Ο Σεπτέμβρης είναι ο μήνας της επιστροφής. Επιστροφή στα θρανία, επιστροφή από τις διακοπές – για όσους πήγαν – επιστροφή στις υποχρεώσεις, επιστροφή στην πραγματικότητα, επιστροφή από την καλοκαιρινή ευεξία στην φθινοπωρινή μελαγχολία, επιστροφή του κάθε κατεργάρη στον πάγκο του, εξαιρουμένων των «κατεργαραίων» εκείνων που δεν εγκατέλειψαν τον «πάγκο» τους.
Η «νοσταλγική διαταραχή» του καλοκαιριού, είναι το συναίσθημα που κυριαρχεί κατά τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου…
Η «γενιά του αντίχειρα» – όπως αποκαλούν τη νέα γενιά – επιστρέφει στα θρανία, με τα κινητά να βρίσκονται όχι πια ανά χείρας, αλλά μέσα στις σχολικές τσάντες και μαζί με τους μαθητές επιστρέφουν και οι «αποβολές» που τα τελευταία χρόνια «απουσίαζαν» από τα σχολεία.
Λίγο πριν από την μεγάλη επιστροφή των μαθητών, επέστρεψε το… «καλάθι» τους! Και μαζί με το «καλάθι του μαθητή», επέστρεψε και η συνέχεια της κακορίζικης συνήθειάς μας – και πλέον νοοτροπίας μας – να επιβιώνουμε όπως-όπως.
Να περνούμε με τα ελάχιστα και να κάνουμε και τον σταυρό μας που τα έχουμε κι αυτά! Έτσι για να μην ξεχνιόμαστε, αλλά να ξεχνούμε την κακομοιριά μας. Γιατί, τα τελευταία χρόνια οι όροι της διαβίωσης έχουν αντικατασταθεί από τις υποχρεώσεις της επιβίωσης. Μετά το «καλάθι του μαθητή» θα ακολουθήσουν και άλλα, πολλώ λογιώ «καλάθια», που θα ξεγελάνε τον πόνο μας.
Τα «καρτέλ της αγοράς» δεν πήγαν διακοπές. Έτσι, αυτά δεν χρειάζεται να επιστρέψουν τον Σεπτέμβρη, αλλά είναι εδώ και μας υποδέχονται «με ανοικτές τις αγκάλες»! Εκείνα είναι πλέον οι «οικοδεσπότες» αυτού του τόπου και όπως όλα δείχνουν, ήρθαν για να μείνουν. Ένα τέτοιο «φιλικό» περιβάλλον ασυδοσίας και ανοχής, πού αλλού μπορούν να το βρουν;
Η «συγκυβέρνηση» Μητσοτάκη-ΜΜΕ ωραιοποιεί την ασχήμια, υπόσχεται «erga» μέσα από το gov, ενώ τις «imeres» της θα τις δούμε στη συνέχεια! Νιώθει «ευλογημένη» που της έτυχε μια τέτοια θλιβερή αντιπολίτευση και μας προετοιμάζει για ακόμα χειρότερες μέρες.
Η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή έχει μόνο αρνητικό απολογισμό να κάνει, άσχετο από αυτόν τον «ονειρεμένο» που θα επιχειρήσει να παρουσιάσει στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχει καν αντιμετωπίσει στο ελάχιστο το πρόβλημα της ακρίβειας και όχι μόνο δεν έχει στηρίξει, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις έχει υπονομεύσει κιόλας το δημόσιο σύστημα υγείας.
Δεν ήταν προετοιμασμένη για τις δασικές πυρκαγιές και εκτός από το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού «για ακόμη περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις», στο οποίο είναι σταθερά προσηλωμένη, δεν δείχνει να έχει κάποιο άλλο όραμα.
Την ίδια ώρα «χρεώνεται» αντικειμενικά το σκάνδαλο των υποκλοπών και την άρνηση ανάληψης πολιτικής ευθύνης για το έγκλημα των Τεμπών. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα όταν διαπιστώνουμε καθημερινά φαινόμενα αλαζονείας και κυνισμού της εξουσίας, όπου οι υπουργοί φτάνουν στο σημείο να λένε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι «καλό είναι οι πολίτες στην επαρχία να αποφεύγουν τα εμφράγματα τα Σαββατοκύριακα γιατί μπορεί να μη βρεθούν γιατροί…».
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά τα τρομερά, η αντιπολίτευση φαίνεται πως δεν «κατοικεί» πλέον σε τούτο τον τόπο. Ο ΣΥΡΙΖΑ του αλληλοσπαραγμού, μας κούρασε αφάνταστα μέσα στην διαρκή του διολίσθηση, απογοητεύοντας οικτρά, όχι μόνο εκείνους που τον εμπιστεύτηκαν, αλλά και κάποιους ελάχιστους ανιδιοτελείς αγωνιστές που πίστεψαν κάποτε ότι, πραγματικά μπορούσαν να αλλάξουν αυτόν τον καταπιεστικό και αυταρχικό κόσμο.
Το ΠΑΣΟΚ – που εχθές γιόρτασε μισό αιώνα ζωής – μας ξενέρωσε με τα αρχηγιλίκια, τις μεγαλομανίες και τις μεγαλοστομίες του, ακολουθώντας έναν αριβισμό που δεν συνάδει με τα σοσιαλιστικά ιδεώδη της «Διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη». Το πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα, που κάποτε ως κίνημα ενέπνευσε την έννοια της «αλλαγής» στην Ελλάδα, δείχνει σήμερα ανήμπορο αλλά και απρόθυμο να αλλάξει ακόμα και την ίδια την νοοτροπία του.
Τα υπόλοιπα κομματικά «μικρομάγαζα» της Πλατείας Συντάγματος – οι γνωστοί «αποταμιευτήρες» των ψήφων από τη λαϊκή δυσαρέσκεια – δεν μπορούν να δώσουν λύσεις, αλλά ούτε και ελπίδα. Μονόδρομος το χάος λοιπόν; Θα βόλευε πολύ κάποιους κάτι τέτοιο!
Ο Πρετεντέρης πάντως το έγραψε ξεκάθαρα σε άρθρο του στα «Νέα» με τον τίτλο, «Πίσω στα βασικά», που όπως φαίνεται όμως το πλήρωσε πολύ ακριβά: «Είτε αρέσει είτε δεν αρέσει, η κυβέρνηση είναι εκείνη που κυβερνά στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων, όσο διαθέτει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου.
Δεν κυβερνά με ρεφενέ, ενώ ο Άρειος Πάγος δεν καθοδηγείται από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση, ούτε από διάφορους συγγενείς θυμάτων…». Επιχειρώντας να «ξεπλύνει» την κυβέρνηση Μητσοτάκη για μια σειρά σημαντικών θεμάτων της επικαιρότητας, όπως οι υποκλοπές και τα Τέμπη, ο γνωστός δημοσιογράφος(;) δεν δίστασε να ασκήσει κριτική ακόμα και στην ίδια του την εφημερίδα…
Αυτή είναι, κύριοι, η κατάσταση και σε όποιον δεν αρέσει να φύγει, να πάει αλλού! Όπως το κάνουν ήδη πολλοί νέοι επιστήμονες που εγκαταλείπουν ετούτη τη χώρα που είναι πλέον αφιλόξενη για τα παιδιά της. Την αντίστροφη διαδρομή επιχείρησε να κάνει μια ταλαίπωρη γιατρός και παραλίγο να το πληρώσει πολύ ακριβά με τη ζωή της.
Επέστρεψε στην πατρίδα από τη Γερμανία όπου εργαζόταν, για να προσφέρει εδώ τις υπηρεσίες της, και έπαθε εγκεφαλικό, όταν υπερέβη τα ανθρώπινα όρια της αντοχής της, μετά από υπερεργασία και υπερεφημέρευση στο νοσοκομείο Παπανικολάου.
Η γιατρός έχει καταλάβει πλέον πως ήταν λάθος της να ενταχθεί σε ένα διαλυμένο δημόσιο σύστημα υγείας όπως το δικό μας. Ένα υποστελεχωμένο ΕΣΥ που τελεί υπό πλήρη κατάρρευση και η διοίκηση του οποίου θεωρεί αναλώσιμους τους εργαζόμενους και «αλώσιμους» τους ασθενείς.
Μαζί με τους μαθητές πιστεύω πως θα έπρεπε να καθίσουν ξανά στα «θρανία» και κάποιοι συμπολίτες μας γιατί, παρά τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά που διαθέτουν, δεν έχουν μάθει βασικούς κανόνες που διέπουν την δημοκρατία, την δικαιοσύνη, την δημοσιογραφία και την πολιτική.
Γιατί «δημοκρατία» δεν είναι να κυβερνά η πολιτική παράταξη που απλώς κατέγραψε την πιο ισχυρή μειοψηφία σε εκλογές που χαρακτηρίστηκαν από τεράστια αποχή, ούτε να χρησιμοποιεί η κυβερνώσα παράταξη διαρκώς την εκλογική αυτή υπεροχή της, αρνούμενη οποιοδήποτε διάλογο, όχι μόνο με την σημερινή (ανύπαρκτη) αντιπολίτευση, αλλά και με την ίδια την κοινωνία, χωρίς καμία διάθεση λογοδοσίας.
Θεμέλιο της δημοκρατίας μας αποτελεί η τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου και ακρογωνιαίος λίθος του κράτους δικαίου είναι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Όμως, η «ανεξαρτησία της δικαιοσύνη» δεν σημαίνει «ασυδοσία της δικαιοσύνης», ούτε και «ασυλία της δικαιοσύνης». Και οι κριτές κρίνονται και σε τελική ανάλυση, ο υπέρτατος νόμος είναι η ευημερία του λαού.
Η Δημοκρατία αλλά και η Δικαιοσύνη απαιτούν να υπάρχουν αδέσμευτα Μέσα Ενημέρωσης και ανεξάρτητη Δημοσιογραφία που να επιτελούν σωστά το έργο τους.
Οι δημοσιογράφοι, ως διαμορφωτές της κοινής γνώμης, δεν θα πρέπει να περιορίζονται στην αναπαραγωγή του εκάστοτε κυβερνητικού αφηγήματος, που θεωρεί ότι η δημοκρατία σημαίνει ασυδοσία της πλειοψηφίας, ότι η δικαιοσύνη και κάθε θεσμός είναι στο απυρόβλητο και «υπεράνω κριτικής», ότι οι δημοσιογράφοι που δεν χειροκροτούν την κυβέρνηση είναι υποκινούμενοι από την αντιπολίτευση, ούτε βεβαίως να προσπαθούν να πείσουν την κοινωνία ότι δεν έχει δικαίωμα να αντιδρά και να διαμαρτύρεται.
Η κοινωνία όμως, όταν αγανακτεί, διαμαρτύρεται, αγωνίζεται, διεκδικεί και αμφισβητεί. Έχει αυτό το δικαίωμα η κοινωνία μας – ακόμη – κόντρα στην αριστοκρατική αντίληψη αρκετών νεοφιλελεύθερων πολιτικών μας που την περιφρονούν και που την αντιμετωπίζουν ως κατώτερη μάζα, που δεν πρέπει ποτέ να πάρει στα χέρια της την εξουσία, και το μόνο δικαίωμα που της αναγνωρίζουν είναι το δικαίωμα να ψηφίζει «αυτό που πρέπει», αφού πρώτα έχει υποστεί την κατάλληλη χειραγώγηση.
Ο πολιτικός αναλφαβητισμός που κυριαρχεί πλέον σε τούτο τον τόπο, μας προετοιμάζει για ένα εξόχως αφιλόξενο και δυστοπικό μέλλον.
Απορίας άξιον πάντως το, πώς εξακολουθεί να επιβιώνει ετούτη η χώρα που ζει στο «τρενάκι του τρόμου»;