Ο κυρ  Παύλος  πήγαινε  πρωί πρωί  στο μικροβιολογικό  να πάρει τα αποτελέσματα του ετήσιου τσεκάπ  που έκανε για την παρακολούθηση της υγείας του. Μεγάλη κίνηση στους δρόμους  ακόμη δεν υπήρχε. Για μια στιγμή δοκίμασε να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, όμως  είδε έναν νεαρό με μηχανάκι  να έρχεται από μακριά με μεγάλη ταχύτητα και τραβήχτηκε πίσω. Ο νεαρός,  που πέρασε σαν σίφουνας, ενοχλήθηκε και τον έβρισε: Κ… λόγερε!

Στενοχωρήθηκε που ο νεαρός τον αποκάλεσε έτσι. Τελευταία βλέπει σημάδια παρακμής  στον εαυτό του, που γίνονται αιτία να αλλάζει η άλλοτε εντυπωσιακή εμφάνισή του. Χάνει την παλιά  αξία του  και ο κόσμος  τον περιφρονεί. Ένας ασήμαντος πια. Βλέπει  πώς οι ράχες  των χεριών του και των δάχτυλών του άρχισαν να ζαρώνουν και να σουφρώνουν. Και στον καθρέφτη βλέπει να ασπρίζουν και να αραιώνουν τα μαλλιά του και  γέρικα προγούλια να αρχίζουν να κρέμονται στον λαιμό του.

Στενοχωρήθηκε όταν  χρειάστηκε να ανανεώσει το δίπλωμα οδήγησης. Του ζήτησαν ακοόγραμμα, βεβαίωση θεράποντος ιατρού, ένας οφθαλμίατρος τον εξέτασε εξονυχιστικά και ο νευρολόγος συνεχώς του ζητούσε: Τέντωσε εμπρός τα χέρια σου με τα δάχτυλα ανοιχτά, με τα δάχτυλα κλειστά, στάσου στις  μύτες των ποδιών σου, στις φτέρνες σου, περπάτα επάνω σε μια ίσια γραμμή…

Και η ανανέωση που του έδωσαν  ίσχυε μόνο για δυο χρόνια. Σαν να ήταν ανίκανος και επικίνδυνος. Αφού  εκείνοι που συνήθως κάνουν τα τροχαία δυστυχήματα είναι οι  νεαροί… Για τον οφθαλμίατρο βέβαια και για το ακοόγραμμα  ο κυρ  Παύλος συμφωνούσε. Όμως  οι άλλες εξετάσεις τού φαίνονταν ταπεινωτικές. Αλλά και αυτοί που τώρα κυβερνούν,  όλο τη σύνταξη του  κόβουν. Σαν να μη χρειάζεται αυτός άλλο πια να ζήσει.

Γενικώς διαπιστώνει  ότι  η εμφάνισή του δεν δημιουργεί πια εντύπωση. Δεν τον προσέχουν. Μόνο κάποιοι γείτονες  τον χαιρετούν  ακόμη, χλιαρά και αυτοί. Γιατί;  Ούτε στρυφνό χαρακτήρα είχε ούτε αυταρχικός  στην υπηρεσία του, πριν βγει  στην σύνταξη,  ήταν. Ήταν ευγενικός και εξυπηρετούσε. Όμως με αρχή πάντοτε το δίκαιο. Λίγοι θυμούνται  να του τηλεφωνήσουν για χρόνια πολλά στη γιορτή του. Ακόμη και η γυναίκα του ξέχασε τα γενέθλιά του. Πόσο όλοι τον πρόσεχαν παλιά, πριν βγει στη  σύνταξη, με το στητό παράστημά του, με την υψηλή θέση που κατείχε στο δημόσιο και με την εξουσία που είχε… Τώρα άρχισε να καμπουριάζει.

Όμως τελευταία τον στενοχωρεί και κάτι άλλο. Ο ύπνος του έγινε ανήσυχος και τα όνειρά του γίνονται όλο και πιο θολά, πιο σκοτεινά, πιο μπερδεμένα. Όνειρα ασπρόμαυρα σαν παλιές ελληνικές ταινίες. Όνειρα βασανιστικά. Θα πείτε βέβαια, τα όνειρά μας  ποτέ δεν είναι έγχρωμα και φωτεινά. Όμως του κυρ Παύλου τα τωρινά τού φαίνονται ακόμη πιο θολά, πιο σκοτεινά, πιο βασανιστικά. Πόσον  καιρό έχει να δει όνειρο ευχάριστο…

Κάτι τέτοια  όλο θυμάται. Σκέφτεται ότι γέρασε. Αισθάνεται ασήμαντος  και  περιφρονημένος. Και μελαγχολεί.

*Ο Αιμίλιος Ψαθάς  είναι φιλόλογος