Καθένας οικοδομεί το μύθο του με τα υλικά που του δίδει η ζωή. Ο τόπος και οι άνθρωποι που έζησαν μαζί του. Οι στιγμές που του χαρίστηκαν και τώρα αγωνίζεται να ζωντανέψει. Να αισθανθεί και πάλι την υπέροχη ανατριχίλα μιας αστραπής που φώτισε τον ουρανό του και το ρίγος από την αγωνία ενός μπουμπουκιού που αγωνίζονταν να ανθίσει και να απλώσει τα πέταλά του ξυπνώντας από το βαθύ ύπνο αιώνων.

Υπέροχο στην αγωνία του και με απέραντη πίστη στη μυσταγωγία της δημιουργίας, παραδίδεται στο χάϊδεμα  του ανέμου. Σιγά-σιγά πλέκεται το δίκτυ που μας συνδέει με άλλα πρόσωπα. Κάποιοι παραμένουν, συνομιλούμε μαζί τους και διώχνουν τη μοναξιά μας.

Άλλοι χάνονται και πρέπει να σβήσεις τον αριθμό του τηλεφώνου τους. Κάποιοι αριθμοί παραμένουν εκεί σιωπηλοί χρόνια. Τους βλέπεις κι αναπολείς στιγμές ζωής. Δεν θέλεις να χαθεί η τελευταία αφορμή μνήμης που ξυπνά τη φωνή τους.

«Αγαπούσε ακόμα και τον αριθμό του τηλεφώνου της», ο ποιητής Αναγνωστάκης και ο στίχος του αυτός αποτύπωνε το αίσθημά σου.

«ΥΓ» : ο ποιητής Αναγνωστάκης
Σας παραθέτω ολόκληρο το ποίημα:

«ΥΓ»

Δε θέλω να γνωρίζω πάρα πολύ τους ανθρώπους.

Όλα προς τι;

Ζήσαμε παιδικά χρόνια, νιότη -διαφορετικά.

Δεν ήταν δειλός γιατί είχε συναίσθηση της δειλίας του.

Η φοβερή εξυπνάδα του χωρίς ίχνος ευαισθησίας.

Τα φτωχόπαιδα που έγιναν αφεντικά.

Έρωτας: όσο υπάρχουν το άγνωστο και οι αυταπάτες.

Ήξερε πως δεν είχε πεθάνει αλλά δεν επρόκειτο

ποτέ να την ξαναδεί.

Πλήθος περιφερόταν χρόνια μέσα στο σπίτι του

αλλά κανείς ποτέ δεν μπήκε στο μικρό καμαράκι

κάτω από τη σκάλα.

Τη ζωή που στερήθηκαν.

Στην εβραίικη γειτονιά τα παιδιά δεν τον παίζανε

γιατί δεν ήταν εβραίος.

Την αγάπησε γιατί έπρεπε κάποτε να αγαπήσει.

Τέλος βγήκε παράνομος στα εύθυμα χρόνια της

Ειρήνης.

Δεν ήξερε κανείς τους ποιος ήταν ο Γιάννης ο Σαλάς.

Ήθελε να ήταν ζωγράφος για να ζωγραφίζει μόνο

τα χέρια της.

Τα ταξίδια που δεν έκανε.

Είχε ζήσει δυο ολόιδιες σκηνές πριν από την “Καζαμπλάνκα”.

Όταν τα βράδια της Κυριακής μετά το ματς

γέμιζαν οι ταβέρνες γύρω από το γήπεδο και συ

έτρεχες στο σπίτι να διαβάσεις.

Το σλόγκαν της λαϊκής σοφίας.

Όλοι κάποτε νέοι.

Παλιούς σου φίλους που τους βλέπεις με συγκίνηση -παλιούς σου έρωτες με αποστροφή.

Ερημιά γύρω σου σιγά – σιγά.

Τα παλιά φτηνά οικογενειακά έπιπλα.

Η διαδοχή των ημερών.

Όλοι κομπλεξικοί με το ήθος.

Δεν περίμενες πια κανένα γράμμα.

Όλα συναισθηματικά -λες δεν το ξέρω.

Για πρώτη φορά θα τολμούσε έναν επικήδειο – λίβελο.

Μετά απο χρόνια κατάλαβε πως καμιά δεν αγάπησε όσο την Εδουάρδα.

Δεν πίστευες πως θα ξεχάσεις, κι όμως ξέχασες.

Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει -τώρα έπαιζε την παράταση.

Πόσα χρόνια είχες ν’ ακούσεις ακορντεόν…

Και πως να τον βρίσεις κάθαρμα, όταν έχει κάτσει

είκοσι χρόνια φυλακή…

Τους αποκαλούσαν: η παρέα των τυμβωρύχων.

Μελαγχολία όταν θυμάσαι τα παλιά επονίτικα πάρτι.

Δε φοβόταν το θάνατο -τουλάχιστον το θάνατο

των άλλων.

Έτσι για ένα βράδυ, όπως είχε πιάσει

παραμιλητό τον Ραούλ.

Θα ζητούσε μια ώρα προθεσμία να κάψει τα παλιά γράμματα.

Παλιές μεγάλες οικογένειες στα γαλλικά μυθιστορήματα,

πολλά αδέρφια, πολλά ξαδέρφια συνομήλικα,

μεγάλα εξοχικά σπίτια -καλοκαίρια.

Ύστερα από οχτώ χρόνια έμαθε πως το τηλέφωνο της

εκείνο το βράδυ ήταν χαλασμένο.

Μέσα σ’ ένα στίχο πόση φλυαρία.

Το παρελθόν μιας αυταπάτης.

Η ταβέρνα λεγόταν “Η ωραία Σεβίλλη”.

Ο Κάλβος και ο Σολωμός έζησαν είκοσι χρόνια

στην ίδια πόλη χωρίς ποτέ να συναντηθούν.

Μιλούσε συνεχώς με παρενθέσεις και

αποσιωπητικά, σαν τυφλός που βάδιζε σ’ ένα δωμάτιο

γεμάτο έπιπλα.

Κι ήξερες πως όλα αυτά αργά ή γρήγορα θα τελειώσουν.

(Γηράσκω αεί αναθεωρών)

Να βλέπεις τα ίδια πράγματα να γίνονται και να

ξαναγίνονται.

Κάπου ανάμεσα στο αξιοπρεπές μελό και στο

φτηνό πάθος.

Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε.

Το ήξερε πως δε θα άντεχε στο Μεγάλο Πόνο.

Έβγαζε κάθε δέκα χρόνια μια φωτογραφία στην

ίδια πάντα στάση.

Ήμουν στη φυλακή και δεν ήρθες να με δεις.

Δεν έκλαιγες ποτέ στις κηδείες.

Ο Μπαχ.

Πράγματα που δε λέγονται -δεν εξηγούνται.

Πέρασαν τα χρόνια.

Να ξύνεις ή να μην ξύνεις;

Σ’ όλα τα παλιά περιοδικά όλοι πια πεθαμένοι.

Αγαπούσε ακόμη και τον αριθμό του τηλεφώνου της.

Κυνηγούσε με μανία τις παλιές ταινίες για να

ξαναζήσει τα νιάτα του.

Το ανανεούμενο αίσθημα ενός επικείμενου κακού.

Άνθρωποι χωρίς λεβεντιά

Το ιδανικό κάθε επανάστασης: το μέτριο, ήσυχο,

ειρηνικό παρόν, το ανέφελο μέλλον.

Δύο κατηγορίες πάντα: οι δρώντες και οι θεατές.

Θυμούμαι, άρα υπάρχω.

Βηματισμοί χωρίς σκοπό στα χειμωνιάτικα

προαύλια. Χιλιάδες βήματα, χιλιάδες μέρες.

Πλήξη, αδιέξοδο, αμηχανία -με καλούς φίλους

σε ακατάλληλη ώρα.

Στο συρτάρι ανακάλυψε ένα τετράδιο με σημειώσεις

του πατέρα του.

Καλλιέργεια χωρίς φθορά.

Απλώς ν’ αντιγράφεις τα συμβάντα της ζωής σου.

Δεν υπάρχει πνευματικός ηρωισμός.

Μες στο σταματημένο αυτοκίνητο τις έσφιγγε

ώρες τα χέρια.

Ζήσαμε, εννοούν γλεντήσαμε.

Επισκευαστής αναμνήσεων.

Καλλιεργούν το μύθο της επικείμενης

Επανάστασης.

Τα παλιά τετράδια του παιδιού μου.

Πάντα συντηρητικός στα μη ουσιώδη.

Τι ήξερε από την ιστορία ο ιστορικός;

Έβρεχε πάλι…

Με περνούσες μόνο επτά χρόνια αλλά πρόλαβες

και πολέμησες στην Ισπανία.

Ο μύθος της διαρκούς προόδου.

Τόση κακότητα εν ονόματι του ανθρωπισμού!

Απόφαση της ήττας.

Έφτασες πια στην ηλικία που δεν μπορούσες να

συγκρατήσεις τα χρόνια στον κατήφορο.

…Και ποτέ μην ξεπέσεις στο αχ εμείς

οι καημένοι. (Δε θέλει παρά ένα βηματάκι να το σκεφτούν

οι άλλοι για σένα.)

Έλπιζες από απελπισία.

Τώρα πια στην τέχνη όχι μεγέθη -απλώς

υποχρεώσεις.

Το δήθεν χαμένο παρελθόν.

Παρά τα όσα γράψανε τα βιβλία, στο κελί του

τραγουδούσε όλη νύχτα τη Ραμόνα.

Ζω μισά.

Γιατί υποχρεωτικά να μιλήσω;

Μου είπες: οι αναμνήσεις είναι η ζωή.

Το ρήμα που ταίριαζε στην περίπτωσή του ήταν:

βουλιάζω.

Ψάχνοντας τις λέξεις, άρχισε το ψέμα.

Το ενοχλητικότερο ήταν πως επέμενε να γράφει

την αλήθεια με άλφα κεφαλαίο.

Οι τίτλοι στα ”Περιεχόμενα” άμα τους διάβαζες

στη σειρά, φτιάχναν ένα καινούργιο ποίημα -το

πιο όμορφο ποίημα, χωρίς λόγια περιττά, χωρίς

φιλολογία, χωρίς φτιασίδια.

Όσο πιο φωναχτά εναντίον του κατεστημένου.

Δώσ’ τα χωρίς εξηγήσεις…

Έλα εδώ -δε θα μας βρουν.

Όπως γέρασες κι εσύ.

Δε λύγισε από κτηνωδία.

Νόμισε πως όλα τα είχε γράψει για εκείνη -μα

εκείνη δεν είχε ακόμα γεννηθεί.

Αποτοξίνωση μέσα στην κατάθλιψη.

Έψαξε -τίποτα κάτω από τις λέξεις.

Τα άδεια γήπεδα.

Χρόνια ύστερα από το θάνατό του, εσύ έστελνες

στη μάνα του κάθε μήνα ένα γράμμα από το πακέτο

που σου είχε εμπιστευθεί.

Οι λαϊκές παροιμίες: η αποθέωση της

συμβατικότητας.

Απαίτηση της αλήθειας -ποιας αλήθειας;

Ο σπαραγμός της κοινοτοπίας.

Τι ωραία βιβλία που γράφουμε, τι ωραία τραγούδια

που ψάλλουμε, τι ωραία μνημόσυνα που

κλαίμε.

Σιωπή.

Τελικά κατάληξαν στα ίδια πάλι λόγια: φιλία,

κατανόηση, εμπιστοσύνη.

Όμως γιατί αυτός ο κόμπος εδώ στο στήθος…

Οι ίδιες λέξεις που λέμε όλοι.

Περιθώριο στο ”Περιθώριο”.

Η παραλία ήταν σαν σκηνικό ή του φαινόταν ειδικά

εκείνο το βράδυ.

Ο ”Πιερότος” του Ρώμου Φιλύρα.

Οι επαγγελματίες πεπειραμένοι.

Έγραψε το στίχο: ”αν έλειπε αυτό το σιγανό

τρυπάνισμα στο μυαλό”, κι ύστερα σταμάτησε.

Προσπαθούσε να σε πείσει πως όλα είχαν αλλάξει,

όμως εσύ τα ‘βλεπες γύρω σου απελπιστικά

όμοια.

Εμένα θα μου άρεσε με μια μουσική υπόκρουση,

είπες, όπου θα καθόριζες εσύ τα κενά της σιωπής.

Όμως ποτέ δε θα μου εξηγήσεις το πώς και το

γιατί.

Πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά…