Βιώσαμε τα Άγια Πάθη και την Ανάσταση. Ο Αναστάς Ιησούς περιφέρεται  και ως πνεύμα εμφανίζεται σε συνάξεις μαθητών. Χθες ο δύσπιστος και όχι άπιστος Θωμάς ακούμπησε «επί τον τύπον των ήλων» για να καθησυχάσει την αμφιβολία του και χωρίς να αποπεμφθεί δέχτηκε την επιτίμηση: «Μακάριοι οι μη ιδότες και πιστεύσαντες». Μετανοήσας ο Ιούδας ως προδότης, δυσσεβής, έμεινε ασυγχώρητος παρά την μετάνοιά του και από τις τύψεις του κρεμάστηκε, αφού πέταξε τα τριάκοντα αργύρια, «την τιμήν του τετιμημένου». Αιώνες τώρα καίγεται σε πυρές ως εκπρόσωπος του πονηρού και αλάστορος λαού.

Απλώς περιγράφω. Δεν προχωρώ σε ερμηνείες.

Θα σχολιάσω μόνο τις τρεις μέγιστες αξίες  ΠΙΣΤΙΣ, ΕΛΠΙΣ, ΑΓΑΠΗ. Αναγκαστικά και χωρίς καμία διάθεση κριτικής στον Νίκο Καζαντζάκη που επέλεξε να γραφεί στον τάφο του το γνωστό « Δεν πιστεύω τίποτε, δεν ελπίζω τίποτε, είμαι λεύτερος» θα καταθέσω τη διαφωνία μου.  Και πιστεύω και φοβάμαι και δεν  με ενδιαφέρει η απόλυτη μεταφυσική ελευθερία, ούτε θα επιθυμούσα ποτέ να κάνω τη σάρκα πνεύμα.

Το σώμα μας δεν είναι προφανώς «δεσμωτήριον της ψυχής», όπως λέει ο Πλάτων, ίσως ούτε μόνο ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος, αλλά χορηγός υψίστης ευδαιμονίας. Με εκείνο πορευόμαστε και διαχειριζόμαστε  το μικρό ή μεγάλο χρόνο που χαρίστηκε στον καθένα μας. Από τον τρόπο που το ζώον- άνθρωπος λειτουργεί και πράττει  κατορθώνει άλλος λίγο, άλλος πολύ να κατακτήσει την ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια, που μαζί με τις τρεις βασικές αξίες που προτάχθηκαν, συνθέτουν τελικά την αιμάτινη πορεία μας και μετατρέπουν τη ζωή που έχουν όλα τα έμβια σε βίο. Μόνο ο άνθρωπος έχει ιστορία και δημιουργεί πολιτισμό και μόνο ο άνθρωπος δίδει έκφραση και ποιότητα σε όλες τις ζωικές λειτουργίες.

Τις σκέψεις αυτές, που μια ανάλυσή τους θα απαιτούσε άλλο χώρο, οφείλω σε μια ευτυχή συγκυρία. Την Κυριακή του Πάσχα με αγαπημένους φίλους επισκεφθήκαμε τη Μονή της Αγίας Ειρήνης μετά τον Κρουσώνα. Ήταν ώρα απόλυτης ησυχίας και γαλήνης. Σε άλλες μας επισκέψεις πριν από χρόνια υπήρχαν πολλοί προσκυνητές και οι θόρυβοι και οι φωνές διασπούσαν την απέραντη σιωπή που βασίλευε τώρα. Η Άνοιξη έμπαινε από παντού και η πίστις και η ελπίς των καλογραιών, που είχαν επιλέξει να μονάσουν εκεί, είχε μεταβάλει τον χώρο σ’ ένα υπέροχο χρωματικό πίνακα, έργο μεγάλου ζωγράφου. Αρμονικά χρώματα, ανθρώπινη επιμέλεια, αφοσίωση και έμπρακτη απόδειξη ότι η αγάπη θαυματουργεί. Η πίστις και η ελεύθερη επιλογή τρόπου ζωής δεν είναι πάντοτε φυγή από τον κόσμο.

Στις ταραγμένες και αγχώδεις καταστάσεις που ζούμε στη χώρα μας και στη γενικότερη παγκόσμια αβεβαιό- τητα που δημιουργεί η επιτάχυνση του ρυθμού των αλλαγών αποδεικνύουν οι μοναχές της Αγίας Ειρήνης ότι η απάντηση στο θάνατο είναι ο έρωτας της ομορφιάς. Η αγωνία του θανάτου, που είναι ίσως η μόνη βεβαιότητα που έχουμε, κερδίζεται, όταν υπάρχει ένα σημείο αναφοράς έξω από τον εαυτό μας για να κρατηθούμε. Αυτή η πίστη   και ελπίδα κλείνει τον ασκητή στο κελί του, τον επιστήμονα στο εργαστήριό του ώρες πολλές, το συγγραφέα στο γραφείο του όπου παλεύει με τις λευκές σελίδες και κάποτε τους ανώνυμους εργάτες της καθημερινότητας που μετατρέπουν τα άτακτα δένδρα σε καρποφόρα. «Ο καθείς και τα όπλα του».

Ο φόβος του θανάτου άλλους τους μετατρέπει σε τρομαγμένα αξιολύπητα όντα, άλλους σε κωμικές φιγούρες κι άλλους σε μικρούς ήρωες. Οι μοναχές της Αγίας Ειρήνης έχουν κάνει την επιλογή τους. Αποχαιρετώντας τη Μονή πήρα μαζί μου ως υπόμνηση μερικά κυπαρισσόμηλα και τη δροσιά της πηγής που τρέχει ελεύθερα για να ξεδιψούν οι επισκέπτες. Το προσωπικό μου νόημα ζωής ενδιαφέρει μόνο εμένα. Καθένας αναζητά το δικό του. Οι Στωικοί προτάσσουν το «ομολογουμένως τη φύσει ζην», οι Επικούρειοι την ηδονή. Ο κυνικός φιλόσοφος που δεν είχε τον οβολό για να πληρώσει στον Χάροντα εισιτήριο για να τον μεταφέρει με τη βάρκα του στον Κάτω Κόσμο τον ειρωνεύτηκε λέγοντας του «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» και φυσικά ο Χάροντας αναγκάστηκε να κάνει δωρεάν τη μεταφορά.

Η μεταφυσική αγωνία το Νίκου Καζαντζάκη ήταν κι εκείνη μια επιλογή. Δεν είμαι βέβαιος ότι θα επιθυμούσα μια τέτοια μηδενιστική και απόλυτη ελευθερία. Με εκφράζει περισσότερο ο «Ύμνος στο σώμα» του ποιητή Τίτου Πατρίκιου που καταλήγει:

 

«Υμνώ το σώμα που με αντέχει, δεν μ’ έχει βαρεθεί
Δεν μ’ έχει αποτινάξει από πάνω του
Το σώμα που ότι κι αν του κάνω
Με μεταφέρει, με μετακινεί, με κρατάει ορθό.
Υμνώ το απόλυτο σώμα, το σώμα όλων, το δικό μου
Που με καλύπτει, μ’ έχει σφιχτά αγκαλιασμένο
Αυτό που μαζί μια μέρα θα τελειώσουμε».