Γιορτάσαμε κι εφέτος την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, ήτοι  την ηρωική απάντηση του λαού μας και της τότε ηγεσίας του στο ιταμό τελεσίγραφο του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος, με το οποίο η Ιταλία απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.

Δεν θα κάμω καμιά αναφορά σε γεγονότα, αν και, όπως δείχνουν οι δημοσιογραφικές έρευνες, πολλά Ελληνόπουλα δεν γνωρίζουν ποιο είναι ακριβώς το περιεχόμενο της επετείου. Σκοπός μου είναι να μιλήσω δι’  ολίγων για τις εθνικές επετείους γενικά και για τη σημασία τους.

Οι εθνικές επέτειοι δεν είναι κάποια ελληνική εφεύρεση. Τα περισσότερα από τα (ευρωπαϊκά τουλάχιστον) κράτη έχουν τις εθνικές επετείους των, κατά τις οποίες εορτάζουν ένα επιλεγμένο σημαντικό γεγονός από την ιστορία του λαού και του έθνους των (π.χ. η Ιταλία στις 2 Ιουνίου, η Γαλλία στις 14 Ιουλίου, το Βέλγιο στις 21 Ιουλίου, η Γερμανία στις 3 Οκτωβρίου, η Νορβηγία στις 17 Μαΐου).

«Η θεσμοθέτηση των εθνικών επετείων αλλά και η ίδια η έννοια της εθνικής επετείου συνδέοντα με την ανάδυση του εθνικισμού και τη δημιουργία των εθνών-κρατών από τα τέλη του 18ου και στη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Μνημονεύουν ιστορικά γεγονότα που αντιστοιχούν σε σταθμούς-  κλειδιά της εθνικής βιογραφίας και «φωτίζουν τον τρόπο με τον οποίο φανταζόμαστε, διαμορφώνουμε και κινητοποιούμε την εθνική ταυτότητα». Οι εθνικές επέτειοι είναι μια ευκαιρία για κωδικοποίηση της εθνικής ταυτότητας μέσω της γλώσσας των συμβόλων και της θεατρικής αναπαράστασης.

Πρώτο σύμβολο των επετείων είναι η ίδια η ημερομηνία που επιλέγεται, εφόσον η επιλογή του γεγονότος στο οποίο παραπέμπει έχει ως στόχο να υπογραμμίσει συγκεκριμένα στοιχεία  της εθνικής ταυτότητας και εθνικές αξίες. Η εθνικής επέτειος έχει πρωτίστως  ιστορικό περιεχόμενο αλλά εορτάζεται μια επιλεκτική και επεξεργασμένη εκδοχή της ιστορίας». (Χριστίνα Κουλούρη, «Γιορτάζοντας το Έθνος:  εθνικές επέτειοι  στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», στο: https://www.academia.edu).

Με βάση αυτά τα θεωρητικά στοιχεία μπορούμε να προσεγγίσουμε τις εθνικές μας επετείους. Η μεγάλη εθνική επέτειος της επανάστασης του 1821, που εορτάστηκε για πρώτη φορά στις 25 Μαρτίου του 1838, επιλέχτηκε στην προσπάθεια του οθωνικού καθεστώτος (αλλά και με την αποδοχή του λαού) να παρουσιάσει την 25η Μαρτίου ως ημέρα αναγέννησης του ελληνικού έθνους.

Το «νεκρό» ελληνικό έθνος παρουσιάζεται, μέσω της επετείου, ότι αναγεννάται, καθώς μάλιστα η επέτειος συνδέεται με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και το μήνυμα της Ενσάρκωσης του Θεού. Στην  εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου υιοθετήθηκε μια ανάγνωση, σύμφωνα με την οποία η ιστορία είναι έργο «μεγάλων ανδρών» (γι’  αυτό και παλιότερα στα σχολεία υπήρχαν οι εικόνες των Ηρώων της επανάστασης).

Όπως και να έχει το πράγμα, παρόλο που πολύ συχνά η επέτειος κομματικοποιήθηκε και παρόλο που υπάρχουν κι άλλες αναγνώσεις της επανάστασης του 1821,  ο εορτασμός της δεν έπαψε να λειτουργεί ενωτικά για το λαό μας, ο οποίος, από τότε που η επέτειος θεσμοθετήθηκε, πέρασε πολλές ιστορικές περιπέτειες και κάθε φορά η μνήμη της επανάστασης λειτουργούσε ενωτικά και ανυψωτικά για το φρόνημά του.

Αλλά και η επέτειος του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940, που γιορτάστηκε επίσημα για πρώτη φορά στις 28 Οκτωβρίου 1944 με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, ξυπνά στη μνήμη των Ελλήνων ηρωικές στιγμές του ελληνικού λαού και τονώνει έτσι την εθνική μνήμη και μέσω αυτής την ενότητά του.

Μάλιστα, η νίκη αυτή του ελληνικού στρατού έχει και πολιτική σημασία, αφού πρόκειται και για μια νίκη κατά του φασισμού. Και στην περίπτωση της 28ης Οκτωβρίου η επέτειος συνδέθηκε από την Εκκλησία με την εκκλησιαστική εορτή της Αγίας Σκέπης, προς τιμήν της Παναγίας. Είναι εμφανές ότι και οι δυο εθνικές μας εορτές συνδέονται με την Εκκλησία και τις θρησκευτικές εορτές.

Προφανώς και αυτό έχει τη σημασία και την αξία του. Πράγματι, σε όλους τους λαούς, κυρίως όμως στο ελληνικό, που η σχέση του με την Ορθοδοξία είναι πολύ στενή, οι εθνικές εορτές έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τη θρησκεία. Το τελετουργικό τους αντλεί από το θρησκευτικό λεξιλόγιο, ενώ και η μαζικότητά τους ενισχύεται από τη σχέση τους με τη θρησκεία.

Ωστόσο, στην Ελλάδα η σχέση αυτή είναι πολύ πιο βαθιά, συνδεόμενη με τη λαϊκή θρησκευτικότητα. Ειδικά η ζωντανή σχέση του λαού με την Παναγία ανάγεται ήδη  στα βυζαντινά χρόνια. Παράλληλα, η σύνδεση της Εκκλησίας με τις εθνικές επετείους αναδεικνύει την συνεισφορά της στην επιβίωση του γένους των Ελλήνων και επικυρώνει τον εθνικό και θεσμικό ρόλο της.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι οι δυο μεγάλες εθνικές μας επέτειοι, αν και έχουν αμφισβητηθεί πολλές φορές, για λόγους ιδεολογικούς κυρίως, και παρόλο που οι παρελάσεις έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν από τους «αγαναχτισμένους» χώρος και ευκαιρία να εκφράσουν με τρόπο οχλοκρατικό την αντίθεσή τους στους πολιτικούς, εξακολουθούν να βρίσκονται ψηλά στη συνείδηση των Ελλήνων.

Οι εθνικές επέτειοι πρέπει να είναι ευκαιρίες αναμόχλευσης της εθνικής μνήμης, τιμής προς τους αγωνιστές και παραδειγματισμού ενώπιον των προβλημάτων του παρόντος.

Στις μέρες μας η εθνική ενότητα και ομοψυχία, που, όπως είπαμε, τονώνεται από τις εθνικές επετείους,  είναι απαραίτητη περισσότερο από κάθε άλλη φορά, καθώς βρισκόμαστε ενώπιον μιας επιθετικής Τουρκίας, η οποία γράφει στα «παλαιότερα των υποδημάτων της» το διεθνές δίκαιο. Αυτό είναι το μεγάλο μήνυμα που στέλνουν οι εθνικές επέτειοι.

Προφανώς και δεν πρέπει επ’ ουδενί να εκληφθούν ως ευκαιρία προγονολατρείας ή πατριδοκαπηλίας, αλλά ως ευκαιρίες να σκεφτούμε το συλλογικό μας είναι, να περάσουμε από το Εγώ στο Εμείς. Αυτή είναι η ουσία. Τα υπόλοιπα είναι απλώς «συμβεβηκότα» (συμβεβηκός= μια τυχαία ιδιότητα ενός πράγματος, που όμως δεν επηρεάζει την ουσία ή τον ορισμό του), όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης.