Ο Εκκλησιαστής είναι ένα από τα θαυμάσια ποιήματα που εντάχθηκαν με κάποιες αντιρρήσεις στην Παλαιά Διαθήκη. Υποθέτουμε ότι γράφτηκε τον 3ο αιώνα και αποδίδεται στον σοφό βασιλιά Σολομώντα. Άλλωστε και άλλος βασιλιάς ο Δαυίδ ήταν μεγάλος μουσικός και ποιητής και την σοφία του  μετέδιδε σε στίχους. Μπορούμε φυσικά να θυμηθούμε τον δικό μας τον νομοθέτη  Σόλωνα με τα διδακτικά και πατριωτικά ποιήματα του.

Ο καθηγητής Μιχάλης Κοπιδάκης ειδικός μελετητής των εβραϊκών έργων το εντάσσει στα τρία σοφολογικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης και κρίνει ότι το χαρακτηρίζει «ηδονοθηρικός ευδαιμονισμός». Μεταφράστηκε από τους 70 σοφούς για τους εξόριστους Εβραίους της Αιγύπτου.

Ο φόβος του θανάτου εξωθεί ορισμένους σε ηδονοθηρικές κραιπάλες και ο λαός μας συνιστά σε μαντινάδες του και παροιμίες «το φάε, πιε και γλέντησε είν’ η ζωή τ’ ανθρώπου» ή «ότι φάμε, ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κ….. μας». Γνωστές είναι και οι απαξιωτικές για την ζωή απόψεις των λυρικών ποιητών. Ο Μίμνερμος που οικτίρει όσους γεννήθηκαν, ο Θέογνης που γράφει επίσης

«Το άριστο για τον άνθρωπο είναι να μην γεννηθεί

ούτε το φως του καυτερού ήλιου ν’ αντικρίσει,

μια και γεννήθηκε ωστόσο, γοργά τις πύλες του Άδη να διαβεί,

εκεί να κείτεται με πολύ χώμα  σκεπασμένος»

Αλλά και ο Πίνδαρος που σ’ ένα Ισθμιόνικό του λέει:

«Την ηδονή κυνηγώντας της στιγμής

ήρεμος  βαδίζω τα γηρατειά να συναντήσω και τον θάνατο!»

και θεωρεί ότι είμαστε «όνειρο ενός ίσκιου».

Ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής στην τραγωδία «Αίας» αποφαίνεται ότι είμαστε «είδωλα και κούφιος ίσκιος».

Στη αξία του Εκκλησιαστή δεν θα αναφερθώ. Έμμεσα συνάγεται από την τεράστια απήχηση που είχε έκτοτε και τις μεταφράσεις του σε όλες τις γλώσσες. Θα αναφέρω μόνο ότι ο Ρώσος σκηνοθέτης Αντρέι Ταρκόφσκι είχε πάντοτε μαζί του το  ποίημα.

Κατά την άποψη μου ο ποιητής Γ. Σεφέρης στο ποίημά του «Τελευταίος Σταθμός» που γράφει στο ιταλικό λιμάνι Casa dei Tireni, όπου περιμένει με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση την επιστροφή στην πατρίδα το 1944 και προφητικά προβλέπει τον εμφύλιο σπαραγμό, εμπνέεται από τον Εκκλησιαστή   και εντάσσει στο ποίημα τους στίχους «καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν».

Ας σημειώσουμε ότι το 1941 φεύγοντας από την Κρήτη πήρε μαζί του λίγο κρητικό χώμα και διατήρησε την αγάπη του για την Κρήτη όσο ζούσε. Η τραγικότητα του εξόριστου άλλωστε είναι κύρια αιτία του αντίστοιχου συναισθήματος που διαποτίζει τον ποιητή του.

Το ποίημα κυκλοφορεί σε πολύ καλή έκδοση από τον Εκδ. Οίκο ΟΛΚΟΣ σε μετάφραση Αλέξανδρου Ίσαρη. Η ανάγνωσή του θα σας ικανοποιήσει. Πρόσφατα ξαναμεταφράστηκε.

Αισθάνθηκα, ωστόσο,  βαθιά κατάθλιψη διαβάζοντας στον Εκκλησιαστή αυτή τη μηδενιστική απόρριψη του κόσμου και της ζωής. Αυτήν την παραίτηση από τον κόσμο που ζούμε και οικοδομούμε τα όνειρα και τις προσδοκίες μας.

Είναι μια έκφραση ριζικά αντίθετη με την αρχαιοελληνική μας παιδεία. Οι Αρχαίοι Έλληνες έχουν πλήρη συναίσθηση της τραγικότητας της ζωής και του ανθρώπου παράλληλα όμως χαίρονται την ομορφιά και θεωρούν τη ζωή «μέγα καλό και   πρώτο» .

Όταν στην τραγωδία του Ευριπίδη ο Ορέστης ετοιμάζεται να σκοτώσει έναν ταλαίπωρο δούλο λέγοντάς του ότι ως δούλος δεν έχει λόγο να ζει, εκείνος τον αποστομώνει απαντώντας ότι «αξίζει   η   ζωή    για   να   βλέπει   το   φως   του   ήλιου».

Δεν είναι μάταιη η ζωή κι ας υπάρχει θάνατος.

Δεν είναι μάταια τα χρώματα των λουλουδιών κι ας μαραίνονται. Δεν είναι μάταιη η φλόγα του έρωτα κι ας σβήνει. Δεν είναι μάταιη η αίσθηση της φιλίας κι ας δοκιμάζεται με τον χρόνο.

Και προπαντός:

Δεν είναι μάταιοι οι αγώνες και η αγωνία του ανθρώπου να δημιουργήσει έναν κόσμο δίκαιο και ειρηνικό.

Να γίνει πραγματικά κόσμημα, όπως οραματίστηκαν εκείνοι που έδωσαν αυτό το όνομα.

Δεν είναι μάταιες οι επαναστάσεις κι ας ακυρώνονται κάποτε από την ανεπάρκεια εκείνων που τις διαχειρίστηκαν.

«Πολλοί εραστές της ματαιότητας έχουν σταυρωθεί ή αναγκάστηκαν να πιουν το κώνειο».

Καθαγιάστηκαν όμως στη συνείδησή μας ακριβώς γι αυτή την πίστη τους στην ουτοπία.

Μια ουτοπία που κατορθώνει πάντοτε να βοηθάει στον τοκετό της κοινωνίας.