Ξεκίνησα με το αυτοκίνητο να κάνω μια μικρή βόλτα στην εξοχή. Επάνω Βάθεια, Κάτω Βάθεια, παρέκαμψα την Ανώπολη, στροφή αριστερά, προς τον εθνικό δρόμο, τον ΒΟΑΚ. Εκεί, από το ψήλωμα, η θέα προς τον Βραχόκηπο και παρακάτω την παραλία με το μινωικό λιμάνι είναι θαυμάσια.
Εξοχή. Μόνο κάποιες βίλες είναι χτισμένες στην ερημιά. Στάθμευσα στην άκρη του δρόμου και βγήκα από το αυτοκίνητο να θαυμάσω την ομορφιά της φύσης. Αμέσως πετάχτηκε από την παραπέρα βίλα ένας μικροσκοπικός σκύλος και άρχισε να μου γαβγίζει άγρια. Γάβγιζε συνεχώς και απειλητικά. Ήταν μικρός ίσα με μια γάτα. Είχε όμως φωνή πολύ μεγαλύτερη από το μπόι του. Μου ήρθε να τον κλοτσήσω. Τελικά αναγκάστηκα να μπω στο αυτοκίνητο. Έφαγα ένα ξερό σύκο και περίμενα. Ο σκύλος απ’ έξω εξακολουθούσε να γαβγίζει κάτω από την κλειστή πόρτα του αυτοκινήτου, σαν να μου έλεγε μην τολμήσω να βγω. Στο τέλος, φαίνεται, βαρέθηκε.
Σταμάτησε. Πήγε στην ρίζα του διπλανού δέντρου, σήκωσε το πισινό του δεξί πόδι και κατούρησε. Ανακουφισμένος και ευχαριστημένος που έκανε το καθήκον του και έδιωξε τον ξένο αποχώρησε προς την βίλα.Μια πετροπέρδικα με όμορφα χρώματα πέταξε και κάθισε στον βράχο κοντά στον πάσαλο του φράχτη. Πολύ κοντά μου. Τι τύχη! Κατέβασα προσεκτικά το παράθυρο του αυτοκινήτου, πήρα αθορύβως την φωτογραφική μηχανή (την κουβαλώ πάντοτε μαζί μου) και προσπάθησα να την φωτογραφίσω.
Όμως εκείνη με αντιλήφθηκε που την σκόπευα, αισθάνθηκε κίνδυνο και πέταξε μακριά. Κρίμα. Βγήκα από το αυτοκίνητο. Ο μικρός φωνακλάς, ο σκύλος, βρισκόταν στην βίλα, έξω από το σκυλόσπιτό του. Όμως από τα μάτια του δεν με άφηνε. Με παρακολουθούσε αγριεμένος. Ένα αεράκι κουνούσε απαλά τα κίτρινα λουλούδια από τις ξινίδες. Πήρα ένα μικρό βίντεο. Το πέτυχα! Ήταν πολύ ωραίο. Κίτρινα λουλουδάκια να χορεύουν στο ελαφρό αεράκι. Θα του βάλω και μουσική, σκέφτηκα.
Μια αμυγδαλιά ήταν ολάνθιστη μέσα στο περιφραγμένο χωράφι. Δίπλα της, προς το μέρος της βίλας, σε παρτέρι, λουλούδια, επιμελώς φροντισμένα, με ζωηρό λουλακί και άλλα με πορφυρό χρώμα. Προσπάθησα να πάρω φωτογραφία. Άστραφτε η ομορφιά τους κάτω από τον ήλιο που ξαφνικά βγήκε από τα σύννεφα και φώτισε χαρούμενα τον τόπο. Εκείνη την στιγμή όμως πετάχτηκε από την βίλα ξανά ο τσιλιβήθρας σκύλος και, πολύ άγριος τώρα, όρμησε επάνω μου γαβγίζοντας οργισμένος. Με δάγκασε και κρεμάστηκε από το μπατζάκι του παντελονιού μου. Ευτυχώς το πόδι μου δεν το άγγιξε.
Από τα γαβγίσματα μια ηλικιωμένη κυρία βγήκε τελικά στο μπαλκόνι. Με κοίταξε αυστηρά και με ρώτησε.
– Τι θέλετε, κύριε;
– Τίποτε. Θαυμάζω την ομορφιά του τοπίου και προσπαθώ να πάρω φωτογραφίες.
Εκείνη με κοίταζε καχύποπτα. Δεν με πίστευε. Με νόμισε ίσως διαρρήκτη ή κατάσκοπο… που φωτογράφιζα παράνομα. Και ο σκύλος εξακολουθούσε να έχει δαγκωμένο το μπατζάκι μου και να με τραβάει. Η κυρία προς τον σκύλο τσιμουδιά. Ύφος αυστηρό. Σαν να του έλεγε «καλά του κάνεις!»
Είδα και έπαθα να απαλλαγώ. Κυνηγημένος με άγρια γαβγίσματα μπήκα στο αυτοκίνητο, έβαλα μπρος και εξαφανίστηκα. Δεν ξέρω αν η φιλύποπτη κυρία πήρε τον αριθμό του αυτοκινήτου μου και τηλεφώνησε στην αστυνομία για να με συλλάβουν. Περιμένω. Αχ, αυτοί οι σκύλοι στις βίλες της εξοχής…