Η τελευταία εικοσαετία  χαρακτηρίζεται από σκάνδαλα διατροφής, που έχουν οδηγήσει σε μια έντονη έλλειψη εμπιστοσύνης, απέναντι στα τρόφιμα και την ασφάλειά τους, αλλά και στην αγανάκτηση του καταναλωτή για το οικονομικό εν γένει κόστος της διατροφικής αλυσίδας σήμερα.

Το θεμέλιο της διατροφικής αλυσίδας, που αποτελεί ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον τρόπο παραγωγής και διατροφής, έχει αλλάξει εκ βάθρων.  Σήμερα, μεταξύ των δύο αυτών ορίων, το σύστημα της κυρίαρχης οικονομίας της αγοράς δεν ενδιαφέρεται βασικά για την υγεία και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων και την προστασία του περιβάλλοντος αλλά για κέρδη, μπίζνες, μερίσματα, επέκταση των αγορών, ανακάλυψη και προώθηση στην αγορά νέων, που αποφέρουν μεγάλα κέρδη και οικονομική ανάπτυξη.

Ενώ παλιότερα, η τροφή πήγαινε απ’ ευθείας από “την παραγωγή στην κατανάλωση“ στις μέρες μας κάνει παρατεταμένη στάση στο εργοστάσιο, όπου δεν επεμβαίνει πλέον η φύση αλλά ο άνθρωπος με την τεχνολογία του.

Σήμερα, τους κανόνες ορίζει η βιομηχανία προϊόντων διατροφής, που στο όνομά της ικανοποίησης των συνεχώς αυξανομένων αναγκών, υιοθέτησε και προωθεί την εντατική καλλιέργεια προϊόντων, μια από τις μορφές της οποίας είναι η παραγωγή μεταλλαγμένων προϊόντων με τεχνολογία αλλοιώσεως του γενετικού κώδικα.  Μια διαδικασία που δεν θα μπορούσε να προκύψει μέσω οποιασδήποτε γνωστής διαδικασίας.

Σε αντίθεση με τη συμβατική βελτίωση των ειδών, η γενετική μηχανή των μεταλλαγμένων καταργεί τους φυσικούς φραγμούς που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ των ειδών μέσα από εκατομμύρια χρόνων εξελικτικής διαδικασίας. Η νέα και υπό αμφισβήτηση επιστήμη της βιοτεχνολογίας διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στη μορφή αυτή της εντατικής καλλιέργειας, που αφορά τα μεταλλαγμένα τρόφιμα.

Στις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται ένας συνεχής βιασμός της φύσης, είτε αυτός είναι η γενετική τροποποίηση των φυτών, είτε η χρήση φυτικών λιπασμάτων, που τις περισσότερες φορές είναι κατά πολύ μεγαλύτερη και συχνότερη από την απαιτούμενη, είτε με τη χρήση ολοένα και ισχυρότερων τοξικών φυτοφαρμάκων.  Απώτερος σκοπός η αυξημένη παραγωγή, λιγότερες απώλειες στη σοδειά, πιο εμφανίσιμα προϊόντα με μεγαλύτερο χρόνο διατήρησής τους, με χρήση χημικών συντηρητικών.

Όλα αυτά μεταφράζονται μεν σε μεγαλύτερο κέρδος για όλη την αλυσίδα της παραγωγής, διακίνησης, μεταποίησης και πώλησης των γεωργικών προϊόντων, με τη μερίδα του λέοντος στις μεγάλες βιομηχανίες που ελέγχουν την όλη διαδικασία, αλλά  δυστυχώς  δε  έχουν σαν επακόλουθο, λόγω της  σωρευτικής τοξικότητά τους, την  τεράστια έξαρση και εξάπλωση  της επάρατης νόσου…

Κατ’ αρχάς ο έλεγχος της ποιότητας, η τυποποίηση και η πιστοποίηση, των προϊόντων αλλά και η προστασία του καταναλωτή,  που αποτελούν σημερινά μεγάλης αξίας μηνύματα και βασική προϋπόθεση επιτυχούς εμπορικής προώθησης των πάσης φύσεως προϊόντων, ιδιαίτερα των εξαγώγιμων, δεν αποτελούν ανακάλυψη του – προωθημένου τεχνολογικά – σύγχρονου πολιτισμού μας.

Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός όρισε το θεσμικό πλαίσιο για την ποιότητα, βασική προϋπόθεση για την εξέλιξη και την ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών.  Άλλωστε δεν κτίζονται Παρθενώνες χωρίς τεχνολογία και δε νοείται ανάπτυξη χωρίς εφαρμογή κανονισμών που να διασφαλίζουν την υψηλή ποιότητα των υλικών που χρησιμοποιούνται, αλλά και των αγαθών – υπηρεσιών που παράγονται.

Τουλάχιστον από τη κλασική εποχή, αν όχι και νωρίτερα, εφαρμόζονταν πρότυπα με αυστηρές προδιαγραφές, οι δε ποινές για όσους δεν τα τηρούσαν ήταν πολύ αυστηρές.  Παράδειγμα είναι το αυστηρό πρόστιμο που κατέβαλλε στην αρχαιότητα ο παραγωγός ή ο έμπορος του οίνου, ο οποίος τολμούσε να τον νοθεύσει.  Η έννοια «άκρατος» και όχι «κεκραμένος» οίνος, δίνει το μέτρο της ποιότητάς του.

Άλλη σχετική περίπτωση, είναι ο έλεγχος ποιότητας των αττικών αργυρών νομισμάτων από τον “δοκιμαστή”, αρμόδιο  ορισμένο από τον Δήμο, ο οποίος σε περίπτωση διαπίστωσης κίβδηλου νομίσματος προέβαινε στην κατάσχεσή του.

Τέλος, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μαρμάρινη εγχάρακτη επιγραφή της Ελευσίνας (4ος π.Χ.), το κείμενο της οποίας περιέχει μία παραγγελία για την κατασκευή των μπρούτζινων συνδέσμων, πόλων και εμπολίων, που θα έμπαιναν ανάμεσα στους σπονδύλους των κιόνων της Φιλώνειας Στοάς.  Εντύπωση προκαλεί η αναφορά στη σύνθεση του μπρούντζου που θα χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη, καθώς και οι πολύ αυστηρές προδιαγραφές, με τις οποίες έπρεπε να συμμορφωθεί ο κατασκευαστής.

Η ελληνική ιστορία της διασφάλισης της ποιότητας συνεχίζεται σχεδόν αδιάλειπτα διαχρονικά μέσα από τις περίφημες βυζαντινές «συντεχνίες» (διάσημη αυτή των αγγειοπλαστών), οργανισμούς οι οποίοι έλεγχαν τα μέλη τους ως προς την ποιότητα των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών τους, επί ποινή αποκλεισμού από την εν λόγω αγορά, στην περίπτωση παροχής ελαττωματικού προϊόντος.

Τα συστήματα διασφάλισης ποιότητας έπρεπε να επανεφευρεθούν στη σύγχρονη εποχή, για να αντιμετωπίσουν προβλήματα κατασκευής και διάθεσης οπλικών συστημάτων της συμμαχικής στρατιωτικής βιομηχανίας, κατά την διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (Military Standards).

Το ζήτημα που κυριαρχεί, όταν αναφερόμαστε σε θέματα ποιότητας, είναι ο ορισμός της ίδιας της έννοιας της ποιότητας (τι είναι ποιότητα, πόση ποιότητα έχει η παραγωγή, ποιος είναι περισσότερο ποιοτικός κ.α.). Τα συστήματα ποιότητας δέχονται ότι το επίπεδό της και το είδος παροχής των υπηρεσιών ενός οργανισμού ορίζονται από τον ίδιο τον οργανισμό με «δημόσια δήλωση», η οποία λειτουργεί και σαν δημόσια δέσμευση.  Με απλά λόγια ό,τι υπόσχεσαι ότι θα παρέχεις στον «πελάτη» σου θα πρέπει να το πράξεις με τον ίδιο τρόπο – κάθε φορά-ανεξάρτητα σε ποιον απευθύνεσαι, όπως ακριβώς περιγράφεις στη «δημόσια δήλωσή» σου και με τη δέσμευση ότι θα βελτιώνεις το «προϊόν» σου, με την πάροδο του χρόνου.

Θέματα όπως η Ασφάλεια Τροφίμων και το Περιβάλλον, σε σχέση με τα αντίστοιχα Συστήματα Διασφάλισης και Διαχείρισης (HACCP, ISO9000-ISO 14.000, ISO 17025, ΕΛΟΤ, CE κ.α.), είναι ζητήματα που ανέκαθεν απασχολούσαν και απασχολούν σήμερα περισσότερο από ποτέ.

Τα Συστήματα Διαχείρισης δεν είναι «πανάκεια», ούτε αποτελούνται από «θέσφατα».  Είναι απλώς «εργαλεία.   Ο τρόπος χρήσης προσδίδει τα θετικά ή τα αρνητικά χαρακτηριστικά σε όλα αυτά τα συστήματα.