Δεν έχει περάσει ούτε ένας χρόνος από τις εθνικές εκλογές και να που βρισκόμαστε και πάλι ενώπιον της κάλπης των Ευρωεκλογών. Αλήθεια, πότε πέρασε ένας χρόνος; «Βρε, πώς περνάν τα χρόνια!», που έλεγε και ο καλός μας άνθρωπος, ο Θανάσης Βέγγος. Φεύγει αμείλικτος ο χρόνος και δεν το συνειδητοποιούμε, καθώς ακολουθούμε την αέναη ροή του. Δεν είναι όμως σκοπός μου να φιλοσοφήσω πάνω στην έννοια του χρόνου.

Το θέμα μου είναι οι Ευρωεκλογές και γύρω από αυτές θα προσπαθήσω να αναπτύξω κάποιες σκέψεις. Έχω την εντύπωση ότι οι Ευρωεκλογές αντιμετωπίζονται, ως μη ώφελε, με χαλαρότητα από το εκλογικό σώμα. Ίσως επειδή νομίζουμε ότι δεν μας αφορούν τόσο άμεσα, όσο οι εθνικές εκλογές.

Τούτο, όμως, είναι λάθος, επειδή πολύ σημαντικές αποφάσεις για τα ευρωπαϊκά κράτη λαμβάνονται από τα κεντρικά ευρωπαϊκά όργανα, όπως π.χ. οι χρηματοδοτήσεις από τις οποίες εξαρτώνται μεγάλα εθνικά έργα. Ειδικότερα, όπως διαβάζουμε στη Wikipedia, ο ρόλος του Κοινοβουλίου περιλαμβάνει:

α) συμμετοχή στη νομοθετική διαδικασία,

β) κατάρτιση και έγκριση του κοινοτικού προϋπολογισμού,

γ) άσκηση δημοκρατικού ελέγχου πάνω στη δράση των κοινοτικών οργάνων, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Επομένως, ο ρόλος του είναι σημαντικός. Και γίνεται ακόμη πιο σημαντικός ο ρόλος του, από τη στιγμή που αντιπροσωπεύει τα 450 εκατομμύρια πολιτών της Ευρώπης, καθιστάμενο με αυτό τον τρόπο το κατεξοχήν δημοκρατικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το όργανο που είναι η ζωντανή απόδειξη της δημοκρατίας των ευρωπαϊκών κρατών και το σύμβολο της μεταξύ τους ενότητας.

Στον θεσμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου βλέπουμε την Ευρώπη σαν ένα σύνολο λαών, που τους ενώνει η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, το πολίτευμα που εξασφαλίζει την ελευθερία και τα δικαιώματα των πολιτών, παρά τις ολιγωρίες και τις αδυναμίες των πολιτικών. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι οι άνθρωποι από τις τρίτες χώρες οραματίζονται να έλθουν και να ζήσουν στην Ευρώπη.

Ακόμη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι σύμβολο, αλλά και όργανο διασφάλισης της ειρήνης και της συνεργασίας μεταξύ των κρατών. Από αυτή την άποψη βλέποντας τα πράγματα, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι οι Ευρωεκλογές είναι πολύ σημαντικές για τη χώρα μας και για όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Πώς αντιμετωπίζονται όμως οι Ευρωεκλογές από τους πολιτικούς μας; Παρακολουθώντας κάποιος τις πολιτικές διαφημίσεις και τις παρεμβάσεις των πολιτικών, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι αρκετοί από τους πολιτικούς αρχηγούς δεν αναφέρονται στην Ευρώπη, αλλά επικεντρώνονται στα εσωτερικά θέματα, λες και έχουμε εθνικές εκλογές.

Εκείνος που επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στις Ευρωεκλογές είναι ο πρωθυπουργός, ο οποίος τονίζει γενικά τη σημασία τους για τη χώρα μας. Ωστόσο, λέγοντας ότι χρειάζεται να γίνουν άλματα ανάπτυξης στη χώρα μας με τη βοήθεια της Ευρώπης, ομολογεί ότι δεν πέτυχε πολλά από όσα υποσχέθηκε. Δεν λέει τίποτε για την ακρίβεια και τα λοιπά προβλήματα των πολιτών, απαριθμώντας μόνο τα επιτεύγματα της προηγούμενης κυβέρνησής του.

Καλό θα είναι να σκύψει με μεγαλύτερο ενδιαφέρον πάνω από τα οξυμένα προβλήματα του λαού και να δώσει λύσεις, αμβλύνοντάς τα, εντείνοντας τις προσπάθειες αλλαγής της ευρωπαϊκής πολιτικής. Από την άλλη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν λέει λέξη για τις Ευρωεκλογές. Παρουσιάζεται σαν δάσκαλος που διδάσκει το μάθημά του με power point, απαριθμώντας τι θα κάνει αν εκλεγεί, λες και οι εκλογές αφορούν στην ανάδειξη κυβέρνησης.

Όμως, όποιος διδάσκει με power point εξηγεί στους ακροατές του κάθε φράση του, διευκρινίζει, απαντά σε ερωτήματα, λύνει απορίες. Ο συγκεκριμένος αρχηγός θεωρεί ότι μιλάει σε αδαείς, σε άφωνους ιχθύες, έτοιμους να τσιμπήσουν το δόλωμα, όπως έγινε και άλλοτε από τον προηγούμενο αρχηγό του ίδιου κόμματος, ο οποίος τώρα οικουρεί (όχι βέβαια λόγω ασθενείας), μένοντας «ἐν μακαριστῇ ἀφανείᾳ».

Το πιο εύκολο πράγμα είναι να τάζει κανείς, χωρίς ποτέ να εξηγεί πώς, πότε, με τι μέσα και τι πόρους θα γίνουν όλα όσα τάζει. «Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγεια και κατώγεια», λέει ο λαός μας. Στο πρόσωπό του έχουμε έναν περίπου εκπρόσωπο του τραμπισμού στην Ελλάδα, ο οποίος με λαϊκίστικα μέσα, με υποσχέσεις ανέξοδες, με υπερπροβολή, με το life style που λανσάρει και με την επίδειξη του πλούτου του, προσπαθεί να πείσει ότι, όπως τα κατάφερε και ο ίδιος, έτσι θα τα καταφέρουν τάχα και οι Έλληνες, αν τον ψηφίσουν.

Είναι δε τουλάχιστον παράδοξο, ένας άνθρωπος τόσο πλούσιος να θεωρεί εαυτόν αριστερό και να λέει ότι σέβεται τους ανθρώπους του μόχθου. Τι γνωρίζει ο ίδιος από μόχθο, από φτώχεια, από δυσκολίες, από κοινωνικό αποκλεισμό; Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ αναφέρεται στην Ευρώπη, επειδή ο ίδιος έχει υπάρξει ευρωβουλευτής και ξέρει τι σημαίνει Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ο πολιτικός του λόγος είναι γενικά ήπιος και η επιχειρηματολογία του στηρίζεται στον ορθό λόγο, παρά τις κάποιες εξάρσεις που είναι εύλογες, προκειμένου να κινηθεί το θυμικό των ψηφοφόρων. Αν θέλει όμως να κινητοποιήσει νεότερες ηλικίες (επειδή οι ψηφοφόροι του είναι οι παλαιοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, ηλικιωμένοι πλέον), θα πρέπει να τους δώσει όραμα. Το όραμα κινητοποιεί τον λαό, το όραμα τον συσπειρώνει γύρω από τον ηγέτη.

Και αυτό το όραμα δεν το μεταδίδει, γιατί δεν φαίνεται να το έχει. Δεν τον αδικώ. Είναι και οι καιροί τέτοιοι, που δεν ευνοούν τα οράματα και τις μεγάλες αφηγήσεις. Ο κόσμος είναι καχύποπτος (καθότι ενημερωμένος και παθών) απέναντι σε μεγάλες κουβέντες, σε βαρύγδουπες φράσεις και υποσχέσεις. Τα έχει μάθει «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», έχει ζήσει τα πάντα: συντηρητικές κυβερνήσεις, σοσιαλιστικές κυβερνήσεις, αριστερές κυβερνήσεις, συγκυβερνήσεις.

Ξέρει ότι «το παιχνίδι είναι στημένο», ότι η ιστορία κάπου έχει «φρακάρει», ότι «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν». Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο λόγος πρέπει να είναι πειστικός, προσγειωμένος. Κι αν υποτεθεί ότι χτίζεται κάποιο όραμα, αυτό πρέπει να βγαίνει από την ίδια την πραγματικότητα, να γεννά ελπίδες αλλά όχι φρούδες. Αυτό, βέβαια, αφορά σε όλα τα κόμματα.

Ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ μιλάει για την Ευρώπη, αλλά για να την ψέξει, να την κατηγορήσει, όπως κατηγορεί και την κυβέρνηση και όπως θα κατηγορήσει και κάθε άλλη κυβέρνηση. Αγνοεί εθελούσια όλα τα θετικά που έχει δει η χώρα μας από την Ευρώπη, επειδή αυτό επιτάσσει η ιδεολογία του. Το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα συνεπές στην ιδεολογική του ταυτότητα και, ως εκ τούτου, προβλέψιμο όσον αφορά στις αναλύσεις και τα «πιστεύω» του, οπότε δεν θα περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό από αυτό που λέει ο Γραμματέας του.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν αποσαφηνίζει ποιο θα είναι το μέλλον της χώρας εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ίδια πολεμική στάση κατά της Ευρώπης διατηρούν και τα μικρά κομμουνιστικά κόμματα, μιλώντας αόριστα για ειρήνη, σοσιαλισμό, ανάπτυξη και ευημερία για τον λαό, χωρίς όμως να λένε ποια θα είναι η θέση της Ελλάδας στον σύγχρονο πολύπλοκο και επικίνδυνο κόσμο, αν ευρεθεί εκτός Ευρώπης.

Έχουν σκεφτεί άραγε ότι, για να είναι σε θέση να μιλούν ελεύθερα, το οφείλουν στη δημοκρατία, το πολίτευμα δηλαδή των ευρωπαϊκών κρατών; Ναι, η Ευρώπη έχει ατέλειες, αλλά είναι ο καλύτερος χώρος για να ζουν ελεύθεροι άνθρωποι. Τα μικρά δεξιά κόμματα στέκονται με αυστηρότητα κυρίως απέναντι στην κυβέρνηση και δεν ασχολούνται πολύ με την Ευρώπη, υποσχόμενα ότι θα φέρουν και πάλι τον σεβασμό απέναντι στην Ορθοδοξία, στην πατρίδα και την οικογένεια, που πλήττονται από τις αποφάσεις της κυβέρνησης και της Ευρώπης.

Ακόμα κι αν διαφωνεί κανείς μαζί τους, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι το τρίπτυχο αυτό διέρχεται κρίση στις μέρες μας, καθώς και ότι οι κυβερνήσεις λίγα κάνουν για να ξαναβρεί τη θέση του στη συνείδηση του λαού και κυρίως στις συνειδήσεις των νέων ανθρώπων. Ωστόσο, η ιδεολογικοποίηση και η πολιτική εκμετάλλευση για κομματικούς λόγους αυτών των τριών μεγάλων αξιών, που γίνεται από τα συγκεκριμένα κόμματα, γεννά την καχυποψία για το κατά πόσο το ενδιαφέρον τους είναι αληθινό.

Η Νέα Αριστερά, όπως και οι Δημοκράτες, έχουν ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ονειρεύονται μια καλύτερη Ευρώπη, μια Ευρώπη των λαών και της εργασίας, με περισσότερη δημοκρατία και με στήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η απήχησή τους όμως στο λαό είναι μικρή. Μαχητική η παρουσία της Πλεύσης Ελευθερίας, αλλά που συχνά φτάνει σε ακρότητες.

Στην πολιτική, ωστόσο, αυτό είναι σύνηθες, ακόμη και θετικό, αρκεί να μην ξεφεύγει από τα όρια της ευπρέπειας και της αλήθειας, γιατί τότε καταντά επικίνδυνος λαϊκισμός. Ευρωεκλογές, λοιπόν. Όλοι στη μάχη: άλλος για να μην απωλέσει δυνάμεις, άλλος για να τις αυξήσει, άλλος για να επιβιώσει στη ζούγκλα της πολιτικής κονίστρας και άλλος για να κάμει αισθητή την παρουσία του.

Σ’ αυτή την κομματική μάχη πρέπει να παραδεχτούμε ότι γενικά επικρατεί κλίμα ηρεμίας και ευπρέπειας. Οι εκλογές είναι η ιερή ώρα της δημοκρατίας. Και οι Ευρωεκλογές είναι η ιερή ώρα της δημοκρατικής Ευρώπης. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, κυρίως εμείς οι μεγαλύτεροι (γιατί οι νεότεροι σκέφτονται διαφορετικά), ότι, εκτός από Έλληνες, είμαστε και μέλη μιας μεγαλύτερης οντότητας, ενός υπερεθνικού συνόλου που λέγεται Ευρώπη.

Σ’ αυτήν ανήκουμε, παρόλο που δεν μας λείπουν τα ανατολίτικα στοιχεία, στοιχεία που είναι αληθινός πολιτισμικός πλούτος, γι’ αυτό και τα αγαπούμε και σεμνυνόμαστε γι’ αυτά. Η Ελλάδα με την αρχαιοελληνική της δημοκρατική παράδοση, με τους μεγάλους αρχαίους συγγραφείς και επιστήμονές της, με τα αρχαία μνημεία της, με την Ορθοδοξία και τους εκκλησιαστικούς Πατέρες και καλλιτέχνες, με τα βυζαντινά μνημεία, με τον νεοελληνικό πολιτισμό, με τους μεγάλους ποιητές, ζωγράφους, λογοτέχνες και επιστήμονες, αλλά και με την γενικότερη οικονομική, επιστημονική, πολιτισμική και κοινωνική πρόοδό της, πρέπει να δίνει διαρκώς ένα τρανταχτό «παρών» στην Ευρώπη.

Γι’ αυτό και οι εκπρόσωποί μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να είναι άνθρωποι άξιοι, που θα εμπνέονται από το ευρωπαϊκό όραμα και τις ευρωπαϊκές αξίες, αλλά και που θα γίνονται εκφραστές της σύγχρονης Ελλάδας στην Ευρώπη και θα μπορούν να προωθούν τα συμφέροντα του τόπου τους στα κέντρα των ευρωπαϊκών αποφάσεων.

Ως προς αυτό το τελευταίο, κατά πόσο δηλαδή τα κόμματα επέλεξαν τους καλύτερους για να μας εκπροσωπήσουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διατηρώ αρκετές επιφυλάξεις.