Οι εικόνες που φτάνουν στα σπίτια μας από τη Μαριούπολη της Ουκρανίας μέσω των τηλεοράσεων και του διαδικτύου είναι φρικτές. Άνθρωποι νεκροί να κείτονται άταφοι στους δρόμους, πρόχειροι τάφοι στις αυλές των κατεστραμμένων σπιτιών, χιλιάδες άμαχοι κλεισμένοι στα υπόγεια καταφύγια σαν ποντίκια, χωρίς νερό, φαγητό, φως, θέρμανση, άλλοι να τρέχουν μήπως και βρουν τρόπο να σωθούν φεύγοντας. Κι από την άλλη, σπίτια και υποδομές, όλα ισοπεδωμένα από τις βόμβες και τους πυραύλους που πέφτουν αδιακρίτως πάνω στην πόλη και τους ανθρώπους.

Μια νεκρή πόλη, μια πόλη φάντασμα, όπως την έχουν καταντήσει οι Ρώσοι εισβολείς, μια πόλη που θυμίζει ανάλογες εικόνες από τις κατεστραμμένες από τους ναζί ρωσικές πόλεις Λένιγκραντ και Στάλιογκραντ, κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το παράδοξο είναι πως, ενώ οι Ρώσοι έζησαν «στο πετσί τους», όπως λέμε, τέτοιες καταστροφές, πράττουν σήμερα τα ίδια με τους ναζί που ισοπέδωσαν τις δυο αναφερθείσες ρωσικές πόλεις.

Η Μαριούπολη, η πόλη της Μαρίας, δηλ. της Παναγίας, μια πόλη- σύμβολο για τους ορθοδόξους, ισοπεδώνεται χωρίς έλεος από έναν ορθόδοξο ηγέτη, και μάλιστα με την ανοχή του Πατριάρχη της Ρωσικής Εκκλησίας, που δεν βρήκε να πει μια λέξη για όσα συμβαίνουν εκεί. Τι να πει, όμως, όταν λειτουργεί ως δημόσιος υπάλληλος του Πούτιν; Γιατί να μιλήσει, όταν ο τσάρος του έχει εξασφαλίσει ένα πλήθος προνομίων;

Ο Πατριάρχης Μόσχας έχει ταυτιστεί με τον «Καίσαρα», έχει λησμονήσει το ρόλο του ως πνευματικού ηγέτη, έχει ξεχάσει τη δύναμη της αγάπης κι έχει εναγκαλιστεί την αγάπη της δύναμης, έχει υποκύψει δουλικά στο αφεντικό του, υπηρετώντας τους σκοπούς μιας σκληρής κρατικής εξουσίας. Μια τέτοια εξουσία ο ποιητής Νίκος Καρούζος την ορίζει σαν «εξαχτίνωση του χτήνους» (Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη, Τα ποιήματα Β΄, σ. 458).

Και όντως μια τέτοια εξαχτίνωση γίνεται στην πόλη της Παναγίας. Η βαρβαρότητα σε όλη της την έκταση, αφήνει πίσω της μόνο θάνατο και συντρίμμια. Κι είναι η πόλη ετούτη ένας χώρος με σημαντική ελληνική παρουσία. Η πόλη ιδρύθηκε περί το 1770, όταν η τσαρίνα Μεγάλη Αικατερίνη άρχισε να υλοποιεί ένα οικιστικό πρόγραμμα στην περιοχή της Αζοφικής.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στο πρόγραμμα αυτό έπαιξε τότε ο ελληνικής καταγωγής (από την Κύθνο) μητροπολίτης Ιγνάτιος Κοζαβίνος, ο οποίος είχε τοποθετηθεί κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη μητροπολιτική έδρα Γοτθίας και Καφφά στην Κριμαία και ο οποίος αργότερα εγκατέλειψε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ενσωματώθηκε, όπως και η μητρόπολή του, στην Εκκλησία της Ρωσίας. Στα χρόνια αυτά και με πρωταγωνιστή τον Ιγνάτιο ιδρύθηκαν τα λεγόμενα είκοσι τρία «ελληνικά χωριά» και η Μαριούπολη, όπου έκτοτε και μέχρι προ ολίγων ημερών υπήρχε και προόδευε μια εύρωστη ελληνική ομογένεια.

Σήμερα οι ομογενείς και οι λοιποί κάτοικοι χάνονται μαζί με την πόλη τους, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την γη τους, αποκόπτονται από τον τόπο που τους γέννησε και τους έθρεψε, χάνουν τις ρίζες τους, τις δουλειές τους, μια ελληνική πολυπληθής κοινότητα διαλύεται. Το ερώτημα που πλανάται πάνω από τα κεφάλια όλων των κατοίκων της πόλης αλλά και όσων σκέφτονται και έχουν ανθρωπιά συμποσούται σε ένα τεράστιο «γιατί;».

Οι απαντήσεις που δίδονται από τους ειδικούς αναλυτές μπορούν ίσως να ικανοποιούν την ανάγκη για μια λογική εξήγηση του πολέμου, ποτέ όμως δεν μπορούν να απαντήσουν στη μάνα και τον πατέρα που χάνουν το παιδί τους, στη γυναίκα που χάνει τον άντρα της, στο παιδάκι που έμεινε ορφανό, στους ανθρώπους που παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς, στον γέροντα που βρίσκεται ξαφνικά μόνος κι έρημος στον δρόμο, χωρίς σπίτι, χωρίς φροντίδα, χωρίς ελπίδα.

Πρόκειται για ένα ζήτημα που φέρνει τον άνθρωπο στα όριά του, εκεί όπου η λογική παύει να λειτουργεί, καθώς ο πόλεμος ανατρέπει κάθε έννοια λογικής και ανθρωπισμού. Ο πόλεμος βυθίζει τον άνθρωπο στην άβυσσο του παραλογισμού και της αποκτήνωσης, είναι η επικράτηση της βαρβαρότητας έναντι του πολιτισμού και της ανθρωπιάς.

Εννοώ, βέβαια, τον επιθετικό πόλεμο, γιατί ο αμυντικός πόλεμος, όταν διακυβεύεται η ελευθερία και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, είναι επιβεβλημένος, όσο κι αν δεν τον επιθυμεί κανείς. Όταν έχεις να διαλέξεις μεταξύ της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας έναντι της ζωής, τότε υποχρεούσαι να διαλέξεις το πρώτο, αν θέλεις να λέγεσαι αληθινός άνθρωπος. Αυτό έχει δείξει η ιστορία των λαών που αγωνίστηκαν να μείνουν ελεύθεροι, όπως πράττουν τώρα οι Ουκρανοί, όπως έπραξαν οι Έλληνες κατά το 1940 ή το 1821.

Βλέπω τις εικόνες της καταστροφής στη Μαριούπολη και στις άλλες πόλεις της Ουκρανίας και αναλογίζομαι τους στίχους του Σεφέρη: «Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους‧ /ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο‧ (…) Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο (…)/σαν έρθει ο θέρος/άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό/ άλλοι μπερδεύονται μες στ’  αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν./Αλλά τα ξόρκια τ’  αγαθά τις ρητορείες,/ σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;/Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα; Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή; /Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν. (Τελευταίος Σταθμός, Ποιήματα, σ. 213-14)

Μαλακός, εύθραυστος και εύπλαστος είναι ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, νικητής και νικημένος, μας λέει ο ποιητής. Αυτή είναι η μοίρα του. Κι όταν έλθει το κακό του πολέμου, τίποτε δεν μπορεί να τον σώσει, δεν υπάρχει καταφυγή, όσο κι αν προσπαθεί να το απομακρύνει.

Διότι τίποτε από τα αγαθά δεν έχει αξία, όταν δεν υπάρχουν ζωντανοί άνθρωποι. Ο πόλεμος είναι η εποχή της σποράς κι ό, τι σπείρει κανείς αυτό και θα θερίσει. Ο Πούτιν και οι Ρώσοι στρατηγοί ίσως θεωρούν ότι θα κερδίσουν καταστρέφοντας, σκοτώνοντας και ισοπεδώνοντας πόλεις σαν την πόλη της Παναγίας. Σπείρουν θάνατο και θα κερδίσουν θάνατο.

Αλήθεια, τι αξία έχει μια μικρή νίκη ή ένα κομμάτι εδάφους, μπροστά στις χιλιάδες των νεκρών Ρώσων στρατιωτών, που πεθαίνουν χωρίς να ξέρουν γιατί; Τουλάχιστον όσοι αντιστέκονται και πεθαίνουν μαχόμενοι για τις αξίες και την πατρίδα τους που κινδυνεύει, έχουν μια ισχυρή αιτία. Οι άλλοι γιατί;

Δεν αξίζει στον άνθρωπο να γίνεται βορά του πολέμου. Υπάρχουν άλλα πράγματα, για να δείξει τη δύναμη και την αξία του. Στη  Μαριούπολη οι άνθρωποι, επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι, προπάντων όμως οι άμαχοι,  γίνονται βορά και τροφή στα κανόνια. Γίνεται έτσι η Μαριούπολη ένα σύγχρονο παράδειγμα και σύμβολο της καταστροφικής μανίας του ανθρώπου αλλά κι ένα παράδειγμα και σύμβολο  αντίστασης και αυτοθυσίας για τις αξίες της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας.

Οι άνθρωποι εκεί ζουν «τα πικρά της αγωνίας ωράρια» (Νίκος Καρούζος, ό.π. σ. 458), το μυαλό τους έχει γίνει ένα «παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων»  (Γ. Σεφέρης, ό.π.), ζουν τη φρίκη «που δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/γιατί καίει αμίλητη και προχωράει» (Γ. Σεφέρης, ό.π.). Κι όταν τελειώσει όλο αυτό, ποιος θα απαλλάξει τους ανθρώπους από το  στοιχειό της φρίκης, που θα τους συνοδεύει ακόμη και στα όνειρά τους;

* Ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης είναι φιλόλογος- θεολόγος