Στις καυτές μέρες που βιώνουμε, μετά τις εντάσεις της προεκλογικής αναμέτρησης και την αναμενόμενη ανατροπή του λαϊκίστικου λόγου και του ευρωσκεπτικισμού, μια φυγή στη θαλασσινή δροσιά ίσως μας λυτρώσει από τον ξύλινο, κενό πολιτικό λόγο και μας δείξει πόσο δημιουργικά η ποίηση τρέφει την ψυχή και μας χαρίζει μια υπόσχεση ευδαιμονίας. Τέτοιες υποσχέσεις ευδαιμονίας ο ασκημένος φιλέρευνος και υποψιασμένος άνθρωπος συχνά ανακαλύπτει και υπερβαίνει τα πάθη και το παράλογο της ζωής.

Ως ωτακουστές θα παρακολουθήσουμε ένα δραματικό μονόλογο ενός φιλοσόφου που απευθύνει σ’ ένα συνάδελφό του πάνω σ’ ένα πλοίο. Επιστρέφουν από το πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού την Αθήνα.  Εκείνος που μιλεί είναι ανώνυμος και απευθύνει τον λόγο που ακούμε στο ‘Ερμιππο.

Για να χαρούμε τον καβαφικό λόγο, την αφηγηματική και συμβουλευτική φωνή που φυσικά είναι του ποιητή αρκεί να χαλαρώσουμε, να  μεταφερθούμε στην τότε εποχή που μπορεί να μας μεταφέρει στα Ελληνιστικά χρόνια. Χρόνια που ίσως είναι όμοια με τα σημερινά. Ο ομιλητής έχει ακούσει τον πλοίαρχο που λέει ότι πλέουν στα δικά τους νερά της Ανατολής. Στον δικό τους τόπο που είναι κι εκείνος Ελλάδα αλλά «με  αγάπες και με   συγκινήσεις της Ασίας, αλλά με αγάπες   και με συγκινήσεις που κάποτε ξενίζουν   τον Ελληνισμό».

Υπερβαίνει το ψευδοδίλλημα που ακόμα μας ταλαιπωρεί αν είμαστε μεταιχμιακοί μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Η ειρωνική διαπίστωση ακολουθεί. Η διαφορά είναι ανάμεσα σε κάποιους «μικροβασιλείς» αγράμματους που προσπαθούν να μιμηθούν εξωτερικά την ελληνική παιδεία, αλλά «καμιά Αραβία ξεμυτίζει κάθε τόσο καμιά Μηδία που δεν   περιμαζεύεται» και εκείνοι με κωμικά τεχνάσματα πασχίζουν να μην παρατηρηθεί.

Και καταλήγει ότι αυτοί που πραγματικά έχουν τραφεί με τις ουσιώδεις κατακτήσεις του ελληνικού πνεύματος δεν πρέπει να ντραπούν να δείξουν «το   αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου που ρέει μεσ’  τις φλέβες τους, αλλά να το τιμήσουν και να το καυχηθούν». Το ποίημα γράφτηκε τον Ιούλιο του 1914. Δεν δημοσιεύτηκε ποτέ από τον ποιητή. Περιέχεται στους τόμους «Κρυμμένα ποιήματα» και «Ανέκδοτα ποιήματα» που επιμελήθηκε ο μεγάλος δάσκαλος και ειδικός μελετητής του Καβάφη ο Γ.Π. Σαββίδης εκδ. Ίκαρος.

Επέλεξα να παρουσιάσω το ποίημα αυτό, γιατί δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, αλλά το θεωρώ ένα από τα αρτιότερα καβαφικά ποιήματα. Η κατακτημένη τεχνική, η απλή γλώσσα χωρίς πλαστές μεταφορικές εκφράσεις επιτυγχάνει αυτό που ο Γιώργος Σεφέρης εύχεται να επιτύχει. Να μιλήσει απλά, χωρίς μαλαματικά που τραυματίζουν την ποιητική έκφραση.

Επάνοδος από την Ελλάδα

Ώστε κοντεύουμε να φτάσουμ’,

Ερμιππε.

Μεθαύριο, θαρρώ· έτσ’ είπε

ο πλοίαρχος.

Τουλάχιστον στην θάλασσά

μας πλέουμε·

νερά της Κύπρου,

της Συρίας, και της Αιγύπτου,

αγαπημένα των πατρίδων μας νερά.

Γιατί έτσι σιωπηλός;

Ρώτησε την καρδιά σου,

όσο που απ’ την Ελλάδα

μακρυνόμεθαν

δεν χαίροσουν και σύ;

Αξίζει να γελιούμαστε; –

αυτό δεν θα ‘ταν βέβαια

ελληνοπρεπές.

Ας την παραδεχτούμε

την αλήθεια πια·

είμεθα Έλληνες κ’ εμείς –

τι άλλο είμεθα; –

αλλά με αγάπες και

με συγκινήσεις της Ασίας,

αλλά με αγάπες και

με συγκινήσεις

που κάποτε ξενίζουν

τον Ελληνισμό.

Δεν μας ταιριάζει, ‘Ερμιππε,

εμάς τους φιλοσόφους

να μοιάζουμε σαν κάτι

μικροβασιλείς μας

(θυμάμαι πως γελούσαμε

με δαύτους

σαν επισκέπτονταν

τα σπουδαστήριά μας)

που  κάτω απ’ το εξωτερικό τους

το επιδεικτικά

ελληνοποιημένο, και (τι λόγος !)

μακεδονικό,

καμιά Αραβία ξεμυτίζει

κάθε τόσο

καμιά Μηδία που

δεν περιμαζεύεται,

και με τι κωμικά τεχνάσματα

οι καημένοι

πασχίζουν να μη παρατηρηθεί.

Α όχι δεν ταιριάζουνε

σ΄ εμάς αυτά.

Σ’ Έλληνας σαν κ’ εμάς

δεν κάνουν τέτοιες μικροπρέπειες. Το αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου

Που ρέει μες στες φλέβες μας να μη ντραπούμε,

Να το τιμήσουμε

και να το καυχηθούμε.