Στην ελληνική κωμωδία «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» ο φιλόλογος Διονύσης Παπαγιανόπουλος εξετάζει την μαθήτρια Αλίκη Βουγιουκλάκη στην Οδύσσεια. Εκείνη με περίλυπο ύφος επαναλαμβάνει με χάρη «Ναυσικάαα, Ναυσικάαα» αγωνιζόμενη δήθεν να μεταφράσει.
Τα χάλια του εκπαιδευτικού μας συστήματος έκτοτε έχουν ελάχιστα βελτιωθεί, με αποτέλεσμα τα ομηρικά κείμενα δεν προσελκύουν αναγνώστες μετά το Λύκειο. Γι’ αυτό και η περίφημη παιδεία έχει γίνει βασανιστήριο και η υποτιθέμενη επιθυμία των Ελλήνων να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα είναι απλώς επιθυμία να πάρουν ένα χαρτί και όχι μόρφωση.
Ας επισκεφθούμε όμως την ραψωδία ζ όπου θα χαρούμε και θα γνωρίσουμε την πανέμορφη βασιλοπούλα, την Ναυσικά. Κοιμάται κι ονειρεύεται, όπως κάθε έφηβη, την ώρα του γάμου. Έχει συνεργήσει φυσικά η θεά Αθηνά.
Κίνησε να πάει σε λαμπροστολισμένο θάλαμο, μες στον οποίο κόρη κοιμόταν, όμοια στη μορφή και στο παράστημα με τις αθάνατες,
η Ναυσικά, η θυγατέρα του γενναιόψυχου Αλκίνοου,
μαζί επίσης αμφίπολοι, το κάλλος των Χαρίτων έχοντας,
στους παραστάτες παραπλεύρως· κι οι πόρτες απαστράπτουσες κλειστές.
(Ραψωδία ζ, στ. 15-20, μτφρ. Μ. Χατζηγιακουμή)
Όταν ξυπνά, ντρέπεται να πει στον πατέρα της την αλήθεια και βρίσκει χίλια προσχήματα για να την βοηθήσει να πάει στην παραλία με τις βάγιες της και να πλύνει τα προικιά της, ώστε καλού κακού να είναι έτοιμη, όταν τη ζητήσει ο αναμενόμενος γαμπρός. Εκείνος συναινεί. Την ίδια ώρα ο Οδυσσέας έχει παραδοθεί σε ύπνο βαθύ στην εκβολή ενός ποταμού. Είναι εξαντλημένος και κατάκοπος και έχει σκεπαστεί με φύλλα. Τα όμορφα ρούχα που του είχε χαρίσει η Καλυψώ έχουν χαθεί στο πέλαγος. Ευτυχώς μια θαλάσσια νύμφη, η Λευκοθέη του έδωσε ένα μαντήλι που λειτούργησε ως σωσίβιο στα μανιασμένα κύματα του Ποσειδώνα. Η Ναυσικά φτάνει στην ακρογιαλιά. Πλένουν τα ρούχα τ’ απλώνουν να στεγνώσουν, λούζονται και αρχίζουν να παίζουν με μια μπάλα. Γελούν και χαίρονται, αλλά η μπάλα ξεφεύγει και από τις φωνές τους ξυπνά ο Οδυσσέας. Φοβάται γιατί δεν ξέρει πού βρίσκεται. Αλλά τολμά να εμφανιστεί, σκεπάζοντας τη γύμνια του μ’ ένα κλαδί. Οι κοπέλες τρομαγμένες τρέχουν να φύγουν εκτός από την Ναυσικά.
Και ο θείος Όμηρος πλέκει εδώ τους πιο γοητευτικούς στίχους του. Ο πεπειραμένος και πολύτροπος άνδρας μιλεί, ικετεύει, κολακεύει την πανέμορφη κόρη.
«Σε προσκυνώ, βασίλισσα· θεός είσαι αλήθεια ή άνθρωπος;
Αν μεν είσαι Θεός, όπως αυτοί που έχουν τον απέραντο ουρανό,
με την Άρτεμη εγώ σε προσομοιάζω, την κόρη του μεγάλου Δία,
πάρα πολύ στο πρόσωπο, στ’ ανάστημα και στο κορμί·
αν πάλι είσαι απ’ τους θνητούς, που κατοικούν πάνω στη γη,
τρισμάκαρες σε σένα ο πατέρας κι η σεβαστή μητέρα,
τρισμάκαρες κι οι αδελφοί· σίγουρα η καρδιά τους πολύ
ευφραίνεται από αγαλλίαση εξαιτίας σου κάθε φορά,
όταν κοιτάζουν τέτοιον ανθό να μπαίνει στο χορό.
Κι εκείνος πάλι μες στην καρδιά ευτυχέστατος πάνω απ’ όλους,
ο οποίος με δώρα κερδίζοντας νύμφη θα σε οδηγήσει σπίτι του.
Γιατί ποτέ εγώ δεν είδα με τα μάτια μου παρόμοιον
ούτε άντρα ούτε γυναίκα· δέος με συνέχει κοιτώντας σε.
Στη Δήλο κάποτε πλάι στο βωμό του Απόλλωνα όμοιο
νέο βλαστάρι φοίνικα αντίκρυσα ανερχόμενο·
γιατί έφτασα κι εκεί, λαός πολύς μ’ ακολουθούσε
σ’ εκείνην την οδό που έμελλε να μου είναι γεμάτη συμφορές.
Όπως κι εκείνο όταν είδα έμεινα στη ψυχή εκστατικός
ώρα πολλή, γιατί ποτέ δεν φύτρωσε από τη γη τέτοιο κλωνάρι,
όμοια μπροστά σου στέκω, γυναίκα, με θαυμασμό και έκσταση
και τρέμω φοβερά τα γόνατά σου να αγγίξω· λύπη βαρειά με κυριεύει.
Χθες μόλις την εικοστήν ημέρα ξέφυγα από το μαύρο πέλαγος·
όλες τις μέρες το κύμα κι άγριες θύελλες εδώ κι εκεί με έφερναν
από τη νήσο Ωγυγία· και τώρα στον τόπο αυτόν με έβγαλε ο θεός,
σίγουρα για να πάθω κάποιο κακό κι εδώ· γιατί νομίζω τα βάσανά μου
δεν θα πάψουν, αντίθετα πολλά ακόμη θα δώσουν οι θεοί προηγουμένως.
Αλλά, βασίλισσα, έλεος δείξε·»
(Ραψωδία ζ, στ.149-175 μτφρ. Μ. Χατζηγιακουμή)
Η Ναυσικά ανταποκρίνεται, τον συμβουλεύει, καλεί τις κόρες να τον πλύνουν και να του δώσουν λάδι για να ξεπλύνει την αλμύρα της θάλασσας και, όταν εκείνος όμοιος με Θεό εμφανίζεται, εύχεται τέτοιος νάταν ο άντρας που θα ζητήσει να την κάνει ταίρι του.
«Ακούστε μου, λευκώλενες αμφίπολοι, κάτι να πω.
Αυτός ο άνδρας δεν έχει σμίξει με τους ισόθεους Φαίακες
χωρίς να θέλουν όλοι οι θεοί που κατοικούν στον Όλυμπο·
αλήθεια, προηγουμένως μου φαινόταν πως ήταν άσχημος,
και τώρα με τους θεούς μοιάζει, αυτούς που έχουν τον απέραντο ουρανό.
Μακάρι τέτοιος άνδρας να ήταν σε μένα προορισμένος
εδώ να κατοικεί, και να του άρεσε εδώ να μένει»
(Ραψωδία ζ, στ. 239-245 μτφρ. Μ. Χατζηγιακουμή)
Την ίδια ευχή θα κάνει αργότερα και ο Αλκίνοος ο βασιλιάς πατέρας της. Ετοιμάζονται γιορτές και γλέντια κι ο μουσικός Δημόδοκος θα τραγουδήσει τα κατορθώματα του Τρωικού πολέμου, ενώ ο Οδυσσέας δακρυσμένος σκεπάζεται με τον χιτώνα του, γιατί δεν θέλει να τον γνωρίσουν και επειδή φυσικά οι άνδρες δεν κλαίνε. Φροντίζουν την αναχώρησή του και η Ναυσικά το μόνο που ζητά από τον Οδυσσέα είναι να μην την ξεχάσει.
«μες στο λουτρό πηγαίνοντας· κι αυτός μ’ ανείπωτη χαρά αντίκρυσε
τα ολόθερμα λουτρά, μια και δεν είχε τέτοια φροντίδα,
αφότου πίσω άφησε το ανάκτορο της καλλίκομης Καλυψώς·
εκεί αυτός φροντίδα αδιάκοπη απολάμβανε σαν να ‘τανε θεός.
Αφού λοιπόν αυτόν οι δούλες έλουσαν και άλειψαν με λάδι,
κι αφού γύρω στους ώμους ωραία χλαίνη και χιτώνα έριξαν,
από το λουτρό εκείνος βγαίνοντας ανάμεσα στους οινοπότες άνδρες
πήγε· κι η Ναυσικά που κάλλος από τους θεούς δοσμένο είχε
στεκόταν πλάι στον υποστύλιο δοκό της στερεά φτιαγμένης στέγης,
μένοντας να θαυμάσει τον Οδυσσέα κατάματα κοιτώντας,
και προσφωνώντας τον έλεγε λόγια που πετούν στον άνεμο·
«Χαίρε, ω ξένε· κι όταν ποτέ βρεθείς στην πατρική σου γη
θυμήσου με, γιατί σ’ εμένα πρώτην τη ζωή σου οφείλεις»
(Ραψωδία θ, στ. 450-462, μτφρ. Μ. Χατζηγιακουμή)
Η Κίρκη, η Καλυψώ και η Ναυσικά είναι υπέροχες ομηρικές ηρωίδες. Και φυσικά είναι πιο αληθινές από τις ιστορικές μορφές, γιατί θα παραμείνουν πάντοτε στην φαντασία μας, όπως μας τις χάρισε ο ποιητής. Απ’ το κείμενό του έχουν εμπνευστεί ζωγράφοι και μουσικοί και ποιητές.
Η εμπειρία μου από τη διδασκαλία των κειμένων παραμένει πάντα ευφρόσυνη. Αρκετά παιδιά έφευγαν γοητευμένα παρά τις όχι και τόσο καλές μεταφράσεις που χρησιμοποιούσαμε.
Οι ελάχιστοι στίχοι που διδαχθήκαμε εμείς από το πρωτότυπο μόνο την απόλαυση του κειμένου δεν είχαν ως στόχο. Θαυμάζουμε σήμερα τα κατορθώματα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Γοητευόμαστε από τις εικόνες άξιων σκηνοθετών. Αγωνιζόμαστε να υπερβούμε την αίσθηση του τραγικού που μας δυναστεύει.
Εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σε μεταφυσικές προσδοκίες. Ο Όμηρος, οι τραγικοί ποιητές και γενικότερα η Αρχαία Γραμματεία μπορεί να μας χαρίσει ώρες γαλήνης και αναπόλησης.
Να ξαναδούμε την ζωή ως αγώνα και κατάκτηση της ομορφιάς. Ευχαριστώ τον Μ. Χατζηγιακουμή που με την μεταφραστική του προσπάθεια μου έδωσε την αφορμή να ανατρέξω στην Οδύσσεια και να περάσω ευχάριστες στιγμές.