Η Χαρίκλεια, χαροκαμένη μάνα, τώρα που καλοσύνεψε πια ο καιρός, σηκώνεται κάθε μέρα νωρίς και, χωρίς να φάει, πρωί πρωί, πηγαίνει στο νεκροταφείο, στον τάφο του παιδιού της, που πέθανε πρόσφατα, να κλάψει εκεί. Να ξελαφρώσει. Με τα πόδια πηγαίνει, αν και τα μνήματα είναι αρκετά μακριά. Περιποιείται τα λουλούδια, βλέπει την φωτογραφία του γιου της και κλαίει. Στα τριάντα του πέθανε αφήνοντας ορφανά παιδιά και γυναίκα χήρα, την νύφη της. Σήμερα ο παπάς της εκκλησίας του νεκροταφείου την πρόσεξε και την λυπήθηκε. Την πλησίασε. Καθόταν στην άκρη του τάφου.

-Κυρά μου, πάψε πια να κλαις. Παρηγορήσου.

Η κυρά Χαρίκλεια δεν απάντησε. Έκλαιγε βουβά κοιτάζοντας την φωτογραφία του παιδιού της.

-Παιδί σου ήταν; την ρώτησε κοιτάζοντας κι αυτός την φωτογραφία.

Ένευσε «ναι» η Χαρίκλεια.

-Πιστεύεις στον Θεό; την ξαναρώτησε ο ιερέας. Στην Εκκλησία μας πιστεύεις;

Ένευσε πάλι «ναι» η Χαρίκλεια.

-Με την αποδημία των αγαπητών μας προσώπων, συνέχισε ο ιερέας, εμείς που απομένομε εδώ λυπούμαστε και γινόμαστε δυστυχισμένοι. Οι ψυχές όμως εκείνων, έχοντας αποβάλει το φθαρτό τους σώμα –  γιατί εκεί που πηγαίνουν αυτό πια δεν τους χρειάζεται –  ζουν ζωή ευτυχισμένη «εν τόπω ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Το φθαρτό σώμα του παιδιού σου έχεις εδώ. Η ψυχή του είναι αλλού, χαρούμενη και ευτυχισμένη κοντά στον Θεό. Εκεί βρίσκεται η ψυχή του. Τα πιστεύεις αυτά;

Τότε μίλησε η Χαρίκλεια και είπε.

-Ναι, πάτερ.

Και άρχισε να σκέφτεται η Χαρίκλεια. Και κοίταζε τον ιερέα. Και μια παρηγοριά αισθάνθηκε η ψυχή της. Και χαμογέλασε στον παπά. Βάλσαμο ήταν γι’ αυτήν τα λόγια του. Πιο παρήγορα κι από την πιο καλή συμβουλή του πιο καλού ψυχιάτρου που την παρακολουθούσε. Πιο καταπραϋντικά και από το πιο παυσίλυπο φάρμακο.

Σηκώθηκε η Χαρίκλεια, έριξε μια τελευταία ματιά στην φωτογραφία του πεθαμένου παιδιού της, τακτοποίησε καλύτερα τα λουλούδια μέσα στο ανθοδοχείο, έκανε «Γεια» κουνώντας το χέρι της προς την φωτογραφία σαν να ήταν ζωντανός άνθρωπος, είπε «Ευχαριστώ, πάτερ» και αναχώρησε αλλαγμένη.

-Πήγαινε στο καλό, κυρά μου! της ευχήθηκε ο ιερέας.