Γυρίζοντας στα στενά, στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης, ατενίζοντας πέρα μακρυά στον ορίζοντα, ανακαλύπτεις πικάντικες ιστορίες και παραδόσεις στις σκιές των κωδωνοστασίων, των δέντρων και του χρόνου,  οι οποίες κάνουν αυτή την πόλη αξιολάτρευτη.  Όμως εκείνη η Πράγα των περασμένων εποχών και των αιώνων, ειδικά του εικοστού, έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Όσοι χάθηκαν από τις βιαιότητες της ιστορίας δεν μπορούν να επιστρέψουν στη ζωή και να δουν τη σημερινή πραγματικότητα της πόλης τους. Το πνεύμα της όμως παραμένει, ως συνήθως, οικείο και σταθερό.  Εκείνοι που  έμειναν πίσω μετά τις τραγικές και απρόσμενες απώλειες, ασχολούνται κατά τα ειωθότα με εαυτούς και της διπλανής πόρτας κατοίκους, με τον ίδιο τρόπο που επικεντρώνεται και το μυθιστόρημα «Γκόλεμ» (Λειψία, 1915) του Γκούσταβ Μέιρινγκ (1868-1932) στη ζωή του Πέρναθ, ενός  κοσμηματοπώλη και συντηρητή τέχνης που ζει στο γκέτο της Πράγας.

Ενώ το «Γκόλεμ» όμως ασχολείται και εστιάζεται στις σκέψεις και τις περιπέτειες του ίδιου του Πέρναθ, παράλληλα εξιστορεί τις ζωές, τους χαρακτήρες και τις αλληλεπιδράσεις των φίλων και των γειτόνων του. Τα βάσανα και τη δυστυχία που έχουν υπομείνει οι κάτοικοί του στο πέρασμα των αιώνων. Η αξιολόγηση της πραγματικότητας και της ορθότητας των εμπειριών του αφηγητή τίθεται συχνά υπό αμφισβήτηση, καθώς μερικά από αυτά μπορεί να ήταν απλώς όνειρα ή παραισθήσεις, και άλλα μεταφυσικά ή υπερβατικά γεγονότα που έλαβαν χώρα έξω από τον πραγματικό κόσμο. Ομοίως, κατά τη διάρκεια του βιβλίου αποκαλύπτεται ότι ο Πέρναθ προφανώς υπέφερε από ψυχική κατάρρευση, χωρίς να δύναται να θυμηθεί την  παιδική του ηλικία.

Η ψυχική του σταθερότητα αμφισβητείται συνεχώς από τους φίλους και τους γείτονές του και ο αναγνώστης μένει να αναρωτιέται αν κάτι που έχει λάβει χώρα στην αφήγηση συνέβη αληθινά. Μια απόκοσμη υπενθύμιση της πόλης της Πράγας και του στοιχειωμένου γκέτο της, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο που  δημιουργούσαν τα σύννεφα του πολέμου τα οποία συσσωρεύονταν πάνω από την Ευρώπη κατά την αρχική έκδοση του βιβλίου σε σειρές (1913-1914). Επειδή όμως το μυθιστόρημα άρχισε να γράφεται από τον Μέιρινγκ  το 1907, δεν μπορούσε για πολλούς να  πραγματικά να ιδωθεί  ως αλληγορία για τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά παρ’ όλα αυτά μάλλον αποτελεί την  ιστορία των Εβραίων του γκέτο της Πράγας και της αιώνιας υποταγής τους σε άλλους. Η ονειρική καταγραφή του συγγραφέα ακολουθεί κατά πόδας τα στενά λιθόστρωτα δρομάκια της πόλης, υπενθυμίζοντας στους αναγνώστες του δικές του ιδιαίτερες συμπεριφορές  και εμμονές πάνω στον  αποκρυφισμό, την αλχημεία και τον ανατολικό μυστικισμό.

Ο δημιουργός του ‘Γκόλεμ’ ήταν  σύγχρονος του Κάφκα (1883-1924) και τα μυθιστορήματά του έχουν πολλά κοινά με εκείνον. Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1932, τη χρονιά που ο γιος του έβαλε τέλος στη ζωή του, στην ίδια ηλικία που κι’ ο Γκούσταβ Μέιρινγκ  είχε προσπαθήσει να πράξει το ίδιο.

Η μυστική και απόκρυφη ζωή των κατοίκων της Πράγας, έρχεται αρκετά συχνά και εμπλέκεται στις υποθέσεις της τσέχικης λογοτεχνίας.  Στις «Ιστορίες από τη Μάλα Στράνα» του Γιαν Νερούντα (1834-1891), ο αναγνώστης μελετά και καταγίνεται με τις βιογραφίες των απλών και καθημερινών ανθρώπων. Είναι  στην ουσία οι αναμνήσεις του συγγραφέα από τη ζωή του στην συνοικία Μάλα Στράνα. Τα παιδικά χρόνια, οι πρώτες φιλίες, οι αναμενόμενες ή όχι δοκιμασίες και αγάπες, αλλά και οι πρώτες προσπάθειες να εισέλθει στον επιθυμητό κόσμο της λογοτεχνίας και της δημοσιογραφίας.

Οι ιστορίες διαδραματίζονται την παλιά και φημισμένη συνοικία της Πράγας κάτω από το Κάστρο της πόλης, στους δρόμους, τα σοκάκια  και τις αυλές, τα μαγαζιά, τις εκκλησίες, τις ταβέρνες και τα σπίτια της ιστορικής αυτής περιοχής της τσέχικης πρωτεύουσας που ενώνεται με το υπόλοιπο και μεγαλύτερο μέρος της  πόλης στα δεξιά του Μολδάβα, με τη Γέφυρα του Καρόλου. Η κατασκευή της τελευταίας άρχισε το μακρυνό  1357 από τον πρώτο βασιλιά της Βοημίας, τον Κάρολο Δ’ (1316–1378), γεννημένο ως Βεγκέσλαο και ολοκληρώθηκε στις αρχές του επόμενου αιώνα. Εκείνα τα διηγήματα,  περιγράφουν  τις ειδυλλιακές φαινομενικά και ήσυχες γειτονιές της παλιάς πόλης, οι οποίες σε ειδικές συνθήκες μεταμορφώνονται σε αμείλικτες.

Τα έργα του Κάρελ Τσάπεκ (1890-1938), πάλι, όπως τα «Διηγήματα της μιας τσέπης»  και πολλά άλλα του συγγραφέα,  εξερευνούν με ανάλαφρο χιούμορ την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση όπως αυτή υποβόσκει και σε δεδομένη στιγμή  ξεδιπλώνεται στον μυστηριώδη κόσμο του εγκλήματος, σατιρίζοντας συγκεκριμένες πλευρές της κοινωνίας. Ο Μπόχουμιλ Χράμπαλ (1914–1997), θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Τσέχους συγγραφείς του εικοστού αιώνα, μαζί με τους Γιάροσλαβ Χάσεκ, Κάρελ Τσάπεκ και Μίλαν Κούντερα. Τακτικός θαμώνας σε καπηλειά και μπυραρίες,  και θιασώτης των ατέλειωτων συζητήσεων με φίλους και γνωστούς, είχε άδοξο και ανεξήγητο τέλος.

Στα έργα του αναδύονται οι πολλαπλές εμπειρίες της ζωής, τα μικρά και καθημερινά συμβάματα, και πώς όλα αυτά επηρεάζονται από τις ανεξήγητες, βίαιες και απρόβλεπτες στροφές και ανατροπές της ιστορίας. Στο μυθιστόρημά του «Τραίνα υπό στενή επιτήρηση» (στην Ελλάδα κυκλοφόρησε με τίτλο ‘Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν’ από τις  Εκδόσεις Αρσενίδης. Αθήνα, 1995), το μεταπολεμικό κλασσικό του Χράμπαλ, σκιαγραφεί την  ενηλικίωση ενός νεαρού άνδρα στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Τσεχοσλοβακία. Ένα  από τα  δημοφιλέστερα έργα του που έγινε και πετυχημένη κινηματογραφική ταινία. Αυτό το βιβλίο μπόρεσε να εκδοθεί στην Τσεχοσλοβακία μόνο το 1964, και, όπως η πιο γνωστή ταινία, απαγορεύτηκε αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή, το 1968.

Καθώς αυτή η ταινία χλευάζει κατά κάποιο τρόπο  τους Γερμανούς στον πόλεμο, είναι περίεργο το γεγονός ότι οι τσεχικές κομμουνιστικές αρχές ήταν τόσο αντίθετες σε αυτό.  Η ιστορία διαδραματίζεται σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Τσεχοσλοβακία προς το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο νεαρός και κύριος χαρακτήρας του μυθιστορήματος, Μίλος, εργάζεται ως δόκιμος σε μικρό επαρχιακό  σιδηροδρομικό σταθμό και είναι σφόδρα ερωτευμένος με τη Μάσα, φρουρό του σταθμού, όπως και  εκείνη μαζί του.  Ωστόσο, όταν ήρθε η ώρα να της αποδείξει τον στιβαρό εαυτό του, συνέβησαν δραματικά και απρόοπτα γεγονότα.

Απογοητευμένος απ’ όλα εκείνα που διαδραματίστηκαν, έκανε απόπειρα αυτοκτονίας αλλά σώθηκε λίγο πριν πεθάνει. Αυτό το περιστατικό, αλλά και άλλα, αντιμετωπίζονται από τον συγγραφέα  τόσο με την τραγική τους διάσταση όσο και ως κωμικά γεγονότα. Πράγματι, αυτό το μείγμα τραγωδίας και κωμωδίας είναι ένα τυπικό λογοτεχνικό εργαλείο της Ανατολικής Ευρώπης και ο Μπόχουμιλ Χράμπαλ το χρησιμοποιεί στο έπακρο. Μόλις αναρρώσει, ο Μίλος  επιστρέφει στη εργασία του, αλλά εξακολουθεί να ανησυχεί για τις σεξουαλικές του επιδόσεις. Ζητά τη βοήθεια της γυναίκας του σταθμάρχη, αλλά μέσα σε όλα εκείνα θα συμβούν ακόμα περισσότερα, μέχρις ότου αναμιχθεί σε μια  υπόθεση ανατίναξης ενός γερμανικού τραίνου με  πυρομαχικά και θα γίνει, αναγκαστικά ήρωας της αντίστασης. Αυτά και πολλά άλλα διαδραματίζονται με φόντο τον μεγάλο πόλεμο.

Διαβάζουμε για καταστραμμένα  τραίνα από παρτιζάνους, ζώα που αφήνονται νηστικά μέχρι θανάτου στα τραίνα και τα γνωστά αποτελέσματα του βομβαρδισμού της Δρέσδης. Αν και το βιβλίο έχει σοβαρό τέλος, είναι στην πραγματικότητα μια πνευματώδης ιστορία με την έννοια ότι οι αδυναμίες του ανθρώπου και η ανθρώπινη τραγωδία αντιμετωπίζονται με ελαφρότητα και αυτό είναι που προσφέρει στο βιβλίο τη γοητεία του. Ο Μπόχουμιλ Χράμπαλ, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους συγγραφείς στην Τσεχία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανήκει στους διαμορφωτές της σύγχρονης  λογοτεχνίας της χώρας του.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του  Προέδρου Κλίντον στην Τσεχική Δημοκρατία, τον Ιανουάριο του 1994, βρέθηκαν μαζί σε μια παμπ της Πράγας και σε άτυπη συνάντηση, ο Αμερικανός πρόεδρος, ο Μπόχουμιλ Χράμπαλ, ο Πρόεδρος Χάβελ και η Μαντλίν Ολμπράιτ, πίνοντας τσέχικες μπύρες και συζητώντας. Ήταν φυσικά κατά βάθος η δρομολόγηση της Τσεχίας στο δυτικό στρατόπεδο και γίγνεσθαι, γιατί την εποχή εκείνη όλα συνέκλιναν ορμητικά προς  αυτή την κατεύθυνση.