Ο Γέρος της Δημοκρατίας είναι γνωστό ότι κόσμησε το Κοινοβούλιο με το ρητορικό του ταλέντο και τις εύστοχες παρεμβάσεις του.

Στην μνήμη μου παραμένει ακόμα η φράση του, όταν ανετράπη από τους αποστάτες « Η  Κίρκη   των  ανακτόρων   έδρασε   πάλι ».

Την επομένη φυσικά οι γελοιογράφοι αξιοποίησαν δημιουργικά με τα σκίτσα τους την ευρηματική αυτή φράση. Τα ανάκτορα είναι παρελθόν για την χώρα μας. Όμως, άλλες εξουσίες στις μέρες μας διαθέτουν ακόμη το μαγικό ραβδί της Κίρκης.

Ευχαριστώντας τον «Εποχούμενο Περιπατητή» που γράφει στην ίδια στήλη μ’ εμένα θα ακολουθήσω την συμβουλή του για να σας μεταφέρω στην Οδύσσεια του Ομήρου όπου συναντούμε την μυθική Κίρκη.

Οι άφρονες σύντροφοι του Οδυσσέα είναι υπαίτιοι για μια νέα περιπέτεια. Το καράβι τους αράζει σ’ έναν τόπο άγνωστο και αποφασίζεται να σταλούν ανιχνευτές. Επιστρέφει μόνο ο Ευρύλοχος, ένας από τους πιο γενναίους συντρόφους του Οδυσσέα, κατατρομαγμένος απ’ όσα έζησε. Είδε «πράματα και θάματα» σ’ ένα καταπράσινο τόπο, όπου υπήρχε ένα πανέμορφο παλάτι, γλυκόλαλο τραγούδι αντηχούσε και ο ήχος από το πέταλο του αργαλειού.

Αποφασίζουν να φωνάξουν και εμφανίζεται μια θεόμορφη κόρη που τους καλεί μέσα. Με αφέλεια δέχονται το κάλεσμα όλοι εκτός απ’ τον Ευρύλοχο. Μπαίνουν και εξαφανίζονται. Άδικα περιμένει και τρομαγμένος επιστρέφει στην παραλία συστήνοντας να αποπλεύσουν το γρηγορότερο εγκαταλείποντας τους συντρόφους τους που εντωμεταξύ έχουν μετατραπεί σε χοίρους.

«Κι αφού μέσα τους έβαλε σε θρόνους και ανάκλιντρα τους κάθισε,

εκεί τυρί γι’ αυτούς, κριθάλευρο και μέλι ολόξανθο

σε Πράμνειον οίνο ανακάτεψε· και στον πολτό έριξε

βότανα ολέθρια, την πατρική τους γη ολότελα να ξεχάσουν.

Αφού λοιπόν τα έδωσε κι αφού τα ήπιαν, αμέσως έπειτα

μ’ ένα ραβδί χτυπώντας τους σε χοιροστάσιο έκλεισε.

Οι οποίοι κεφάλια χοίρων είχαν, φωνή και τρίχες,

Σώμα επίσης, ωστόσο ο νους τους ήταν αμετάθετος όπως και πριν.

Έτσι λοιπόν εκείνοι έμειναν μαντρωμένοι κλαίοντας· σ’ αυτούς η Κίρκη

πρινάρια, καρπούς κρανιάς και βαλανίδια μπροστά τους έβαλε

να φάνε, όπως οι χοίροι που χαμοκυλιούνται πάντοτε τρώνε»

(Ραψωδία κ, στ. 233-243, Μτφρ. Μ. Χατζηγιακουμή)

Ο Οδυσσέας αρνείται και αναλαμβάνει προσωπικά την ευθύνη να σώσει τους συντρόφους. Θα είχε την ίδια μοίρα, αν δεν τον συμβούλευε ο Ερμής που του δίδει το σωτήριο βοτάνι, το «μ ώ λ υ» με ρίζα σκοτεινή και άνθος όμοιο με γάλα που τον προστατεύει. Η Κίρκη τον υποδέχεται με γλυκύτητα.

Τον ποτίζει με το μαγικό φίλτρο, παίρνει το ραβδί της για να τον μεταμορφώσει κι όταν διαπιστώνει ότι μένει ανενεργό και ο Οδυσσέας βγάζει το σπαθί του  και την απειλεί, εκείνη γονατίζει στα πόδια του, τον ικετεύει και του προσφέρει πλούσια τα ελέη της.

«…Ας ανεβούμε στο κρεβάτι μου, επάνω στο οποίο σμίγοντας

μ’ αγάπη κι έρωτα να συνδεθούμε μεταξύ μας».

(Ραψωδία κ, στ. 334-35, Μτφρ. Μ. Χατζηγιακουμή).

Δεν νομίζω ότι κάποιος άλλος καραβοτσακισμένος ναυτικός θα συγκρατούσε την ερωτική του ορμή. Ο πολύτροπος όμως Οδυσσέας δεν υποκύπτει στα θέλγητρά της. Υποπτεύεται ότι αν γυμνωθεί θα του αφαιρέσει τον ανδρισμό του. Της ζητά να ορκιστεί και να λυτρώσει τους συντρόφους του.

Κι όταν εκείνη δέχεται, τον λούζουν, τον χτενίζουν, τον αρωματίζουν ποτάμιες νύμφες και ανεβαίνει στο χρυσοποίκιλτο κρεβάτι της. Όλοι μαζί αποξεχνιούνται τρώγοντας και πίνοντας ένα ολόκληρο χρόνο «δαινύμενοι κρέα τ΄άσπετα και μέθυ ηδύ» (τρώγοντας άφθονα κρέατα και πίνοντας το κρασί τους γλυκό). Αλλά παρά τις απολαύσεις η νοσταλγία τους για την επιστροφή στην πατρίδα τους τυραννά.

Η Κίρκη σιωπηλά συναινεί. Τον συμβουλεύει ότι πρέπει να κατεβεί στον Άδη να ζητήσει μαντεία από τον Τειρεσία. Του φέρεται τρυφερά. Λέγεται ότι έκαναν εκεί και ένα γιο, τον Τηλέγονο που μετά από χρόνια αναζήτησε την πατρική γη.

Λεπτομέρειες για την ομορφιά και τις γυναικείες χάρες της Κίρκης δεν μας δίνονται. Αφού όμως ήταν κόρη του Ήλιου υποθέτουμε ότι πρέπει να ήταν ξανθιά και αυτός (ο Ήλιος) «στεφάνι γίνηκε χρυσό στην κεφαλή της» κατά την κρητική μαντινάδα. Ήταν και αδελφή της Πασιφάης, της γυναίκας του Μίνωα και της Μήδειας. Ηλιογέννητες και άσχημες δεν γίνεται. Μόνο που οι ερωτικοί τους πόθοι δεν ήταν και ιδιαίτερα αρεστοί σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες και τότε και τώρα.

Φυσικά τότε ένας ένθεος ποιητής με το φως του λυχναριού γοήτευε τους ακροατές του και κέρδισε τον αιώνιο θαυμασμό. Αξιοθαύμαστο όμως είναι ότι και σήμερα που το άπλετο ηλεκτρικό φως μας καταυγάζει και το μυστήριο του Ήλιου και των άστρων συνεχώς διαλύεται, η ιδιαίτερης μορφής αισθητική συγκίνηση του μεγάλου μας ποιητή μας χαρίζει ευφρόσυνες  ώρες γαλήνης.

Όσο κι αν οι ποιητές δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, μας μαθαίνουν τα μεγάλα μυστικά και φυσικά «απαντούν σε ερωτήματα που ακόμα δεν έχουν τεθεί» κατά τον Τίτο Πατρίκιο.

 

* Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόγογος