«Ευτυχισμένος όποιος, σαν τον Οδυσσέα, έκανε ένα όμορφο ταξίδι»

Joichim Dubelais

Ο στίχος αυτός του Γάλλου ποιητή εμπνέει τον Γ. Σεφέρη για να γράψει το ποίημά του «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο», όπου κι εκείνος θεωρεί τον Οδυσσέα ευτυχισμένο αν στο ξεκίνημα «ένιωθε γερή την αρματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα».

Υποθέτω αυθαίρετα ότι και οι δυο θεωρούν τον Οδυσσέα ευτυχισμένο, όπως άλλωστε και ο Κ. Καβάφης, γιατί απόλαυσαν την ομηρική ραψωδία ε, όπου συναντούμε πρώτη φορά τον Οδυσσέα στο νησί της Καλυψούς, την Ωγυγία. Δακρυσμένος στην ακρογιαλιά λαχταρά να δει έστω και μια στήλη καπνού απ’ την αγαπημένη του Ιθάκη να ανεβαίνει στον ορίζοντα. Έχει όμως εννιά χρόνια απολαύσει την ζεστή αγκαλιά της τρυφερής νύμφης. Μόνο που «ουκέτι ήνδανε νύμφη».

Δεν του έδινε πια ηδονική απόλαυση η αγκαλιά και ο έρωτάς της και τα βράδια αναγκαζόταν να κοιμάται μαζί της στο γλαφυρό σπήλαιο «ουκ εθέλων εθελούση». Η εντολή που δίδει ο Δίας στον Ερμή είναι σαφής. Να πει στην Καλυψώ την αμετάκλητη θέλησή του ότι ο Οδυσσέας πρέπει να επιστρέψει στον τόπο του, γιατί αρκετά τράβηξε η περιπέτειά του. Όταν φθάνει στο νησί ο Ερμής μαγεύεται από την ομορφιά του παραδείσιου τόπου.

Και δάσος θαλερό τριγύρω στη σπηλιά υπήρχε αυτόφυτο,

σκλήθρα και λεύκες κι ευωδιαστός κυπάρισος.

Εκεί επίσης κούρνιαζαν πουλιά πετούμενα,

και σκώπες και γεράκια και μακρύγλωσσες κουρούνες

ενάλιες, που έχουν  το νου τους στα έργα της θάλασσας.

Εκεί τριγύρω στη βαθειά σπηλιά υπήρχεν απλωμένη

κληματαριά στην ήβη της, γεμάτη από σταφύλια·

και τέσσερεις βρύσες στη σειρά έρεαν νερό κρυστάλλινο,

σύμπλιες μεταξύ τους στραμμένες η καθεμιά προς άλλο μέρος.

Και δεξιά κι αριστερά λειβάδια ήμερα ία και σέλινα

ανθοβολούσαν· εδώ ακόμη και αθάνατος εάν ερχόταν

θα θαύμαζε βλέποντας και τέρψη θα ‘νοιωθε μέσα στο νου του.

Εκεί στάθηκε θαυμάζοντας ο ψυχοπομπός Αργεϊφόντης.

(στ. 63-75, Ραψωδία ε, Μετ. Μ. Χατζηγιακουμή)

Η Καλυψώ υποδέχεται τον Ερμή,  τον φιλεύει πλουσιοπάροχα και, όταν ακούει την εντολή του Δία, εξοργίζεται όπως κάθε ερωτευμένη γυναίκα.  « ρίγησεν δε Καλυψώ δία θεάων”

«Είστε κακόβουλοι, ω θεοί, ζηλόφθονοι πάνω απ’ όλους,

γιατί φθονείτε οι θεές με άνδρες να κοιμούνται

φανερά, αν κάποια κάνει ταίρι στο κρεβάτι αγαπημένο.

Παράδειγμα, όταν η ροδοδάκτυλη Ηώς διάλεξε τον Ωρίωνα,

Τότε σεις οι θεοί που ζείτε ευτυχισμένα δείξατε φθόνο προς αυτόν,

ωσότου η αγνή χρυσόθρονη Άρτεμις πηγαίνοντας τον σκότωσε

στην Ορτυγία με τα μαλακά, ανώδυνά της βέλη».

(στ. 118-124, ραψωδία ε, Μετ. Μ. Χατζηγιακουμή)

Αναγκάζεται να πειθαρχήσει. Έρχεται στην παραλία και λέει στο Οδυσσέα ψέματα. Του λέει ότι εκείνη αποφάσισε να τον αφήσει να φύγει, γιατί τον αγαπά και θέλει την ευτυχία του. Εκείνος δυσπιστεί και της ζητά να του ορκιστεί. Μετά την ακολουθεί στο μαγεμένο σπήλαιο. Τον βάζει και κάθεται στον θρόνο όπου είχε καθίσει ο Ερμής, εκείνη τρώει αμβροσία και νέκταρ και ο Οδυσσέας ανθρώπινη τροφή. Μετά αποσύρονται στα βάθη στο μαλακό κρεβάτι.

Η Καλυψώ κάνει μια τελευταία προσπάθεια να τον μεταπείσει. Του παρουσιάζει τις δυσκολίες του ταξιδιού. Του υπενθυμίζει τα κάλη της που δεν συγκρίνονται με της Πηνελόπης και του υπόσχεται αθανασία αν μείνει κοντά της. Ο Οδυσσέας την κολακεύει. Την θεωρεί ασύγκριτη. Της λέει ψέματα που φυσικά στο έρωτα επιτρέπονται. Απολαμβάνουν στη συνέχεια την ερωτική θαλπωρή.

«Έτσι είπεν, κι ο ήλιος εβασίλεψε και το σκοτάδι ήρθε·

Κι αφού οι δυό τους ήρθαν στα τρίσβαθα της λαξευτής σπηλιάς

Εχάρηκαν ερωτικά μαζί (τη νύκτα) μένοντας».

(στ. 225-227, ραψωδία ε, Μετ. Μ. Χατζηγιακουμή)

Ο Οδυσσέας με τη βοήθεια της Θεάς κατασκευάζει μια στέρεη σχεδία. Ζουν στο διάστημα αυτό την αποθέωση του έρωτα και εκείνος αποπλέει.

Το ομηρικό κείμενο έχει μεταφραστεί και στη γλώσσα μας και σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου. Θαυμάζεται από όλους. Είχα τη χαρά να έχω δάσκαλό μου τον Ι.Θ.Κακριδή που μου δίδαξε Όμηρο και μετέφρασε με τον Ν. Καζαντζάκη τα ομηρικά έργα. Υπάρχουν και άλλες πολλές μεταφράσεις στα νέα ελληνικά.

Η τελευταία μετάφραση της Οδύσσειας και θα έλεγα κατά την προσωπική μου άποψη η καλύτερη είναι του Μ. Χατζηγιακουμή. Είναι μεταφραστικός άθλος. Είναι και όμορφη και πιστή. Φυσικά πάντα το ομηρικό κείμενο παραμένει εκεί ως πρόκληση.

Η έκδοση του Μ. Χατζηγιακουμή όμως ικανοποιεί απολύτως. Άλλωστε το αρχαίο κείμενο παρατίθεται και εύκολα οι αναγνώστες μπορούν να ανατρέξουν. Ο ποιητικός ρυθμός διατηρείται και συχνά η απόδοση δύσκολων εκφράσεων και λέξεων είναι ευρηματική. Επίσης υπάρχουν σχόλια και ανθολογούνται τα σημαντικά σημεία του έπους.

Ίσως η Πολιτεία κάποια στιγμή να βοηθήσει, ώστε οι μαθητές μας να έχουν στο σχολείο μια τέτοια έκδοση που θα τους βοηθήσει να αγαπήσουν και να απολαύσουν τον Όμηρο. Θα κλείσω το κείμενό μου με τις δύο πρώτες στροφές του ποιήματος του Κ. Παλαμά

«ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ Μ»

«Από ανέμους ενάντιους αρπαγμένος

τ’ απόκοσμο καλοΐσκιωτο πως έχασα νησί

που το γιομίζεις, Καλυψώ της μοναξιάς, Εσύ!

Στη σκέψη σου πώς πρόβαλα σα να είχα γίνει ξένος!

Μά νά την η αλησμόνητη μαρτυρική σου εικόνα

πρωτόφτασε καλώντας με γλυκά στα ονείρατα μου,

κι ύστερα φως χαρμόσυνο στο ξύπνο μου, μπροστά μου,

και νάμαι πάλι στου ζεστού νησιού σου το λιμνιώνα».

 

*Ο Ζαχαρίας Καραταράκης είναι φιλόλογος