Όσα βλέπουμε καθημερινά στη χώρα μας τα τελευταία τέσσερα-πέντε χρόνια μπορούν να συνοψιστούν στη φράση: δεν υπάρχουν όρια! Κι όμως οι άνθρωποι προσπαθήσαμε πάντοτε στην κοινωνική μας ζωή να καθορίσουμε όρια, η υπέρβαση των οποίων, όταν δεν γίνεται με τη θέληση όλου του κοινωνικού σώματος, βάζει τις κοινωνίες σε μια κατάσταση κρίσεως, σε ένα κυκεώνα από τον οποίο ποτέ δεν βγαίνουν αλώβητες. Η ίδια η ελληνική γλώσσα περιλαμβάνει εκφράσεις που δείχνουν αυτή την πραγματικότητα των ορίων.
Φράσεις, όπως: «εκτός ορίων», «βάζω ή θέτω όρια», «μέχρις ενός ορίου», «βγαίνω από τα όρια»κ.ά., αποδεικνύουν ότι σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής υπάρχουν όρια, που αν τα υπερβεί κανείς, θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τη ζωή του, την υπόληψή του, την αξιοπρέπειά του, την οικογένειά του κλπ. αλλά και τη ζωή, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια, την οικογένεια και την περιουσία (εν ολίγοις τα δικαιώματα) των άλλων.
Οι αρχαίοι Έλληνες γι’ αυτά τα όρια χρησιμοποιούσαν τη λ. «μέτρο». Γνωστή σε όλους είναι η φράση «μέτρον άριστον», που σημαίνει ότι το τελειότερο πράγμα στον κόσμο είναι το μέτρο. Η λ. «μέτρο»είχε τη σημασία του κανόνα, του ορίου, του πρέποντος και του αρμόζοντος. Διότι για τους αρχαίους Έλληνες ο κόσμος (όπως το λέει η ίδια η λέξη) ήταν ένα αρμονικό σύνολο και αυτής της αρμονίας απόρροια ήταν η ομορφιά του. Η ομορφιά, για τους παλιούς εκείνους προγόνους μας, ήταν θέμα αρμονίας, μέτρου και συγκεκριμένων ορίων που έθετε ο ανθρώπινος λόγος.
Αλλά και η ίδια η πόλη-κοινωνία ήταν γι’ αυτούς ένα ανθρώπινο δημιούργημα βασισμένο πάνω στην Αιδώ και τη Δίκη, δηλαδή πάνω στον αυτοπεριορισμό που επέβαλε το αίσθημα της ντροπής του κάθε πολίτη έναντι των συμπολιτών του, και στον περιορισμό που έβαζαν οι νόμοι, τους οποίους είχε την υποχρέωση να σέβεται ο πολίτης, αν ήθελε να ζει στην πόλη-κοινωνία. Κάθε «ύβρις», δηλαδή κάθε υπέρβαση των ορίων, είτε σε κοσμικό είτε σε κοινωνικό πεδίο, επέφερε την τιμωρία. Οι θεότητες στις οποίες είχε ανατεθεί η τιμωρία των υβριστών ήταν οι Ερινύες.
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι για τους Έλληνες της αρχαιότητας ομορφιά, τέχνη, ελευθερία, ισότητα, ισονομία, αξιοκρατία, κοινωνία, πολίτης, πόλη, όλα ήταν θέμα μέτρου και ότι όταν απουσίαζε το μέτρο, δηλαδή το όριο, όλα κατέληγαν στο χάος, στην αμορφία, στη διάλυση. Φέρνω στο νου μου δυο-τρεις μόνο χαρακτηριστικές φράσεις από κείμενα των αρχαίων. Ο «σκοτεινός» Ηράκλειτος γράφει ότι «ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν». Που σημαίνει: «Ο ήλιος δεν θα ξεπεράσει τα μέτρα του· αλλιώς οι Ερινύες, οι θεραπαινίδες της δικαιοσύνης, θα τον ανακαλύψουν».
Το νόημα του αποσπάσματος είναι ότι ακόμη και ο Ήλιος (θεός, προσωποποίηση ενός φυσικού φαινομένου με χαρακτηριστική κανονικότητα ως προς την εμφάνισή του στους ανθρώπους) υπόκειται στους νόμους της κοσμικής τάξης· έστω και αν προς στιγμήν (π.χ. σε μια έκλειψη ηλίου) τους παραβαίνει, οι Ερινύες αποκαθιστούν την κοσμική τάξη (Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Ηράκλειτος, στο greek-language.gr).
Στον Πλάτωνα διαβάζουμε ότι «ἡ ἄγαν ἐλευθερία ἔοικεν οὐκ εἰς ἄλλο τι ἤ εἰς ἄγαν δουλείαν μεταβάλλειν καὶ ἰδιώτῃ καὶ πολει». Που σημαίνει: «Η υπερβολική ελευθερία φαίνεται ότι δεν μεταβάλλει τα πράγματα σε τίποτε άλλο παρά σε υπερβολική δουλεία και για τον πολίτη ως άτομο για το σύνολο των πολιτών». Και ο μεγάλος φιλόσοφος συνεχίζει: «Ἐξ οἶμαι τῆς ἀκροτάτης ἐλευθερίας δουλεία μεγίστη τε καὶ ἀγριωτάτη». Που σημαίνει: «Νομίζω πως από την πιο ακραία ελευθερία γεννιέται η μεγαλύτερη και η πιο άγρια δουλεία» (Πολιτεία, 564 a).
Οι σύγχρονοι Έλληνες λες κι έχουμε ξεχάσει εντελώς τη σοφία των παλιών εκείνων Ελλήνων, τους οποίους βέβαια επικαλούμαστε πότε-πότε, όταν μη έχοντας να δείξουμε τίποτε άλλο, προβάλλουμε τα «κλέη»των προγόνων. Η έννοια του μέτρου και του ορίου έχει περάσει στα αζήτητα.
Κι όταν αυτά απουσιάζουν, τότε λείπει αυτό που ο λαός μας ονομάζει «τσίπα», ντροπή, φιλότιμο. Το βλέπουμε στο χώρο των κυβερνώντων: καμιά ντροπή για τα πολλά ψεύδη, καμιά ντροπή για την αδιαφορία και τη φορολογική σκληρότητα που δείχνουν έναντι των συνεπών πολιτών, καμιά ντροπή που η Αθήνα κάθε τόσο βρίσκεται στο έλεος των «μπαχαλάκηδων». Το βλέπουμε και σε ένα μέρος της αντιπολίτευσης, που ξεχνά τα λάθη της όταν ήταν στην κυβέρνηση. Το βλέπουμε στο χώρο της κοινωνίας: για να είσαι αποδεκτός σήμερα πρέπει να είσαι η ομοφυλόφιλος ή μετανάστης ή πρόσφυγας ή περιθωριακός.
Οι υπόλοιποι, όσοι, σεβόμενοι τα όρια, κινούνται στο πλαίσιο του νόμου, είναι μόνο για να φορολογούνται, ώστε να αυξάνεται το περίφημο «πλεόνασμα», το οποίο κανείς δεν ξέρει τι γίνεται. Καθένας μπορεί στη χώρα μας να σχηματίσει μια ομάδα και με την ταμπέλα του «αντιεξουσιαστή», να κάνει ό, τι θέλει ανενόχλητος, καταστρέφοντας περιουσίες, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή και την ασφάλεια των συμπολιτών του, για να επιβεβαιωθεί έτσι η ρήση του Πλάτωνα που προαναφέραμε.
Κάθε συνδικαλιστής μπορεί, χωρίς την απαραίτητη έγκριση από το σύνολο των εργαζομένων σε ένα τομέα, να κλείνει δρόμους, να κατεβάζει μπάρες, να προβαίνει σε καταλήψεις. Κάθε μικρή ομάδα «φοιτητών» μπορεί να επιβάλει τη θέλησή της στο πλήθος των συμφοιτητών τους και να καταλαμβάνει τις σχολές, αδιαφορώντας για το δικαίωμά τους στη μάθηση. Κάθε μικρή ομάδα «φοιτητών» και άλλων μπορεί να μεταβάλλει τα Πανεπιστήμια σε άντρα ανομίας.
Κάθε εργοδότης μπορεί να εκμεταλλεύεται ασύδοτα τους εργαζομένους, να τους απολύει οπότε θέλει, να καταπατεί τα εργασιακά τους δικαιώματα. Καθένας μπορεί να τραβήξει ένα όπλο και να πυροβολεί για το κέφι του, άσχετα αν θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων. Καθένας νομίζει ότι μπορεί να καπνίζει στο καφενείο, αδιαφορώντας για το διπλανό του κ.ά.
Θα ρωτήσει, ωστόσο, κάποιος: Γιατί να μην υπάρχει και η δυνατότητα ύπαρξης χώρων αυτόνομων, όπου το κράτος να έχει περιορισμένη δυνατότητα παρέμβασης και οι άνθρωποι να ζουν με έναν αντισυμβατικό τρόπο; Γιατί πρέπει σε όλα να υπεισέρχεται ο νόμος; Οι ερωτήσεις θα ήταν ορθές, αν όσοι αποφάσιζαν να ζήσουν αυτόνομα είχαν την καλλιέργεια και την παιδεία εκείνη, που θα έκανε τον νόμο περιττό. Διότι, για το δίκαιο άνθρωπο «νόμος οὐ κεῖται» (Α΄ Τιμ. 1,5). Δηλαδή, «για το δίκαιο άνθρωπο δεν έχει τεθεί νόμος», επειδή ο ίδιος είναι νόμος.
Για να συμβεί, λοιπόν, αυτό και οι άνθρωποι να λειτουργούν αυτόνομα, δηλαδή χωρίς τους νόμους του κράτους, πρέπει οι ίδιοι να έχουν τέτοιο επίπεδο καλλιέργειας και σεβασμού προς το συμπολίτη τους και το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, ώστε, όντως, να μην απαιτούνται οι νόμοι.
Επειδή, όμως, αυτό δεν συμβαίνει, οι νόμοι είναι απαραίτητοι και τα όρια είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για την ύπαρξη και τη λειτουργία των κοινωνιών. Είναι, επομένως, σαφές ότι όταν, μαζί με τους δημοκρατικούς νόμους, οι πολίτες διαθέτουν και την ανάλογη καλλιέργεια και παιδεία, τότε μιλάμε για την άριστη κοινωνία.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι στην Ελλάδα οι περισσότερες υπερβάσεις των ορίων γίνονται στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: ο καθένας θεωρεί πως έχει το δικαίωμα να συμπεριφέρεται και να κάνει ό, τι του περνά από το μυαλό, αδιαφορώντας για τον πλησίον και συμπολίτη του.
Τα ανθρώπινά τους δικαιώματα επικαλούνται π. χ. όσοι υποστηρίζουν την αναδοχή παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια, αδιαφορώντας για την τύχη και το μέλλον, δηλαδή για τα δικαιώματα των ίδιων των παιδιών. Διότι, όπου κάποιος επικαλείται ατομικά τα δικαιώματά του, δίχως να λαμβάνει υπόψη του τα δικαιώματα των άλλων, εκεί το δικαίωμα του ενός γίνεται βραχνάς για τα δικαιώματα του άλλου.
Ως λαός, λοιπόν, αλλά και ως πολίτες θα πρέπει να ξαναβρούμε την έννοια του μέτρου, την έννοια των ορίων και να συνειδητοποιήσουμε πως τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μεν πολύ σημαντικά, μπορούν όμως να καταντήσουν αντιανθρώπινα, όταν γίνεται επίκλησή τους για πράγματα που δεν επιτρέπει ούτε ο νόμος, ούτε το έθος, ούτε το ήθος, όλα δηλαδή εκείνα που καθορίζουν τα όρια.