Τις προηγούμενες μέρες γίναμε, ακόμα μια φορά, μάρτυρες μιας κατ’ ουσίαν άχαρης και επαναλαμβανόμενης, δήθεν, αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών σχηματισμών της χώρας μας, της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης.

Αφορμή ετούτη τη φορά η αναφορά του αρχηγού της αξιωματικής   αντιπολίτευσης ότι την επόμενη φορά που θα αναλάβει τα ηνία θα προσπαθήσει να ελέγξει  και τους συνεκτικούς αρμούς των διαφόρων μορφών της εξουσίας. Φυσικά ακολούθησε ορυμαγδός κατηγοριών από κυβερνητικούς κύκλους, ενώ ταυτόχρονα η πλευρά της αντιπολίτευσης προσπάθησε να ανασκευάσει ή ποιο σωστά να κάνει καλύτερα κατανοητό στους πιθανούς και υποψήφιους ψηφοφόρους κάποιες επεξηγήσεις πάνω στο επίμαχο  θέμα.

Η εν λόγω αναφορά, όμως, του  συγκεκριμένου πολιτικού αρχηγού,  στους αρμούς της εξουσίας,  μήπως έρχεται σε αντίθεση με όλα όσα εκείνος έπραξε στα πέντε περίπου χρόνια  και μάλιστα ακολουθώντας κατά γράμμα τις αυστηρές  κατευθυντήριες οδηγίες του ιερατείου των Βρυξελλών; Δηλαδή, μας λέει,  δεν πρόλαβε να εφαρμόσει σε βάθος  πέντε ετών όσα ήθελε;

Μετά και το τρίτο μνημόνιο, μετά και από το αποτέλεσμα των  πρόσφατων εκλογών, δυστυχώς συνεχίζει τις ίδιες και απαράλλαχτες τακτικές επαναφοράς του ίδιου λόγου και των ίδιων επιχειρημάτων που ακούστηκαν πριν το 2015.

Από την άλλη μεριά, η κυβέρνηση ξεσηκώθηκε ωσάν να επίκειται ραγδαία ανατροπή του πολιτικού σκηνικού  και του αστικού συστήματος της Ελλάδας! Όμως ποια είναι η σκληρή αλλά κρυμμένη πραγματικότητα με όλα αυτά;

Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο, ότι με όσα ακούστηκαν ένθεν κακείθεν, βολεύονται έξυπνα αμφότεροι.

Στη μεν κυβέρνηση δρομολογείται σημαντικού βαθμού συσπείρωση στους ψηφοφόρους και την εκλογική της βάση λόγω των μεγάλων και επαναλαμβανόμενων αντιδράσεων που προκάλεσε και συνεχίζει να δημιουργεί η εφαρμοζόμενη πολιτική έναντι του τρομακτικού και δυσεπίλυτου προβλήματος των προσφύγων και των παράνομων μεταναστών, τουτέστιν των λαθρομεταναστών, ενώ την ίδια στιγμή στο χώρο της συγκεκριμένης αντιπολίτευσης, δίνεται η αόριστη υπόσχεση ότι τίποτα δεν ξεχάστηκε, τίποτα δεν τοποθετήθηκε στο συρτάρι και πως όλα είναι  ανοιχτά και μπροστά, παραμένουμε ακόμα πιστοί στα πιστεύω μας και πως  θα τα φέρουμε ξανά στα νερά μας και θα τα υλοποιήσουμε με την επόμενη ευκαιρία.  Έτσι είναι ηλίου φαεινότερο ότι με το ξεφούρνισμα του τελευταίου αυτού πολιτικού αφηγήματος, βολεύονται αμφότεροι και μάλιστα ικανοποιητικά!

Στην κυβέρνηση, λοιπόν,  χρησιμοποιούν τον κίνδυνο της δήθεν αριστεράς επανάκαμψης, ενώ στην αντιπολίτευση και κυρίως στην απογοητευμένη κομματική της βάση, όπως δείχνουν οι κατά καιρούς γινόμενες σφυγμομετρήσεις,  ότι δεν τα ξεπούλησαν όλα στους δανειστές. Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος κυμάνθηκε και η πολεμική της συγκεκριμένης  δήλωσης από το επονομαζόμενο ΚΙΝΑΛ, ότι δηλαδή υιοθετεί και επιδιώκει ολοκληρωτικές αντιλήψεις.

Αν δούμε και μελετήσουμε επισταμένως κάποιες χαρακτηριστικές ιστορίες άλλων κρατών, θα διαπιστώσουμε ότι ορισμένες πραγματικά αριστερές κυβερνήσεις  αντιμετώπισαν αδυσώπητα και τρομακτικά προβλήματα από τον υφιστάμενο κρατικό μηχανισμό, και σε κάποιες περιπτώσεις με σοβαρές παράπλευρες απώλειες.

Το παράδειγμα της Χιλής με το αιματηρό πραξικόπημα τον Σεπτέμβριο του 1973, και της Ιταλίας όπου το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα επέλεξε την πορεία του ιστορικού συμβιβασμού, είναι τυπικά της υπόθεσης που συζητάμε.

Όμως τα συγκεκριμένα παραδείγματα δεν έχουν καμία σχέση με την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, και αυτό  επειδή ο συγκεκριμένος πολιτικός συνδυασμός  δεν επέλεξε να προβεί σε κάποιου βαθμού ρήξη που θα τον έφερνε σε ευθεία αντιπαράθεση με τον υφιστάμενο κρατικό μηχανισμό.

Ίσως μια περίπτωση να ήταν ο επιχείλιος έρπης που παρουσίασε στις οθόνες της τηλεόρασης, δείγμα και σύμπτωμα σοβαρής σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας, αλλά εκείνο το σύμπτωμα αφορούσε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ ημών και των Ευρωπαίων.

Έκτοτε, όλα ακολούθησαν κατά τα γνωστά. Τουτέστιν πλήρης συστημική υποταγή στα μνημόνια, πέρα από ολίγες εξάρσεις όπου ήρθε σε αντιπαράθεση με συγκεκριμένες αποφάσεις    του δικαστικού μηχανισμού, όρα τηλεοπτικές άδειες κλπ.

Η ουσία όμως είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πολλές φορές βασίστηκε σε υφιστάμενες δομές της όποιας εξουσίας, για να περάσει με εύκολο τρόπο και χωρίς κόστος γι’ αυτόν, δραματικές μνημονιακές πολιτικές και αποφάσεις στις πλάτες βεβαίως  του ελληνικού λαού.

Ένας αμερόληπτος παρατηρητής δεν θα λησμονούσε να σημειώσει πως και μέσα στον κυκεώνα των μνημονίων θα μπορούσε κάλλιστα να δρομολογήσει παράλληλα κάποιες συντεταγμένες ώστε να περιορισθεί η διασπάθιση μαύρου χρήματος, όπως στην υπόθεση Novartis, για μεγάλο απώτερο κοινωνικό όφελος, αντί να εστιασθεί στη λογική αποκόμισης κομματικού καθαρά οφέλους.

Επομένως, η τελευταία του προσπάθεια να παρουσιασθεί δηλαδή ως θύμα του ισχύοντος κρατικού μηχανισμού αποτελεί ένα ολοκάθαρο άλλοθι   για μια πολιτική που εφάρμοσε αδίστακτα, που ήταν στην ουσία ακριβώς η αντίθετη από αυτή που υποτίθεται ότι πίστευε και υποσχέθηκε.

Άλλοθι με το οποίο δεν απαιτείται να δώσει την παραμικρή εξήγηση για όσα απλόχερα έκανε, για όσες φιλελεύθερες πολιτικές εφάρμοσε και για όσα δεν του “επέτρεψαν” οι παντοδύναμοι και στέρεοι “αρμοί της εξουσίας”!