Ο καλός φίλος και σπουδαίος λογοτέχνης κ. Δ. Θεοδοσάκης από την ηρωοτόκο Βιάννο, μας συγκίνησε και πάλι βαθιά με το νέο βιβλίο του ΠΙΚΡΑΜΕΝΗ ΒΙΑΝΝΟΣ τόμος Ε΄ Μετακατοχικά. Μα πριν να πούμε για το περιεχόμενό του ας σταθούμε λίγο στην ολοπρώτη του σελίδα το εξώφυλλο με μια πανέμορφη Κατοχική φωτογραφία που δείχνει δυο φτωχά πεντάχρονα Κρητικόπουλα της Βιάννου και να μελετήσουμε το ώριμο για την ηλικία τους ύφος και βλέμμα.

Χεράκι-χεράκι κρατούν οι δυο τρυφερές ψυχούλες με σφιχτοδεμένες παλάμες σα δείγμα αλληλοπροστασίας. Στέκουν στη χορταριασμένη αυλή ενός σπιτιού και κοιτούν μπροστά τους μ’ ένα διαπεραστικό βλέμμα τόσο ώριμο για την ηλικία τους. Ο ένας δεξιά ο … καλικωμένος είναι ο Γιώργος. Και ο άλλος αριστερά ο ξυπόλυτος, ο Μιχάλης.

Τα κορμάκια τους ντυμένα με τα φτωχικά τους ρούχα στέκονται με τη σοβαρότητα και την περηφάνια της ράτσας τους… Μα κείνο που σε συνεπαίρνει είναι το βαθυστόχαστο βλέμμα τους: Κοιτάζουν απέναντι ένα γερμανό στρατιώτη με μια φωτογραφική μηχανή που προσπαθεί να τα απαθανατίσει…

Ο ένας με τα παπουτσάκια τον κοιτάζει επικριτικά σα να του λέει: «Τι θες τουλόγου σου; Θαυμάζεις τα κατορθώματά σας στον τόπο μας; Δε μας νοιάζει. Θα τα καταφέρουμε». Ο άλλος ο ξυπόλυτος λίγο συνοφρυωμένος τον κοιτάζει αυστηρά, σαν να ετοιμάζει και κείνος την αποδοκιμασία του:

«Μας βλέπεις; Γράψε μας στα μηχανήματά σου να μας θυμάσαι. Κρητικοί είμαστε, μικροί… Μα θα μεγαλώσουμε και θα προκόψουμε…».

Δεν θέλομε τις λύπες σας και τη συμπόνεσή σας

της Κρήτης είμαστε παιδιά κι ας μη πονεί η ψυχή σας.

Κι ερχόμαστε στο συγκινητικό περιεχόμενο του βιβλίου. Συγκινητικό σαν και τ’ άλλα βιβλία του συγγραφέα. Μεγάλη για την Κρήτη συγγραφική προσφορά. Η ευλογημένη και πονεμένη αυτή περιοχή, ξέρομε όλοι ότι πλήρωσε βαρύ κόστος στη διάρκεια της επάρατης Κατοχής. Πολλά τα αθώα θύματα, τα δάκρυα, ο πόνος, το πένθος, η δυστυχία και η ορφάνια.

Αισθηματίες άνθρωποι οι Βιαννίτες κλάψανε πικρά για όσους χάσανε. Μα κι όσοι ζήσανε πέρασε η ζωή τους με πόνο και θλίψη. Ράγιζαν καρδιές με τα μοιρολόγια τους οι πονεμένες μάνες:

« Τη θύμησή σου φυλαχτό θα ντύσω το κορμί μου

ισόβια μαύρα θα φορώ μέχρι να βγει η ψυχή μου»

Της μιας σπιτιάς ο πόνος για όλο το χωριό. Κι οι πονεμένοι πολλοί, όλοι… με συμπαράσταση δυσβάσταχτη:

«Πάρτε κουφέτα κοπελιές που ‘ναι για την ψυχή του

κι ας τάξω πως τα μοίρασα στην αρραβώνιασή ντου».

Και τα νιάτα που χάθηκαν για την πατρίδα ήταν ζηλευτά αλλά, χαράμια του χάρου. Κι άλλες φορές ξανακλάψανε: στους Βαλκανικούς πολέμους, στη Μικρασιατική εκστρατεία.

Και γράφει ο συγγραφέας: «Γερή κράση οι παλιοί άνθρωποι. Είχανε πίστη στο θεό κι έτσι απαλύνανε μια σταλιά του κόσμου τα πρικιά». Είχαν και μεγάλες φαμελιές παλιά και ευτυχώς. Πώς θα άντεχε το γένος τόσες απώλειες.

Οι γεωργοί φτωχοπερνούσαν με πολλή και σκληρή δουλειά. Οι ελιές οι ευλογημένες θησαυρός του τόπου αλλά παραχρονιάρες και η άδεια χρονιά έτρωγε τη βεντέμα της άλλης. Καταλάβαιναν πως για τα παιδιά τους οι φαμελίτες ήταν ευχή να μάθουν μια δουλειά να ζήσουν.

Να συμπληρώσουν τα λίγα εισοδήματα. Ήταν μια κάποια λύση και η ξενιτειά μα και ο αζωνταντός ξεχωρισμός, πληγή αγιάτρευτη.  Πόσοι άφηκαν τα παιδιά τους στους ηλικιωμένους παππούδες και γιαγιάδες και ξενιτεύονταν για το ψωμί.

Κι ο έρωτας ποτέ δε λείπει από τη ζωή κι ολοζωής συντροφεύει τους ανθρώπους κι ας έχουν ανάγκες.

Αρκετοί δούλεψαν καλά στην ξενιτιά κι έκαμαν καλιμέντο… Ηλιαχτίδες ήταν οι χαρές στη ζωή των ανθρώπων. Λαμπρή ήταν κι οι ευχές για τα καλορίζικα.

Σημαντικό για το βιβλίο και τους αναγνώστες του είναι το κεφάλαιο με τις ανασκαφές του Ν. Πλάτωνα που ήταν λάτρης του ποιητή Βιτσέντζου Κορνάρου και του Ερωτόκριτου. Σπουδαία εποχή για δουλειά για τους Βιαννίτες και σπουδαία ευρήματα για τον τόπο (Μινωική αγρέπαυλη, Μινωικά ιερά). Γι’ αυτό οι Βιαννίτες τιμούν σα σπουδαίο ευεργέτη τον Πλάτωνα για όσα έκαμε και για όσα θα ξεκινήσουν στο μέλλον να γίνουν στον όμορφο και σπουδαίο αυτό χώρο.

Μας λέει ακόμα το βιβλίο για τα όμορφα πανηγύρια της Βιάννου, τους ναούς και τα γλέντια με πλούσιο φωτογραφικό υλικό του τόπου.

Αξιόλογη και η δουλειά της επιμέλειας του βιβλίου από τον άξιο γραφίστα Γιώργο Τεκονάκη. Μαθαίνομε ακόμη από το ωραίο βιβλίο για τους έγκριτους εκκλησιαστικούς ηγήτορες και σπουδαίους αγιογράφους.    Σκιαγραφεί ο συγγραφέας με ζωντανά παραδείγματα και πρόσωπα τις μεγάλες αγάπες και τους δυνατούς έρωτες:

«Όπου αγαπά δεν ντρέπεται μουδέ και δε φοβάται!

Μέσα σε τρίπυρη φωθιά να πέσει δεν τηράται»(δεν δειλιάζει).   Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η εξιστόρηση περιστατικών από πολύτεκνες οικογένειες. Γεννούσαν παλιά πολλά παιδιά για να πάρει -όπως λέγανε- και ο χάρος την πάρτη του γιατί η θνησιμότητα με την ελλιπή ιατρική φροντίδα, ήταν μεγάλη.

Οι φτωχοί και πολύτεκνοι δίδανε για υιοθεσία κάποια από τα παιδιά τους σε άτεκνους που τα αγαπούσαν και εξασφάλιζαν το μέλλον τους. Ενδιαφέρουσες σχετικές ιστορίες διηγείται με ευαισθησία ο Συγγραφέας. Μα και οι οικογενειακές «έσμιξες» που τόσο τρυφερά αναφέρει, σε πανηγύρια, γιορτές, πρωτομαγιές σαγηνεύουν βαθιά.

Αναφέρομε αυτολεξεί μια περιγραφή μιας πρωτομαγιάτικης μέρας με πολύ αγαπητή και όμορφη παρέα στην πανέμορφη και γαληνεμένη εξοχή.

Μ’ αυτή την έκφραση ομορφιάς θα κλείσω τη γραφή μου. Γράφει λοιπόν ο Συγγραφέας: «Η μαγιάτικη μέρα στο νοτερό γυαλό με του ήλιου τα χαμογέλια και την ομορφιά της φύσης αποχαιρετούσε σιγαλά το μισεμό της Άνοιξης και καλωσόριζε το καλοκαίρι. Στα ψωμοχώραφα τα σπαρμένα ήταν μελίχλωρα, βυζαίνανε ακόμα τη γη, λίγες μέρες θέλανε να ψωμώσουν για να τα θερίσουν.

Στα χέρσα οι θύμοι είχαν ανθίσει. Το χαμομήλι είχε ακούσει το «Χριστός Ανέστη» και περίμενε να το μαζέψουν. Ο κάμπος του γυαλού ήταν μια θάλασσα από λιανολιές και ήμερες χαρουπιές και δροσοπέρβολα που τις δροσοπότιζε το τρεχούμενο νερό της πάνω και κάτω Φλέγας…»

Ευχαριστούμε θερμά τον άξιο Συγγραφέα κύριο Δημήτρη Θεοδοσάκη για τη μεγάλη προσφορά του στην Ιστορία και τους ανθρώπους μας.