περισυλλογής. Θα είναι τα αληθινά Χριστούγεννα μπροστά στην προσωρινότητα και τη μνήμη του θανάτου που μας κυκλώνει από τον τοκετό της ταπεινής σπηλιάς. Να θυμηθούμε τα υπαινικτικά και προφητικά λόγια από το «Ταξίδι των Μάγων»: «Κάναμε τόσον δρόμο για γέννα ή θάνατο;/ Βρήκαμε μια γέννα, αυτό είναι σίγουρο, άλλωστε ήξερα να ξεχωρίζω/ Θα πίστευα πως ήτανε άλλο πράμα/ Ήταν η Γέννηση τούτη, σκληρή, πικρή αγωνία σαν θάνατος. Σαν το δικό μας θάνατο».
Χρόνια Πολλά – Καλά Χριστούγεννα!
(*) Το παραπάνω κείμενο σε ένα τμήμα του είναι εμπνευσμένο ή περιέχει αποσπάσματα από ποιητικά έργα των Κώστα Βάρναλη, Fernando Pessoa και T. S. Eliot.